Με αρνητικό πρόσημο αξιολογείται η Ελλάδα για τη φαρμακευτική δαπάνη και τις δαπάνες που «απορροφούν» τα δημόσια νοσοκομεία, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σε έκθεση αξιολόγησης με ημερομηνία, Οκτώβριος 2014, οι Ευρωπαίοι εμπειρογνώμονες μεταξύ των οποίων και ο εκπρόσωπος της Ε.Ε. στην τρόικα, υπεύθυνος για θέματα Υγείας, Τζουζέπε Καρόνε, κάνουν συστάσεις στην Ελλάδα να προχωρήσει σε νέες μεταρρυθμίσεις στην Υγεία.
Σύμφωνα με την αξιολόγηση, η Ελλάδα βρίσκεται στο «κόκκινο» στη φαρμακευτική δαπάνη, καταλαμβάνοντας μάλιστα αρνητική πρωτιά στην Ε.Ε., ενώ αυστηρές προειδοποιήσεις γίνονται και για τις νοσοκομειακές δαπάνες που «απορροφούν» ποσοστό 3,1% του ΑΕΠ.
Οι αιτίες
Όπως αναφέρεται στην έκθεση («Ο εντοπισμός των προκλήσεων της δημοσιονομικής βιωσιμότητας στις περιοχές των συντάξεων, της υγειονομικής περίθαλψης και πολιτικές μακροχρόνιας φροντίδας»), η επιδείνωση των δημοσιονομικών θέσεων και οι αυξήσεις του δημόσιου χρέους από το 2008, μαζί με τις δημοσιονομικές πιέσεις που προκαλεί η γήρανση του πληθυσμού, κάνουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα μια οξεία πολιτική πρόκληση. Ειδικότερα, η γήρανση του πληθυσμού οδηγεί σε δαπάνες που σχετίζονται με την ηλικία, κυρίως για συνταξιοδότηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και μακροχρόνια φροντίδα.
Χάνονται δισεκατομμύρια στην Υγεία - Αξιολόγηση - σοκ για το ελληνικό ΕΣΥ (πίνακες)
Η μεγαλύτερη δαπάνη από αυτά, είναι οι δημόσιες δαπάνες για συντάξεις, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 11% του ΑΕΠ στην Ε.Ε.
Το δεύτερο μεγαλύτερο κονδύλι είναι οι δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 7% του ΑΕΠ για την Ε.Ε. Εκτός από τη φροντίδα υγείας, λαμβάνονται υπόψη και οι δαπάνες που αφορούν τη μακροπρόθεσμη φροντίδα. Στο σύνολό τους, τα στοιχεία αυτά αντιπροσωπεύουν το 9% του ΑΕΠ στην Ε.Ε. Για τη χώρα μας:
Νοσοκομειακή δαπάνη
Υψηλές εμφανίζονται κι οι δαπάνες των δημόσιων νοσοκομείων, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην «10άδα» με τις χειρότερες επιδόσεις, ανάμεσα στις 28 χώρες της Ε.Ε.
Χάνονται δισεκατομμύρια στην Υγεία - Αξιολόγηση - σοκ για το ελληνικό ΕΣΥ (πίνακες)
Σύμφωνα με την αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στη χώρα μας ποσοστό 3,1% του ΑΕΠ διατίθεται για δημόσιες νοσοκομειακές δαπάνες, με τον αντίστοιχο μέσο όρο στην Ευρώπη να ανέρχεται στο 2,9% του ΑΕΠ. Η Σλοβακία είναι η χώρα με το χαμηλότερο ποσοστό (1,9% του ΑΕΠ) στη δημόσια νοσοκομειακή δαπάνη και η Δανία η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό (4,5% του ΑΕΠ).
Επίσης, στην Ελλάδα ποσοστό 54,8% του συνόλου των δημόσιων δαπανών για την υγεία κατευθύνονται στο ΕΣΥ, με τον μέσο όρο της Ευρώπης να είναι αντίστοιχα 46,2%.
Σύμφωνα με την έκθεση, στη χώρα μας αντιστοιχούν 4,1 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους, με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο να διαμορφώνεται σε 3,6 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους. Η πληρότητα στο ΕΣΥ ανέρχεται στο 73% (από 75% που είναι ο μέσος ευρωπαϊκός όρος) με την Ιρλανδία να κατέχει την πρώτη θέση με ποσοστό πληρότητας 92% και τις Κάτω Χώρες να κατέχουν τη χειρότερη θέση με ποσοστό πληρότητας μόλις 49%.
Σε ό,τι αφορά τις ημέρες νοσηλείας, η Ελλάδα κατέχει μία από τις καλύτερες θέσεις με 5,4 ημέρες, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 6,1 ημέρες. Καλύτερη επίδοση καταγράφει η Δανία με μόλις 3,6 ημέρες νοσηλείας και τη χειρότερη η Κροατία με 8,4 ημέρες.
Χαμηλές επιδόσεις καταγράφονται και στα εξιτήρια που δίδονται καθημερνά σε ένα νοσοκομείο, με την Ελλάδα το ποσοστό αυτό να είναι μόλις 13%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 26%.
Στον συγκεκριμένο τομέα η αξιολόγηση της Ελλάδας είναι χαμηλή καθώς το σύστημα είναι νοσοκομειακόκεντρικό και σύμφωνα με την έκθεση γίνεται άσκοπη χρήση των ακριβών πόρων για περιστατικά που δεν χρήζουν νοσοκομειακής φροντίδας και που μπορεί να αντιμετωπιστούν σε δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Η Ελλάδα συνολικά αξιολογείται αρνητικά «με το επίπεδο της απόδοσης να είναι κάτω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», με τα αποτελέσματα να «υποδεικνύουν μια πιθανή ανάγκη για πολιτική μεταρρύθμιση στον τομέα της νοσοκομειακής περίθαλψης». Σημειώνεται πάντως ότι στον τομέα αυτό, ειδική αναφορά γίνεται στη Βουλγαρία η οποία έχει υψηλές νοσοκομειακές δαπάνες, πολλές νοσοκομειακές κλίνες, χαμηλή πληρότητα και λίγα εξιτήρια ημερησίως.
Φαρμακευτική δαπάνη
Τη χειρότερη θέση στην Ευρώπη κατέχει η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τη φαρμακευτική δαπάνη. Σύμφωνα με τη μελέτη (επικαλείται στοιχεία από το 2011 και μετά) η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα μας ανέρχεται σε 1,9% ως ποσοστό του ΑΕΠ, όταν η αμέσως χειρότερη επίδοση καταγράφεται στην Ιρλανδία με ποσοστό 1,2% του ΑΕΠ. Η καλύτερη επίδοση εντοπίζεται στη Δανία με ποσοστό μόλις 0,4% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος της Ευρώπης διαμορφώνεται στο 0,9% του ΑΕΠ.
Αρνητικές επιδόσεις καταγράφει η Ελλάδα σε ό,τι αφορά και το ποσοστό που καταλαμβάνει η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στο σύνολο των δαπανών για την Υγεία. Ειδικότερα, η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη «απορροφά» 32,9% του συνόλου των δαπανών που διατίθενται για την υγεία στην Ελλάδα, όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 14,8%!
Ανάλογη είναι και η εικόνα που αφορά τη συμμετοχή των πολιτών στη φαρμακευτική δαπάνη. Όπως προκύπτει από την έκθεση αξιολόγησης, η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη αφορά ποσοστό 89% του συνόλου της φαρμακευτικής δαπάνης, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος της Ευρώπης είναι 59%. Ο συγκεκριμένος δείκτης κατατάσσει τη χώρα μας στη δεύτερη θέση. Στην πρώτη -χειρότερη- θέση (στον συγκεκριμένο δείκτη) βρίσκεται το Ηνωμένο Βασίλειο, με τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη να κατέχει ποσοστό 90% του συνόλου της φαρμακευτικής δαπάνης.
Όσον αφορά την κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) η Ελλάδα διεκδικεί αρνητική πρωτιά με 421 ευρώ, όταν ο μέσος όρος είναι μόλις στα 224 ευρώ. Η καλύτερη «επίδοση» καταγράφεται στην Δανία με 113 ευρώ.
Απογοητευτική είναι η εικόνα και στον τομέα των γενοσήμων και σε ό,τι αφορά το μερίδιο αγοράς τους σε όγκο όσο και σε αξία. Πιο αναλυτικά, η διείσδυση των γενοσήμων στην αγορά φαρμάκων φθάνει στο 38% σε όγκο, δίνοντας στην Ελλάδα την 7η θέση (μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 47%). Αντίστοιχα η διείσδυση των γενοσήμων σε αξίες είναι μόλις 16%, όταν ο μέσος όρος είναι 22%. Σε όγκο, τη χειρότερη θέση κατέχει η Αυστρία με ποσοστό διείσδυσης 27% και σε αξίες η Σουηδία με ποσοστό διείσδυσης μόλις 12%. Οι καλύτερες επιδόσεις εντοπίζονται σε Λετονία με ποσοστό 79% (σε όγκο) και σε αξίες σε Ρουμανία (ποσοστό 40%) και Πολωνία (ποσοστό 40%).
Στο 5,7% του ΑΕΠ έναντι 5,7% του μέσου κοινοτικού όρου
Ουδέτερη αξιολόγηση για τις δημόσιες δαπάνες υγείας
«Ουδέτερη» είναι η αξιολόγηση των Ευρωπαίων εμπειρογνωμόνων για τις δημόσιες δαπάνες υγείας, κατατάσσοντας τη χώρα μας περίπου στη μέση στη σχετική κατάταξη. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία ανέρχονται σε 5,9% του ΑΕΠ, με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο να είναι στο 5,7%. Την πρώτη θέση κατέχει το Ηνωμένο Βασίλειο με ποσοστό 7,8% του ΑΕΠ και στην τελευταία θέση βρίσκεται η Κύπρος με ποσοστό μόλις 3,2% του ΑΕΠ. Ωστόσο, σύμφωνα με την πρόβλεψη της Επιτροπής, οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία αναμένεται να μειωθούν έως το 2060 (λόγω παραγόντων όπως η γήρανση του πληθυσμού, που οδηγεί σε αύξηση της χρήσης υπηρεσιών και προϊόντων) και να διαμορφωθούν από 1,3%-1,7% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην Ευρώπη. Το σχετικό σενάριο για την χώρα μας προβλέπει κατακόρυφη μείωση της δημόσιας δαπάνης υγείας τις επόμενες δεκαετίες στο 0,9-1,2% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας την Ελλάδα σε μία από τις τελευταίες θέσεις.
Βέβαια, η έκθεση εκτιμά ότι όσο υψηλότερη είναι η δαπάνη τόσο μη βιώσιμο δημοσιονομικά θεωρείται ένα σύστημα υγείας. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, τα υψηλότερα επίπεδα των δαπανών για την υγεία μπορεί να δημιουργήσουν υψηλότερη πρόκληση για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας. Εκτιμά, μάλιστα, ότι ένα αυξανόμενο μερίδιο των δαπανών υγείας στο σύνολο της κυβέρνησης μπορεί να περιορίσει το δημοσιονομικό περιθώριο για κρατικές δαπάνες σε άλλους τομείς της οικονομίας και να οδηγήσει ακόμη και σε αύξηση της φορολογίας. Συνολικά στην Ελλάδα η δημόσια δαπάνη για την υγεία ανέρχεται σε 1.296 ευρώ (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης), όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος (των «28») είναι 1.485 ευρώ.
Κατάσταση υγείας
«Κατρακύλησε» η κατάσταση υγείας του ελληνικού πληθυσμού και κυρίως των ανδρών τα τελευταία χρόνια. Το προσδόκιμο επιβίωσης «έπεσε» στα 77,8 χρόνια για τους άνδρες και στα 82,3 χρόνια για τις γυναίκες. Την ίδια στιγμή, υψηλά είναι τα ποσοστά θνησιμότητας τόσο των ενηλίκων όσο και των βρεφών.
Στην αξιολόγηση της Επιτροπής, η χώρα μας καταλαμβάνει την 15η θέση στη γενική Ευρωπαϊκή Κατάταξη. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά το προσδόκιμο στον ανδρικό πληθυσμό, η Ελλάδα κατέλαβε την 19η θέση. Αντίστοιχα, με «16» βαθμολογήθηκε στη θνησιμότητα ενηλίκων καθώς και στη βρεφική θνησιμότητα. Λίγο καλύτερη εικόνα παρουσιάζει η βαθμολογία στις γυναίκες, όπου το προσδόκιμο επιβίωσης βαθμολογήθηκε με «13». Σύμφωνα με την Επιτροπή, η κακή κατάσταση της υγείας μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης υπηρεσιών υγείας και ως εκ τούτου σε αύξηση των δαπανών.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, τις καλύτερες επιδόσεις εμφανίζει η Γαλλία, με προσδόκιμο επιβίωσης τα 85 έτη για τις γυναίκες και τα 78 έτη για τους άνδρες. Εμφανίζει, επίσης, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας ενηλίκων ή βρεφών και καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε επίπεδο Υγείας. Στον αντίποδα βρίσκεται η Λετονία, όπου στην έκθεση γίνεται ειδική αναφορά καθώς καταγράφει ένα σχετικά χαμηλό προσδόκιμο ζωής (78,2 έτη για γυναίκες και 68,1 έτη για άνδρες), υψηλά ποσοστά θνησιμότητας και ένα υψηλό ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας.