Η ασφαλιστική αγορά βιώνει και πάλι μία περίοδο έντονης αντιπαράθεσης, όπως είχε συμβεί το διάστημα 2008-2009, με πανίσχυρες ξένες εταιρείες που πιέζουν τα ασφάλιστρα αυτοκινήτου αλλά και ασφαλίσεων περιουσίας και υγείας, και με καλές μεν αλλά με μειωμένα περιθώρια τιμολογιακών ελιγμών ελληνικές εταιρείες.
Οασφαλιστικός κλάδος από τις 26 Ιουνίου και μετά έχει μπει σε ένα περίεργο κανάλι. Τα ασφαλιστικά προϊόντα βγαίνουν κερδισμένα έναντι των τραπεζικών καθώς προσφέρουν καλύτερες αποδόσεις από τις τραπεζικές προθεσμιακές καταθέσεις, ενώ σε ό,τι αφορά τα ασφαλιστικά προϊόντα υγείας έρχονται να καλύψουν το μεγάλο κενό της κοινωνικής ασφάλισης, εάν και εφόσον οι ιδιωτικές κλινικές ξεφύγουν από τη μέγγενη των μεγάλων υποχρεώσεων, της έλλειψης ρευστότητας και της αυξημένης φορολογίας, που κάνουν την κατάσταση δυσκολότερη.
Κάτω από τις νέες συνθήκες οποιαδήποτε διεκδίκηση φορολογικών κινήτρων είναι εκτός πλαισίου συζήτησης, εκτός εάν υπάρξει κάποια παρέμβαση των ξένων πολυεθνικών ομίλων προς τους θεσμούς, όπως φημολογείται.
Κλάδος αυτοκινήτου
Ο κλάδος αυτοκινήτου θα επιβαρυνθεί περίπου 5% μεσοσταθμικά στα ασφαλιστήρια συμβόλαια και αυτό φαίνεται ότι μπορεί σε μεγάλο βαθμό να απορροφηθεί από τις εταιρείες. Άλλωστε, οι ασφαλιστικές είναι αυτές που μείωσαν τα ασφάλιστρά τους περίπου 25%-30% σε διάστημα μίας διετίας, συνεπώς ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι μία αύξηση 5% θα είναι πρόβλημα. Ωστόσο, κατά το τελευταίο διάστημα έχουν αυξηθεί θεαματικά τα ανασφάλιστα οχήματα μετά από μία περίοδο συρρίκνωσής τους.
Αλλάζει ο ρυθμός ανάπτυξης για τον κλάδο Υγείας
Νέους προβληματισμούς βάζει η «φορολογική λαίλαπα» του νέου προγράμματος-συμφωνία για τον κλάδο ασφαλίσεων υγείας. Η αλλαγή στον τρόπο φορολόγησης των ασφαλίστρων, εκτός από την αύξηση που θα επιφέρει, θα επηρεαστεί και από τις αμφίπλευρες φορολογικές αυξήσεις που θα επιβληθούν στα όποια κέρδη των νοσοκομειακών οργανισμών (κλινικές, διαγνωστικά κέντρα), αλλά και από την έλλειψη ρευστότητας, που οφείλεται στην πολιτική των claw back και rebate που επιβλήθηκαν στους παρόχους.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι στη μέση αυτού του κυκεώνα χωρίς να ευθύνονται για τα προβλήματα. Είναι ενδιάμεσοι μεταξύ ασφαλισμένων και παρόχων και καλούνται να ικανοποιήσουν και τους πελάτες τους και να είναι συνεπείς προς τους παρόχους υγείας. Η αύξηση στα ασφάλιστρα υγείας δεν μπορεί να υπολογιστεί επακριβώς καθώς το κόστος επιμερίζεται σε πολλούς φορείς.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις ασφαλιστικών, εάν θέλουν να κρατήσουν οι ασφαλιστικές ένα ικανοποιητικό περιθώριο κέρδους από τον κλάδο Υγείας θα πρέπει ή να αυξήσουν τουλάχιστον κατά 10%-12% τις πωλήσεις τους (πρωτασφαλίσεις) με τα ίδια ασφάλιστρα ή να προχωρήσουν σε τιμολογιακές αυξήσεις της τάξης του 5%-10%.
Σε ό,τι αφορά τους παρόχους, εκτός από τη συγκράτηση του λειτουργικού κόστους θα κληθούν αφενός να συνεργαστούν καλύτερα με τις ασφαλιστικές εταιρείες για το κοινό συμφέρον τους και αφετέρου θα δούμε (εάν περάσει βέβαια το πρόγραμμα της συμφωνίας) ότι για να επιβιώσουν θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε αυξήσεις των τιμολογίων υπηρεσιών, οι οποίες θα περάσουν «φιλτραρισμένες» και στα ασφαλιστήρια συμβόλαια.
Από εκεί και πέρα, τα ασφάλιστρα θα επηρεαστούν από την άνοδο των τιμών στις επιμέρους καλύψεις τους (αμοιβές γιατρών, αποζημιώσεις). Γενικότερα οδεύουμε σε μία νέα περίοδο ευρύτερης αναθεώρησης τιμολογιακών πολιτικών και έντονου ανταγωνισμού μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών που θα κληθούν να διαχειριστούν τις συμβάσεις με τα νοσοκομεία σε ένα εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον.
Η «μάχη»
Οι ξένες πολυεθνικές εταιρείες βρέθηκαν σε πιο πλεονεκτική θέση έναντι των ελληνικών εταιρειών όλο το προηγούμενο διάστημα. Είχαν μεγάλη ρευστότητα στις ξένες τράπεζες με τις οποίες συνεργάζονται, μετέφεραν τα ταμεία ημέρας στο εξωτερικό και γενικότερα είχαν την υποστήριξη των μεγάλων μητρικών τους ομίλων. Στον αντίποδα οι ελληνικές εταιρείες έμειναν εγκλωβισμένες στις κλειστές τράπεζες και προσπαθούσαν να διανείμουν τη ρευστότητα για να ικανοποιήσουν τα πάγια αιτήματα των εργαζομένων.
Μέχρι στιγμής το έχουν καταφέρει, αλλά είναι άγνωστο πώς θα αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες εάν δεν έχουν άμεση πρόσβαση στις προθεσμιακές τους καταθέσεις ή δεν καταφέρουν να πωλήσουν επενδυτικά προϊόντα (μετοχές, ομόλογα) λόγω της λειτουργίας των τραπεζών. Η ασφαλιστική αγορά βιώνει και πάλι μία περίοδο έντονης αντιπαράθεσης, όπως είχε συμβεί το διάστημα 2008-2009, με πανίσχυρες ξένες εταιρείες που πιέζουν τα ασφάλιστρα αυτοκινήτου αλλά και ασφαλίσεων περιουσίας και υγείας και με καλές μεν αλλά με μειωμένα περιθώρια τιμολογιακών ελιγμών ελληνικές εταιρείες.
Η φορολογία «πνίγει» τους διαμεσολαβούντες
Ο κλάδος που μαστίζεται από την έλλειψη ρευστότητας και επηρεάζεται από τη γενικότερη ύφεση σε κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα θα κληθεί να φορολογηθεί με συντελεστή 29% (από 26% που ήταν μέχρι πέρυσι), ενώ το χειρότερο γι' αυτούς θα είναι η προκαταβολή 100% του φόρου σε μία περίοδο εξαιρετικά πιεσμένη. Η εκτιμώμενη αύξηση της ύφεσης το 2015 θα επηρεάσει ακόμη περισσότερο τις ασφαλιστικές εργασίες των διαμεσολαβούντων. Ωστόσο και κόντρα στις συνθήκες, ο κλάδος έχει δείξει μεγάλη ωριμότητα και συνέπεια.