Μπορεί η «απόσυρση» της έκτακτης εισφοράς να ικανοποίησε την αγορά, ωστόσο η αύξηση της εταιρικής φορολογίας στο 29% και η «μαζική» μετατόπιση του ΦΠΑ αρκετών προϊόντων στο 23% προβληματίζουν έντονα τις επιχειρήσεις, οι οποίες -για ακόμη μια φορά τα πέντε τελευταία χρόνια- βλέπουν να ανατρέπεται ο σχεδιασμός τους.
Όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, οι νέες επιβαρύνσεις, που πηγάζουν από τη συμφωνία της κυβέρνησης με τους θεσμούς, αναμένεται να επιδεινώσουν την ήδη βεβαρημένη κατάσταση αρκετών επιχειρήσεων, ενώ εκτιμούν πως οι νέοι φορολογικοί συντελεστές σε συνδυασμό με το κλείσιμο των τραπεζών θα δώσουν τη χαριστική βολή σε κάποιες εταιρείες, οι οποίες βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο και αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Φόβοι, ωστόσο, εκφράζονται και για το «πάγωμα» των προγραμματισμένων επενδύσεων, οι οποίες αποφασίσθηκαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες και άλλα δεδομένα για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας. Πολλές εταιρείες εκτιμάται πως θα επανεξετάσουν το επενδυτικό τους πλάνο, καθώς τα προσδοκώμενα κέρδη σε μια οικονομία που βυθίζεται ξανά στην ύφεση τίθενται εν αμφιβόλω.
Η μετατόπιση του φορολογικού συντελεστή σε επίπεδα κοντά στο 30% σε συνδυασμό με το υπόλοιπο επενδυτικό περιβάλλον (π.χ. γραφειοκρατία, κίνητρα, ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης) αναμένεται να εμποδίσει και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, που τόσο έχει ανάγκη η χώρα τη δεδομένη στιγμή. Παρότι το ύψος του φορολογικού συντελεστή στις επιχειρήσεις δεν αποτελεί από μόνο του αποτρεπτικό παράγοντα, η ραγδαία αύξησή του τα τελευταία πέντε χρόνια -από 20% που ήταν το 2010 πριν από το πρώτο Μνημόνιο, ανέβηκε στο 26% και σήμερα φθάνει στο 29%- έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών, οι οποίοι αναζητούν σταθερό περιβάλλον για να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους.
«Οι συνεχείς αλλαγές στο φορολογικό πλαίσιο καθιστούν αδύνατη τη σύνταξη ενός μακροπρόθεσμου business plan τριετούς ή πενταετούς διάρκειας, το οποίο είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία μιας επιχείρησης, αφού με βάση αυτό καθορίζεται το κόστος λειτουργίας και λαμβάνονται όλες οι κρίσιμες αποφάσεις. Δυστυχώς, στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός είναι εξαιρετικά δύσκολος.
Από το 2010, οπότε εφαρμόσθηκε το πρώτο Μνημόνιο, έγιναν δύο πολύ σοβαρές αλλαγές στο φορολογικό πλαίσιο, και παράλληλα πολλές άλλες σε επιμέρους φορολογικά ζητήματα», επισημαίνει στην «Η» ο κ. Χρήστος Κρέστος, γενικός διευθυντής του Φορολογικού Τμήματος της KPMG. Ζημιά όμως έγινε και από τις παλινωδίες της κυβέρνησης στο θέμα της έκτακτης εισφοράς. «Το μήνυμα που εκπέμπεται στο εξωτερικό για την αντιμετώπιση που έχουν οι επιχειρήσεις στη χώρα είναι προβληματικό. Εύλογα δημιουργείται το ερώτημα στους ξένους εάν κάποια στιγμή επανέλθει στο μέλλον το ζήτημα αυτό», σημειώνει το στέλεχος της KPMG.
«Κλειδί» η σταθερότητα
Ο κ. Κρέτσος ξεκαθαρίζει ωστόσο ότι κρίσιμος παράγοντας για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων δεν είναι τόσο οι φόροι, όσο η σταθερότητα του φορολογικού πλαισίου, και επικαλείται παραδείγματα χώρων με υψηλότερους συντελεστές από την Ελλάδα (βλ. πίνακα), οι οποίες αποτελούν «πόλο έλξης» ξένων επενδυτών. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, όπως λέει, πως χώρες με μικρότερο συντελεστή, μεταξύ των οποίων και γειτονικές των Βαλκανίων, δεν μπορούν να προσελκύσουν ικανό αριθμό επενδύσεων. Για τον κ. Κρέτσο, «κλειδί» για την αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας είναι η ενσωμάτωση των υπόλοιπων μέτρων της συμφωνίας και η υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα δώσουν ώθηση στην επιχειρηματικότητα.