Για να απαντήσουμε στο ερώτημα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως λειτουργούν οι πανελλήνιες εξετάσεις. Πρόκειται για ένα διαγωνισμό συμπλήρωσης προκαθορισμένου αριθμού θέσεων, των θέσεων εισακτέων που ανακοινώνει κάθε χρόνο το Μάρτιο το Υπουργείο Παιδείας. Φέτος ο αριθμός των εισακτέων ορίστηκε σε 74.692, χωρίς τις στρατιωτικές, αστυνομικές σχολές, την πυροσβεστική και το εμπορικό ναυτικό.
Οι πανελλήνιες εξετάσεις διενεργούνται για να συμπληρωθούν αυτές οι θέσεις, από τους πρώτους 74.692 υποψηφίους σε ένα σύνολο περίπου 100.000 υποψηφίων που αναμένεται να διεκδικήσουν μία θέση, μέσω μίας από τις πολλές και διαφορετικές κατηγορίες υποψηφίων.
Ο σκοπός είναι, δηλαδή, να βρεθεί ο υποψήφιος μέσα στους 74.692 πρώτους και, μάλιστα, σε όσο το δυνατό καλύτερη θέση, ώστε να εξασφαλίσει θέση στη σχολή που επιθυμεί. Πρόκειται, δηλαδή, για μια βαθιά ανταγωνιστική διαδικασία, όπου ο υποψήφιος πρέπει να γράψει καλύτερα από το συμμαθητή του για να πετύχει στη σχολή που θέλει.
Σε μια τέτοια διαδικασία δεν χρειάζεται βαθμολογικό όριο, ούτε ο στόχος είναι το 20. Στόχος είναι να γράψεις καλύτερα από τον… διπλανό σου. Αν αυτός γράψει 14 εσύ να γράψεις 15. Αν αυτός γράψει 18 εσύ να γράψεις 19. Αυτή είναι η πηγή του άγχους. Δεν ξέρεις σε ποιο επίπεδο βρίσκεσαι, γιατί δεν υπάρχουν τεστ να σου φανερώνουν το επίπεδο των γνώσεών σου, για να ξέρεις αν το διάβασμά σου είναι αρκετό ή όχι για να πετύχεις το στόχο σου. Γράφεις διαγωνίσματα στο σχολείο ή το φροντιστήριο και παίρνεις ένα βαθμό που δεν γνωρίζεις αν είναι αρκετός ή αν δεν φτάνει για την εκπλήρωση του στόχου. Ρωτάς τους καθηγητές σου αν τελικά γνωρίζεις όσα πρέπει να γνωρίζεις για να περάσεις στο Πανεπιστήμιο και κανείς δεν μπορεί να σου πει με σιγουριά. Σου λένε, λοιπόν, να προσπαθήσεις κι άλλο και συ αναρωτιέσαι πόσο ακόμη;
Το 2015, όταν υπήρχε τεχνολογική κατεύθυνση και οι μαθητές εξετάζονταν σε 6 μαθήματα, ο αριθμός των υποψηφίων που έγραψαν βαθμό μεγαλύτερο του 15 ήταν 4.405 από τους 46.826 υποψηφίους που εξετάστηκαν στο μάθημα της φυσικής, ποσοστό μόλις 9,4%. Ήταν η χρονιά με τα δυσκολότερα θέματα φυσικής. Υποψήφιοι έβγαιναν στεναχωρημένοι από τα εξεταστικά κέντρα γιατί δεν είχαν γράψει καλά, φοβούμενοι ότι είχε χαθεί ο στόχος που είχαν θέσει. Όταν ανακοινώθηκαν οι βαθμολογίες και τα στατιστικά επιβεβαιώθηκε ότι δεν είχαν γράψει καλά ούτε οι υπόλοιποι ανταγωνιστές τους για μία θέση στις περιζήτητες σχολές, συνεπώς ο στόχος δεν είχε χαθεί οριστικά, όπως φοβούνταν.
Την επόμενη χρονιά οι καθηγητές φυσικής, έχοντας τρομάξει από τη δυσκολία των θεμάτων του 2015, δίδασκαν πολύ δύσκολες ασκήσεις, μη γνωρίζοντας τι άλλο θα ζητήσουν οι εξεταστές. Οι υποψήφιοι εκείνης της χρονιάς ανησυχούσαν πολύ για τη φυσική, που είχε γίνει πολύ μεγάλος βραχνάς, ειδικά για τους υποψηφίους που διεκδικούσαν θέση σε υψηλόβαθμη σχολή. Τα θέματα που τέθηκαν το 2016 ήταν πολύ εύκολα. Οι υποψήφιοι έβγαιναν ευτυχισμένοι από τα εξεταστικά κέντρα έχοντας «σκίσει», μέχρι που ανακοινώθηκαν οι βαθμολογίες και είδαν ότι και οι συμμαθητές τους «έσκισαν» και ας μην είχαν διαβάσει τόσο πολύ. Πράγματι 5.010 υποψήφιοι έγραψαν βαθμό από 19 και πάνω, ποσοστό 17,78%. Ο πληθωρισμός των υπεραριστούχων δημιούργησε πολλά προβλήματα, αφού δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν οι άριστοι από τους πολύ καλούς, ώστε να εισαχθούν οι άριστοι στις περιζήτητες σχολές, που είχαν πολύ λιγότερες θέσεις από τους 5.010 υποψηφίους που έγραψαν από 19 και πάνω. Συνεπώς, το 19 δεν ήταν αρκετό για να εξασφαλίσει την εισαγωγή στις περιζήτητες σχολές. Μάλιστα υπήρξαν και διαμαρτυρίες των πολύ καλών μαθητών που είχαν διαβάσει πολύ σκληρά και είδαν να γράφουν τον ίδιο βαθμό με αυτούς και οι υποψήφιοι που δεν είχαν διαβάσει τόσο πολύ. Σε καλύτερη μοίρα βρίσκονταν όσοι είχαν γράψει 15 το 2015, από όσους έγραψαν 19 το 2016.
Συμπέρασμα: Στη διάρκεια της εξέτασης και μετά από αυτήν δεν μπορεί να γνωρίζει ο υποψήφιος αν ο βαθμός που πιστεύει ότι έγραψε – γιατί μπορεί να έχει διαφορά από τον πραγματικό – θα είναι αρκετός για να πετύχει το στόχο του. Ούτε όταν ανακοινωθούν οι βαθμολογίες και τα στατιστικά στοιχεία των βαθμολογιών θα γνωρίζει. Απλά μια ιδέα θα πάρει. Θα μάθει όταν ανακοινωθούν οι βάσεις περί τα τέλη Αυγούστου.
Σε κάθε μάθημα που εξετάζεστε μην απογοητεύεστε αν φαίνεται ότι δεν πήγατε καλά. Μην κοιτάξετε τις σωστές λύσεις γιατί θα συγκρίνετε τις γραπτές λύσεις που θα έχετε μπροστά σας με ό,τι θυμόσαστε από το γραπτό σας και μπορεί να σας πιάσουν αμφιβολίες γι’ αυτά που έχετε γράψει, χειροτερεύοντας την ψυχολογική σας κατάσταση. Αντί να κοιτάτε πίσω κοιτάξτε εμπρός, το επόμενο μάθημα που έρχεται και προσπαθήστε να γράψετε όσο καλύτερα μπορείτε στο επόμενο μάθημα, μένοντας ανεπηρέαστοι από το προηγούμενο μάθημα είτε γράψατε καλά είτε όχι.