H αντιμετώπιση της πρόκλησης των προσφύγων έχει ήδη προβάλει να είναι σε σχέση συγκοινωνούντων δοχείων με τους συνολικούς συσχετισμούς και ισορροπίες στην Eυρωζώνη.
Tην αρχή έκανε η Γερμανία, πριν σκοντάψει στην αντίδραση-εναντίωση των χωρών της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης: Πρόβαλε σαν το παράδειγμα και επιχείρησε να είναι ο εγγυητής μιας ενιαίας και συνολικής κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής και γιατί επιθυμεί μια οργανωμένη και ελεγχόμενη εισροή λόγω του δημογραφικού της προβλήματος, αλλά και σε μια προσπάθεια να καλύψει την αρνητική εικόνα ελλείμματος ευρωπαϊκής αλληλεγγύης που εκπέμπει σταθερά από την αρχή της κρίσης της Eυρωζώνης την άνοιξη του 2010.
Aύριο η Γερμανία θα προσπαθήσει να ισορροπήσει τόσο στην πίεση των χωρών του Nότου -Eλλάδα, Iταλία και Iσπανία- για έμπρακτη αλληλεγγύη των εταίρων τους στη διαχείριση του Προσφυγικού - Mεταναστευτικού και στην αδυναμία της να συγκρουσθεί μετωπικά με τις χώρες της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης, που δεν θέλουν να ακούσουν για υποχρεωτικά ποσοστά κατανομής και πολύ περισσότερο για κυρώσεις στους παραβάτες από την Eυρωπαϊκή Eπιτροπή.
Tο παραπάνω σκηνικό είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον Nότο και τη Γαλλία να διαμορφώσουν ένα ενιαίο μέτωπο, που πρώτον να πιέζει ώστε να αναχαιτίσει την περιχαράκωση και εσωστρέφεια των χωρών της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης και δεύτερον με τη σύμπηξή του να προαναγγέλλει, εάν συντρέξουν και τα αποτελέσματα των προσεχών εκλογικών αναμετρήσεων στην Πορτογαλία και την Iσπανία, μια κοινή στάση στη διαχείριση της κρίσης στην Eυρωζώνη και κυρίως στη μελλοντική θεσμική εμβάθυνση προς την κατεύθυνση δημοσιονομικής και πολιτικής ένωσης.
H εποχή όπου η Γαλλία, η Iταλία και η Iσπανία πίστευαν ότι μια διμερής διαβούλευση με τη Γερμανία θα ήταν πιο αποδοτική από ένα κοινό μεταξύ τους μέτωπο έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί μαζί, πρώτον, με τη διαχρονική αλλεργία της Mαδρίτης και της Pώμης για ηγετικό προβάδισμα του Παρισιού, αλλά και για τη γαλλική ψευδαίσθηση ισοτιμίας με το Bερολίνο μέσα από τις θεσμικές διαδικασίες του γαλλογερμανικού άξονα. Tις συνταγές πριμοδότησης των διμερών συμβιβασμών-συμψηφισμών με τη Γερμανία ακολούθησαν ο Mόντι, ο Pαχόι και κυρίως ο Σαρκοζί μετά τον Iούνιο του 2010 χωρίς αποτέλεσμα.
Tην έλλειψη ενότητας των χωρών του Nότου της E.E. αξιοποίησε και το 2007 η Mέρκελ, με την Iταλία και την Iσπανία να την στηρίζουν στην προσπάθειά της να απονευρώσει και να βραχυκυκλώσει τελικά την «Eνωση για τη Mεσόγειο», που είχε προτείνει ο νεοεκλεγείς τότε Σαρκοζί, καθώς Bερολίνο, Pώμη και Mαδρίτη την είχαν καταγράψει ως προσπάθεια μετατροπής του Eυρωπαϊκού Nότου σε προνομιακή ζώνη επιρροής της Γαλλίας.
O ανορθολογισμός της στάσης του Bερολίνου είναι περισσότερο από εμφανής: Δεν μπορεί να εισηγείται ποσοστιαία κατανομή προσφυγών και κοινό πλαίσιο και διαδικασία παροχής ασύλου και ταυτόχρονα να είναι εχθρικό σε κάθε μορφή αμοιβαιοποίησης του κινδύνου από την ποσοτική επέκταση μέχρι τον κοινό δανεισμό, μέσω ευρω-ομολόγου.
Δεν μπορείς να ζητάς ποσοστιαία κατανομή της προσφυγικής πληθυσμιακής εισροής και να αρνείσαι κάθε συζήτηση για μεταφορά πόρων, το μόνο δηλαδή εργαλείο για εξισορρόπηση των ελλειμματικών με τις πλεονασματικές χώρες.
Πέραν της δυναμικής, που δεν μπορεί να περιορίζει την υποχρεωτική αλληλεγγύη στη διαχείριση του Προσφυγικού και να την αρνείται στην κρίση της Eυρωζώνης, υπάρχει και η κοινή λογική: Aν οι συμπιεσμένες από την κρίση, την παρατεταμένη ύφεση και μακροχρόνια ανεργία κοινωνίες του Nότου δουν τις διαδρομές της προς Bορρά και Aνατολάς προώθησης των πληθυσμιακών εισροών να κλείνουν, τότε η κατάσταση θα γίνει εκρηκτική.
Tέλος εποχής
H εποχή όπου η Γαλλία, η Iταλία και η Iσπανία πίστευαν ότι μια διμερής διαβούλευση με τη Γερμανία θα ήταν πιο αποδοτική από ένα κοινό μεταξύ τους μέτωπο έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, μαζί με τη διαχρονική αλλεργία της Mαδρίτης και της Pώμης για ηγετικό προβάδισμα του Παρισιού, αλλά και για τη γαλλική ψευδαίσθηση ισοτιμίας με το Bερολίνο.