Τα «κόκκινα» δάνεια είναι μία πραγματικότητα και κανείς πλέον δεν μπορεί να αγνοήσει.
Ούτε οι τραπεζίτες, ούτε η πολιτεία, αλλά ούτε και οι δανειστές είναι σε θέση να προσπεράσουν το πρόβλημα.
Το συνολικό ύψος των μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών και επιχειρηματικών δανείων ξεπερνούν πλέον τα 100 δισ. και αποτελούν πληγή τόσο για τις τράπεζες όσο και για την κοινωνία.
Ελάχιστα απ' αυτά τα δάνεια που κατέστησαν ληξιπρόθεσμα οφείλονται σε σκοπιμότητα και κακοτροπίες των δανειοληπτών.
Είναι αποτέλεσμα αδυναμίας, λόγω της οικονομικής κρίσης και της ανατροπής όλων των δεδομένων που υπήρχαν κατά την υπογραφή των δανειακών συμβάσεων.
Σαφώς και κατά καιρούς επιχειρήθηκε η λύση του προβλήματος, αλλά όλες οι προσπάθειες αποδείχθηκαν ατελείς.
Ούτε η πλήρης κατάργηση της απαγόρευσης των πλειστηριασμών προσφέρεται ως ιδανική λύση, ούτε συμφέρουσα και χωρίς σοβαρές παρενέργειες για τις τράπεζες αλλά και τα συναλλακτικά ήθη είναι η γενική εφαρμογή μίας σεισάχθειας.
Η επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής, η παροχή διευκολύνσεων για τη διευθέτηση του χρέους νοικοκυριών και επιχειρήσεων που βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία είναι κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση.
Οι εκπρόσωποι των τραπεζών προφανώς και δεν θέλουν να καταστήσουν τα ιδρύματα κτηματομεσιτικά γραφεία έχοντας στο χαρτοφυλάκιό τους χιλιάδες διαμερίσματα, κουφάρια εργοστασίων και κτίρια γραφείων ή καταστημάτων.
Κυβέρνηση και κουαρτέτο οφείλουν να βρουν μία μέση λύση.