Ο πρώτος κύκλος των μέτρων έκλεισε με την ψήφιση από τη Βουλή των προαπαιτούμενων, όπως η κυβέρνηση τα είχε συμφωνήσει με τους εκπροσώπους των δανειστών.
Μέτρα σκληρά που οδηγούν σε μεγάλες αυξήσεις φόρων, σε μειώσεις στις συντάξεις, σε βίαιες ανατροπές στα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης.
Τώρα βρισκόμαστε στην προετοιμασία ενός δεύτερου κύκλου μέτρων, που αναμένεται να ψηφιστούν τον Οκτώβριο και θα έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά.
Με μια πρώτη ανάλυση των μέτρων αυτών, το συμπέρασμα στο οποίο μπορεί εύκολα να καταλήξουμε είναι ότι θα την πληρώσουν για μια ακόμη φορά οι «συνήθεις ύποπτοι».
Ο συνεπής επαγγελματίας που δεν μπορεί ή δεν θέλει να φοροδιαφεύγει θα πληρώσει πολύ περισσότερους φόρους από την αύξηση του φορολογικού συντελεστή και την περαιτέρω αύξηση της προκαταβολής φόρου.
Ο καταναλωτής ήδη πληρώνει αυξημένα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες από τις αναπροσαρμογές των συντελεστών του ΦΠΑ, που σε πολλές περιπτώσεις δεν θα αποδοθεί στο Δημόσιο, αλλά θα παραμείνει στις τσέπες των επιχειρηματιών.
Ο συνταξιούχος θα δει τη σύνταξή του να μειώνεται για μία ακόμη φορά και σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις δραματικά.
Ο αγρότης που πληρώνει με συνέπεια κάθε χρόνο τις εισφορές του στον ΟΓΑ θα υποχρεωθεί να καταβάλει διπλάσια ή και τριπλάσια εισφορά.
Ο μισθωτός και ο μικρομεσαίος επαγγελματίας βλέπουν το διαθέσιμο εισόδημά τους να μειώνεται ακόμη περισσότερο μετά την αύξηση των έμμεσων φόρων.
Ο άνεργος, που σηκώνει τον σταυρό του δικού του μαρτυρίου, διαπιστώνει για μια ακόμη φορά να μην ασχολείται κανένας μαζί του, να μην υπάρχει σχέδιο για ανάπτυξη, για επενδύσεις, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Όλα αυτά έρχονται μετά από μια περίοδο ενός τουλάχιστον έτους, κατά την οποία πολλοί είχαν πιστέψει ότι είχαμε περάσει τον κάβο και είχε έρθει η ώρα να αλλάξουμε, έστω και με μικρά βήματα, πορεία.
Μπορούσαν όμως τα πράγματα να είναι διαφορετικά;
Μπορούσαμε να αποφύγουμε αυτά τα νέα πολύ επώδυνα μέτρα;
Η απάντηση είναι ότι μπορούσαμε μετά από δύο βαριά μνημόνια, να έχουμε αποφύγει το σκληρότερο τρίτο μνημόνιο που συμφωνήσαμε με τους εταίρους όπως - όπως και ψηφίζουμε αυτή την περίοδο.
Για να επιτευχθεί όμως ένας τέτοιος στόχος προαπαιτούμενα ήταν:
Πρώτον, να μη «σχίζουμε» με τόση ευκολία τα μνημόνια, αμέσως μετά τις ευρωεκλογές και καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο, αποδεικνύοντας έτσι ότι είμαστε έτοιμοι να επαναφέρουμε τη χώρα στην προ μνημονίων περίοδο, δηλαδή στις γενεσιουργές των μνημονίων αιτίες.
Δεύτερον, να έχουμε αποδείξει ότι υπάρχει συναίσθηση της πραγματικότητας και χρειάζεται ακόμη πολύ μεγάλη προσπάθεια για να σταθεί η χώρα όρθια και να μπορέσει να θεραπεύσει τις πληγές της. Ετσι λοιπόν δεν θα έβγαινε ως κυβερνητικό πρόγραμμα, ένα ανεφάρμοστο πλαίσιο παροχών τύπου Θεσσαλονίκης και δεν θα έμενε η χώρα μετέωρη για έξι μήνες, έρμαιο των ιδεοληψιών και της υποσχεσιολογίας.
Τρίτον, να έχουμε ένα πρόγραμμα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, με το οποίο να παρουσιαστούμε στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και να πείσουμε ότι δεν χρειάζεται να αυξήσουμε τους άμεσους φόρους και τον ΦΠΑ, γιατί έχουμε σχέδιο να εισπράξουμε και από εκείνους που δεν πληρώνουν. Έχουμε σχέδιο να βελτιώσουμε τα έσοδα των ταμείων, έτσι ώστε να μη χρειαστούν νέες περικοπές στις συντάξεις. Έχουμε αυτό το σχέδιο για τον περιορισμό της γραφειοκρατίας, αυτό για τις ιδιωτικοποιήσεις, αυτό για τις επενδύσεις, αυτό για το αναπτυξιακό μας μοντέλο κ.ο.κ.
Όλα αυτά όπως είναι γνωστό δεν υπήρξαν ως αντίβαρο στις απαιτήσεις των δανειστών, με αποτέλεσμα να επιβάλουν εκείνοι τα δικά τους προαπαιτούμενα, τα οποία θα υποστεί για μια ακόμη φορά ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας που πλήρωσε τα δύο προηγούμενα μνημόνια και υποχρεώνεται να πληρώσει και το τρίτο.
Όμως, σήμερα δεν έχει και δεν μπορεί πλέον ο ίδιος πολίτης να ξαναπληρώσει. Και οι στόχοι δεν θα επιτευχθούν και ο φαύλος κύκλος της ύφεσης θα συνεχιστεί και οι ανισότητες θα διευρυνθούν.
Ετσι, λοιπόν, μαζί με την προσπάθεια να αλλάξουμε την Ευρώπη, ας κάνουμε και λίγη προσπάθεια να αλλάξουμε εμείς, σε όσα τουλάχιστον μας αναλογούν.