Την τελευταία εβδομάδα έχει αρχίσει μια σειρά συναντήσεων για το ελληνικό χρέος –πέραν των επισήμων διαπραγματεύσεων–, που πρόκειται να αναδειχθεί ως το πλέον σημαντικό στοιχείο στη διαμόρφωση της τελικής συμφωνίας. Κυβερνητικό στέλεχος από το στενό επιτελείο της κυρίας Μέρκελ έχει αρχίσει σειρά επαφών με εκπροσώπους των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών.
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες του "Kεφαλαίου", διερευνά τις απόψεις και τα κριτήρια με τα οποία η αγορά κεφαλαίων πρόκειται να "υποδεχθεί" και να αξιολογήσει το τέλος του τρίτου προγράμματος και την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές.
Το στέλεχος αυτό, με μεγάλη επαγγελματική εμπειρία και επαφές στον χώρο των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών, έχει ήδη συναντήσει, σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, μεγάλους "παίκτες" στην αγορά ομολόγων, μεταξύ των οποίων στελέχη της Goldman Sachs, της Deutsche Bank, της J.P. Morgan, με αποκλειστικό σκοπό τη διερεύνηση των προθέσεών τους όσον αφορά το τι θα θεωρούσαν επαρκές για τη σταθερότητα της Ελλάδας και την αξιοπιστία της όσον αφορά τον κρατικό δανεισμό μετά την 20ή Αυγούστου.
Στόχος, βέβαια, είναι να "συντονιστεί" το πλαίσιο των μέτρων που θα ληφθούν από το Eurogroup με τις απαιτήσεις των επενδυτών και των μεγάλων primary dealers του ελληνικού χρέους, ώστε να υπάρξει ένα κλίμα εμπιστοσύνης που θα διασφαλίσει τόσο τη συνέχεια των διαρθρωτικών πολιτικών στην Ελλάδα όσο και τη μεταμνημοναική απρόσκοπτη αναχρηματοδότηση του χρέους.
Ανάλογες ενέργειες έχουν γίνει τους τελευταίους μήνες και από τα στελέχη του ESM, στη βάση των οποίων, άλλωστε, έχουν αποκρυσταλλωθεί οι σχετικές προτάσεις για τις τελικές ρυθμίσεις.
Παρ' όλα αυτά, οι αβεβαιότητες που έχουν αναδυθεί στο περιβάλλον της Ευρωζώνης, και ειδικά σε ό,τι αφορά την Ιταλία, έχουν προκαλέσει επιφυλάξεις και ερωτηματικά για το εάν ο αρχικός σχεδιασμός (αποφάσεις Eurogroup Μαΐου 2016 και Ιουνίου 2017) θα πρέπει να αναθεωρηθεί και κατά πόσο.
Μέχρι στιγμής, πάντως, και σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν υπάρξει στο περιθώριο αυτών των συναντήσεων, που διενεργεί με δική της πρωτοβουλία η γερμανική κυβέρνηση, το πλαίσιο που αναδύεται έχει τρία βασικά στοιχεία:
- Αντιμετωπίζεται ως ιδιαίτερα θετικό στοιχείο η διασφάλιση της παρουσίας του ΔΝΤ στο "μεταμνημονιακό" πλαίσιο εποπτείας, με ορίζοντα που θα πρέπει να ξεπερνά τη χρονική διάρκεια αποπληρωμής του δανείου από το Ταμείο, ήτοι και πέραν του 2023.
- Θεωρείται ως ενισχυτική της εμπιστοσύνης των αγορών η συσσώρευση του "μαξιλαριού" ρευστότητας που έχει αποφασιστεί στο Eurogroup, αλλά "συνιστάται" η διεύρυνσή του σε επίπεδα αρκετά πάνω από τα 18-20 δισ. ευρώ που προβλέπεται από τις σχετικές αποφάσεις. Ορισμένοι εκ των συνομιλητών του Γερμανού αξιωματούχου έθεσαν το όριο αυτό σε ένα επίπεδο που υπερβαίνει τα 25 δισ. ευρώ.
- Αξιολογείται ως ικανοποιητική η αναδιάταξη των πληρωμών τοκοχρεολυσίων με επιμηκύνσεις στη λήξη και περιόδους χάριτος στην αποπληρωμή τόκων, που να διασφαλίζει ότι μέχρι το 2030 δεν θα υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ και μετά (μέχρι το 2040) δεν θα είναι μεγαλύτερη του 20% του ΑΕΠ. Εφόσον η επιμήκυνση αυτή γίνει μέσω δανείων του ESM –και με δεδομένο ότι ο ESM δανείζεται με τα χαμηλότερα επιτόκια της αγοράς–, μια τέτοια διευθέτηση κρίνεται αξιόπιστη.
Οι επαφές αυτές και τα συμπεράσματα από την ανίχνευση των προθέσεων της αγοράς κεφαλαίων θα καθορίσουν τα όρια ευελιξίας στα οποία θα κινηθεί η γερμανική πλευρά τις επόμενες λίγες εβδομάδες μέχρι την αποκρυστάλλωση των θέσεων που θα αφορούν την περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Τι θέλει το ΔΝΤ, τι είναι έτοιμο να κάνει
Η επικείμενη Έκθεση του ΔΝΤ (DSA) για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτό –και κρίσιμο– ζήτημα στη συζήτηση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Στις απαιτήσεις του ΔΝΤ απέναντι στους Ευρωπαίους συνομιλητές του έχει συμπεριληφθεί ο δραστικός περιορισμός της εξυπηρέτησης του χρέους για τα πρώτα πέντε χρόνια (ήτοι μέχρι το 2023) σε ένα ύψος που δεν θα ξεπερνά μεσοσταθμικά τα 5 δισ. ευρώ ετησίως. Η μέχρι στιγμής διάταξη των υποχρεώσεων ξεπερνά κατά πολύ το ύψος αυτό για τρία από τα επόμενα πέντε χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019 οι πληρωμές αγγίζουν τα 13 δισ. ευρώ, ενώ το 2022 και το 2023 κινούνται μεταξύ 6 και 9 δισ. ευρώ.
Για να καλυφθεί η απαίτηση αυτή, θα πρέπει να επιμηκυνθεί το δάνειο του EFSF κατά μία τουλάχιστον δεκαετία, σε συνδυασμό με μια παράταση του παγώματος αποπληρωμής τόκων.
Η "γέφυρα" που, όπως διαφαίνεται, είναι έτοιμος να χτίσει ο ESM στις απαιτήσεις αυτές περνά πέραν της επιμήκυνσης και μέσα από την ετοιμότητα προεξόφλησης του δανείου του ΔΝΤ, έτσι ώστε να περιοριστεί το υπόλοιπο του δανείου της Ελλάδας (από το ΔΝΤ) χαμηλότερα από το τριπλάσιο του ποσοστού συμμετοχής της χώρας στο Ταμείο, ήτοι κάτω από 7-8 δισ. ευρώ. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπως αναφέρεται από πλευράς των "τεχνικών" του Ταμείου, η αξιολόγηση του χρέους θα είναι περισσότερο ενθαρρυντική ως προς τη βιωσιμότητά του και οπωσδήποτε θα διασφαλίζει την πιστοληπτική αξιοπιστία της χώρας μέχρι το 2030.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, φαίνεται ότι παραμένει εκτός της λογικής του Ταμείου –όπως και των Κομισιόν/ESM– το ενδεχόμενο να καταφύγει το Eurogroup σε μια λύση που θα συμπεριλαμβάνει "προληπτική γραμμή" στήριξης.
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες του "Kεφαλαίου", διερευνά τις απόψεις και τα κριτήρια με τα οποία η αγορά κεφαλαίων πρόκειται να "υποδεχθεί" και να αξιολογήσει το τέλος του τρίτου προγράμματος και την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές.
Το στέλεχος αυτό, με μεγάλη επαγγελματική εμπειρία και επαφές στον χώρο των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών, έχει ήδη συναντήσει, σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, μεγάλους "παίκτες" στην αγορά ομολόγων, μεταξύ των οποίων στελέχη της Goldman Sachs, της Deutsche Bank, της J.P. Morgan, με αποκλειστικό σκοπό τη διερεύνηση των προθέσεών τους όσον αφορά το τι θα θεωρούσαν επαρκές για τη σταθερότητα της Ελλάδας και την αξιοπιστία της όσον αφορά τον κρατικό δανεισμό μετά την 20ή Αυγούστου.
Στόχος, βέβαια, είναι να "συντονιστεί" το πλαίσιο των μέτρων που θα ληφθούν από το Eurogroup με τις απαιτήσεις των επενδυτών και των μεγάλων primary dealers του ελληνικού χρέους, ώστε να υπάρξει ένα κλίμα εμπιστοσύνης που θα διασφαλίσει τόσο τη συνέχεια των διαρθρωτικών πολιτικών στην Ελλάδα όσο και τη μεταμνημοναική απρόσκοπτη αναχρηματοδότηση του χρέους.
Ανάλογες ενέργειες έχουν γίνει τους τελευταίους μήνες και από τα στελέχη του ESM, στη βάση των οποίων, άλλωστε, έχουν αποκρυσταλλωθεί οι σχετικές προτάσεις για τις τελικές ρυθμίσεις.
Παρ' όλα αυτά, οι αβεβαιότητες που έχουν αναδυθεί στο περιβάλλον της Ευρωζώνης, και ειδικά σε ό,τι αφορά την Ιταλία, έχουν προκαλέσει επιφυλάξεις και ερωτηματικά για το εάν ο αρχικός σχεδιασμός (αποφάσεις Eurogroup Μαΐου 2016 και Ιουνίου 2017) θα πρέπει να αναθεωρηθεί και κατά πόσο.
Μέχρι στιγμής, πάντως, και σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν υπάρξει στο περιθώριο αυτών των συναντήσεων, που διενεργεί με δική της πρωτοβουλία η γερμανική κυβέρνηση, το πλαίσιο που αναδύεται έχει τρία βασικά στοιχεία:
- Αντιμετωπίζεται ως ιδιαίτερα θετικό στοιχείο η διασφάλιση της παρουσίας του ΔΝΤ στο "μεταμνημονιακό" πλαίσιο εποπτείας, με ορίζοντα που θα πρέπει να ξεπερνά τη χρονική διάρκεια αποπληρωμής του δανείου από το Ταμείο, ήτοι και πέραν του 2023.
- Θεωρείται ως ενισχυτική της εμπιστοσύνης των αγορών η συσσώρευση του "μαξιλαριού" ρευστότητας που έχει αποφασιστεί στο Eurogroup, αλλά "συνιστάται" η διεύρυνσή του σε επίπεδα αρκετά πάνω από τα 18-20 δισ. ευρώ που προβλέπεται από τις σχετικές αποφάσεις. Ορισμένοι εκ των συνομιλητών του Γερμανού αξιωματούχου έθεσαν το όριο αυτό σε ένα επίπεδο που υπερβαίνει τα 25 δισ. ευρώ.
- Αξιολογείται ως ικανοποιητική η αναδιάταξη των πληρωμών τοκοχρεολυσίων με επιμηκύνσεις στη λήξη και περιόδους χάριτος στην αποπληρωμή τόκων, που να διασφαλίζει ότι μέχρι το 2030 δεν θα υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ και μετά (μέχρι το 2040) δεν θα είναι μεγαλύτερη του 20% του ΑΕΠ. Εφόσον η επιμήκυνση αυτή γίνει μέσω δανείων του ESM –και με δεδομένο ότι ο ESM δανείζεται με τα χαμηλότερα επιτόκια της αγοράς–, μια τέτοια διευθέτηση κρίνεται αξιόπιστη.
Οι επαφές αυτές και τα συμπεράσματα από την ανίχνευση των προθέσεων της αγοράς κεφαλαίων θα καθορίσουν τα όρια ευελιξίας στα οποία θα κινηθεί η γερμανική πλευρά τις επόμενες λίγες εβδομάδες μέχρι την αποκρυστάλλωση των θέσεων που θα αφορούν την περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Τι θέλει το ΔΝΤ, τι είναι έτοιμο να κάνει
Η επικείμενη Έκθεση του ΔΝΤ (DSA) για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτό –και κρίσιμο– ζήτημα στη συζήτηση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Στις απαιτήσεις του ΔΝΤ απέναντι στους Ευρωπαίους συνομιλητές του έχει συμπεριληφθεί ο δραστικός περιορισμός της εξυπηρέτησης του χρέους για τα πρώτα πέντε χρόνια (ήτοι μέχρι το 2023) σε ένα ύψος που δεν θα ξεπερνά μεσοσταθμικά τα 5 δισ. ευρώ ετησίως. Η μέχρι στιγμής διάταξη των υποχρεώσεων ξεπερνά κατά πολύ το ύψος αυτό για τρία από τα επόμενα πέντε χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019 οι πληρωμές αγγίζουν τα 13 δισ. ευρώ, ενώ το 2022 και το 2023 κινούνται μεταξύ 6 και 9 δισ. ευρώ.
Για να καλυφθεί η απαίτηση αυτή, θα πρέπει να επιμηκυνθεί το δάνειο του EFSF κατά μία τουλάχιστον δεκαετία, σε συνδυασμό με μια παράταση του παγώματος αποπληρωμής τόκων.
Η "γέφυρα" που, όπως διαφαίνεται, είναι έτοιμος να χτίσει ο ESM στις απαιτήσεις αυτές περνά πέραν της επιμήκυνσης και μέσα από την ετοιμότητα προεξόφλησης του δανείου του ΔΝΤ, έτσι ώστε να περιοριστεί το υπόλοιπο του δανείου της Ελλάδας (από το ΔΝΤ) χαμηλότερα από το τριπλάσιο του ποσοστού συμμετοχής της χώρας στο Ταμείο, ήτοι κάτω από 7-8 δισ. ευρώ. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπως αναφέρεται από πλευράς των "τεχνικών" του Ταμείου, η αξιολόγηση του χρέους θα είναι περισσότερο ενθαρρυντική ως προς τη βιωσιμότητά του και οπωσδήποτε θα διασφαλίζει την πιστοληπτική αξιοπιστία της χώρας μέχρι το 2030.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, φαίνεται ότι παραμένει εκτός της λογικής του Ταμείου –όπως και των Κομισιόν/ESM– το ενδεχόμενο να καταφύγει το Eurogroup σε μια λύση που θα συμπεριλαμβάνει "προληπτική γραμμή" στήριξης.