Ανάλυση της κατάστασης στην Ελλάδα μετά το νέο μνημόνιο αλλά και τις τομές που πρέπει να γίνουν στην κοινωνία, κάνουν οι FT σε νέο άρθρο του.
Οπως τονίζουν οι αναλυτές είτε με ευρώ είτε με δραχμή πρέπει να γίνουν ριζικές μεταρρυθμίσεις ενώ επισημαίνουν ότι: «Ο μεγάλος κίνδυνος του λεγόμενου Grexit είναι πως το κίνητρο για αλλαγή θα εξανεμιζόταν. Το μέλλον της Ελλάδας θα ήταν σαν αυτό μιας Βενεζουέλας της Ευρώπης, αλλά χωρίς το πετρέλαιο».
Αναλυτικά το άρθρο:
Υπάρχει ένα αγαπημένο απόφθεγμα των Βρετανών πολιτικών που λέει ότι ένας τρόπος για να κρατήσεις ένα μυστικό είναι να το ανακοινώσεις στην Βουλή των Κοινοτήτων. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και στην Ευρώπη.
Η απόφαση αυτής της εβδομάδας για να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ δημιουργεί δύο ερωτήματα: αν θα λειτουργήσει και τι θα γίνει για να ενισχυθεί η νομισματική ένωση της Ευρώπης. Είναι λυπηρό, αλλά η απάντηση στο πρώτο είναι «μάλλον όχι». Όσο για την μυστική συνταγή που θα διασφαλίσει το μέλλον του ευρώ, δημοσιεύτηκε πριν από 25 χρόνια.
Η προφανής διαπίστωση για το τελευταίο σχέδιο διάσωσης είναι πως οι σκληροί του όροι είναι αναπόφευκτοι όσο και αντι-παραγωγικοί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα χρειάζεται ριζικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το αν τελικά θα μείνει στον ενιαίο νόμισμα ή θα επιστρέψει στην δραχμή. Η καταπολέμηση των πελατειακών σχέσεων και της φοροδιαφυγής αποτελούν προαπαιτούμενα για να γίνει η Ελλάδα μια σύγχρονη και λειτουργική δημοκρατία. Ο μεγάλος κίνδυνος του λεγόμενου Grexit είναι πως το κίνητρο για αλλαγή θα εξανεμιζόταν. Το μέλλον της Ελλάδας θα ήταν σαν αυτό μιας Βενεζουέλας της Ευρώπης, αλλά χωρίς το πετρέλαιο.
Aυτό που είναι επίσης αλήθεια είναι ότι οι πιστωτές – και πάνω από όλους η Γερμανία – έχουν αφήσει την δικαιολογημένη οργή και αγανάκτηση τους με τους θεατρινισμούς της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα να συσκοτήσει την κρίση τους για την μορφή της νέας συμφωνίας. Η τελευταία αξιολόγηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την φρικτή κατάσταση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία μας είπε ότι ήδη ξέραμε: όπως και αν το πάρει κανείς, η Αθήνα χρειάζεται μια μεγάλη ελάφρυνση χρέους.
Στο Βερολίνο θεωρούν ότι αυτό δεν είναι ένα άμεσο πρόβλημα. Το βάρος για την εξυπηρέτηση του χρέους είναι αυτήν την στιγμή σχετικά χαμηλό. Αλλά οι Γερμανοί αξιωματούχοι αγνοούν την πολιτική ψυχολογία. Ο ελληνικός λαός χρειάζεται κίνητρα για να ενστερνιστεί την αλλαγή, να δει φως στο τέλος του τούνελ. Οι πιθανότητες να δεσμευτεί η Αθήνα σε ένα νέο πρόγραμμα είναι μικρές. Χωρίς την υπόσχεση μιας ελάφρυνσης του χρέους, είναι μηδενικές.
Καθώς θα προχωρούν οι διαπραγματεύσεις τις επόμενες εβδομάδες, οι πιστωτές θα πρέπει να είναι ευέλικτοι για τους βραχυπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς κεϋνσιανός για να πιστεύει ότι η λιτότητα είναι αντι-παραγωγική. Θα έπρεπε να υπάρχει ένα αντιστάθμισμα με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Όσα περισσότερα κάνει η Αθήνα για να αντιμετωπίσει την διαφθορά και να επιτρέψει στις αγορές να λειτουργήσουν, τόσο λιγότερο επικεντρωμένοι στο πρωτογενές της πλεόνασμα θα είναι οι επενδυτές.
Ακούω πολιτικούς στο Βερολίνο να αντιτείνουν ότι η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ έχει προβλήματα στην Bundestag. Το κόμμα της δεν θα δεχθεί καμία υποχώρηση. Η απάντηση είναι πολύ άμεση. Αν η κ. Μέρκελ θέλει να κρατήσει το ευρώ ζωντανό, τότε και η Γερμανία πρέπει να αντικρίσει την πραγματικότητα. Οι ηγέτες κάποιες φορές πρέπει να ξοδέψουν κεφάλαιο που έχουν συσσωρεύσει. Εκτός και αν η κ. Μέρκελ θέλει να μείνει στην Ιστορία ως αυτή που προκάλεσε την διάλυση της Ευρώπης.
Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων- και παραδέχομαι ότι είναι δύσκολο να είναι κανείς αισιόδοξος – παραμένουν βαθιές αμφιβολίες για το μέλλον του ευρώ. Είναι αλήθεια ότι οι Αγγλοσάξονες οικονομολόγοι προβλέπουν την άμεση κατάρρευση του τα τελευταία πέντε χρόνια και έκαναν κάθε φορά λάθος, κυρίως γιατί δεν δίνουν την απαραίτητη προσοχή στην πολιτική. Αλλά η διάσωση του ενιαίου νομίσματος είναι ένα πράγμα και άλλο το μακροπρόθεσμο μέλλον του.
Για την ώρα, το ευρώ είναι εγκλωβισμένο σε μια «ουδέτερη ζώνη». Ενδεχομένως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έξυπνοι αξιωματούχοι στο Βερολίνο ξαναδιαβάζουν την έκθεση που συντάχτηκε τον Απρίλιο του 1989 από μια επιτροπή κεντρικών τραπεζιτών και ειδικών. Υπό την προεδρία του Ζακ Ντελόρ, του τότε προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η επιτροπή ανέλαβε το έργο να δημιουργήσει το σχέδιο για ένα κοινό νόμισμα. Η Εκθεση για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ήταν ακριβώς αυτό.
Πολλοί από τους συντάκτες της έκθεσης Ντελόρ είχαν αμφιβολίες για το αν θα προχωρήσει. Ως οικονομικός συντάκτης των Financial Times, ενημερώθηκα από ανώτατα στελέχη στην Φρανκφούρτη να μην δώσω μεγάλη σημασία στο σχέδιο, αν και ο Καρλ Ότο Πολ, τότε προέδρος της Bundesbank, ήταν μια από τις βαρύνουσες υπογραφές. Οι Γερμανοί, μου είπανε, δεν θα συναινούσαν ποτέ να παραδώσουν τo μάρκο.
Οι συντάκτες, ωστόσο, δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι έξι μήνες αργότερα το Τείχος του Βερολίνου θα έπεφτε, μεταμορφώνοντας την πολιτική δυναμική της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο Γερμανός Χέλμουτ Κολ πήρε την ενοποίηση της Γερμανίας και ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Γάλλος πρόεδρος, εξασφάλισε την οικονομική και νομισματική ένωση.
Εκτός από το ότι η τελευταία αυτή πρόταση δεν είναι εντελώς σωστή. Αυτό που συμφωνήθηκε δύο χρόνια αργότερα στο Μάαστριχ ήταν μια νομισματική ένωση. Το κομμάτι για την «οικονομική» ένωση είχε εγκαταλειφθεί, γιατί η Γαλλία μεταξύ άλλων, δεν ήθελε να εγκαταλείψει την εθνική της κυριαρχία.
Επιλέγοντας μια αυστηρά νομισματική ένωση, οι ηγέτες της Ε.Ε. παρέκαμψαν την βασική ένταση που ακόμα ταλαιπωρεί το ευρώ. Που βρίσκεται η ισορροπία ανάμεσα στην αλληλεγγύη – έναν προϋπολογισμό της ευρωζώνης και μεταφορές από τις πλούσιες στις πιο φτωχές χώρες – και την συλλογική ευθύνη των αμοιβαία δεσμευτικών οικονομικών και δημοσιονομικών κανονισμών;
Η Επιτροπή είχε προβλέψει ότι η ευρωζώνη δεν μπορούσε να δημιουργηθεί με πρότυπο τις ΗΠΑ. Τα ευρωπαϊκά κράτη δεν θα παραχωρούσαν ποτέ μεγάλο μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας. Αλλά η έκθεση υπογράμμιζε ότι η οικονομική ένωση απαιτούσε σοβαρούς περιορισμούς στην λήψη αποφάσεων σε εθνικό επίπεδο και σε περιόδους κρίσεων, τις μεταφορές πόρων από τον επίσημο τομέα.
Με λίγα λόγια η ευθύνη και η αλληλεγγύη θα συνυπήρχαν...