Ορθώς δεν συμμετέχει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στη βαθύτατα ελαττωματική δανειοδοτική συμφωνία που έχουν διαπραγματευθεί οι Ευρωπαίοι με την Ελλάδα.
Η εφαρμογή εσφαλμένων οικονομικών πολιτικών, μια επιδίωξη της Γερμανίας και των υπολοίπων πιστωτών στην Ευρώπη, έχουν οδηγήσει τη χώρα σε βαθιά ύφεση και την επιβάρυναν με ένα δυσβάσταχτο χρέος.
Με αυτήν την τελευταία απόπειρα διάσωσης της Ελλάδας θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο η οικονομική κατάσταση της χώρας, θέτοντας νέους όρους για τη μείωση των δαπανών και αυξάνοντας τους φόρους. Σημειώνεται ότι το χρέος της Ελλάδας θα φθάσει στο 200% του ΑΕΠ από το 170% που ισχύει σήμερα.
Το ΔΝΤ, το οποίο συμμετείχε στα δύο προηγούμενα προγράμματα για την Ελλάδα, έχει ξεκαθαρίσει πως δεν μπορεί να δανείσει πρόσθετα κεφάλαια στη χώρα διότι το χρέος της δεν είναι βιώσιμο. Σε επίσημη ανακοίνωση που δημοσιοποιήθηκε την Παρασκευή, η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε πως οι πιστωτές της Ελλάδας οφείλουν να παρέχουν «σημαντική ελάφρυνση χρέους» στην Ελλάδα. Τον περασμένο μήνα, το Ταμείο πρότεινε είτε τη μείωση των υποχρεώσεων της χώρας, είτε την παράταση του χρόνου αποπληρωμής σε μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα, ακόμη και μια 30ετία.
Αυτή η στάση του Ταμείου ως προς τη διαχείριση του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ πιο απόλυτη σε σχέση με το παρελθόν. Το 2010 δεν είχε επιμείνει τόσο δυναμικά και αυστηρά σε μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Και αυτό ήταν μεγάλο λάθος διότι έτσι η Ελλάδα βρέθηκε να είναι επιβαρυμένη με αρκετά υψηλότερο χρέος σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα, ενώ η κυβέρνηση δεν είχε πια τα περιθώρια να εφαρμόσει μέτρα για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας λόγω των περιορισμών που εμπεριέχουν τα δανειοδοτικά προγράμματα. Σήμερα, η τοποθέτηση της κ. Λαγκάρντ, η οποία υπήρξε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας πριν αναλάβει τα ηνία του Ταμείου, φέρει ιδιαίτερο βάρος. Και αυτό γιατί η Γερμανίδα καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, επιθυμεί τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο νέο δανειοδοτικό πρόγραμμα λόγω της εμπειρίας που κατέχουν οι εμπειρογνώμονες του Ταμείου ως προς τη διαχείριση χρηματοπιστωτικών κρίσεων.
Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν διατυπώσει αόριστες δηλώσεις για μια ελάφρυνση χρέους στην Ελλάδα, υπονοώντας πως θα εξέταζαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο σε μια χρονική στιγμή αλλά όχι άμεσα. Αυτή η διακριτική στάση των Ευρωπαίων ως προς αυτό το επίμαχο ζήτημα για την Ελλάδα αποδίδεται στο γεγονός ότι αρκετά μέλη των κοινοβουλίων και οι ψηφοφόροι σε άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης θεωρούν ότι η Ελλάδα δεν έχει εξαντλήσει κάθε περιθώριο για την ολοκλήρωση οικονομικών και δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων προκειμένου να γίνει η χώρα πιο παραγωγική.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο νυν πρωθυπουργός της Ελλάδας, Αλέξης Τσίπρας, θα πρέπει να λάβει πρόσθετα μέτρα ώστε να ενισχυθεί η οικονομική προοπτική της χώρας. Ωστόσο, ακόμη και εάν εφαρμόσει όλους τους όρους που έχουν τεθεί από τους πιστωτές της Ελλάδας –συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των συντάξεων, της απλούστευσης των κανόνων που διέπουν κρίσιμους τομείς στην οικονομία και της ιδιωτικοποίησης εταιρειών που ελέγχονται από το κράτος- δεν είναι δυνατή η αποπληρωμή αυτού του χρέους.
Η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει 300 δισ. ευρώ ακόμη και με την υλοποίηση όλων των όρων του δανειοδοτικού προγράμματος. Ως εκ τούτου, αντί να οδηγηθεί η Ελλάδα σε άτακτη χρεοκοπία μετά από λίγα χρόνια, είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης να δώσει βάρος στις συμβουλές του Ταμείου και να αποδεχτεί σήμερα μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.