Η Σύνοδος του ΟΗΕ για τηνΒιώσιμη Ανάπτυξη (Νέα Υόρκη, 25-27 Σεπτεμβρίου) υιοθετεί δέσμη 17 στόχων, συμφωνημένων από τα 193 κράτη-μέλη, για την παγκόσμια Βιώσιμη Ανάπτυξη την περίοδο 2016-2030.
Η λογική τους αναλύεται στο κείμενο «Μεταμορφώνοντας τον κόσμο μας: Η Ατζέντα 2030 για την Αειφόρο Ανάπτυξη». Οι 17 στόχοι (Sustainable Development Goals) έως το 2030 διαδέχονται τους 8 στόχους ανάπτυξης της Χιλιετίας (2000-2015). Οι νέοι 17 στόχοι δεν αφορούν μόνον τις αναπτυσσόμενες χώρες, του χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, όπως οι προηγούμενοι 8 που στρέφονταν κυρίως στον τερματισμό της ακραίας φτώχειας σε όλες τις μορφές της στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Αφορούν και τις αναπτυγμένες ή υψηλού εισοδήματος χώρες, ήτοι και τις χώρες του ΟΟΣΑ, της Ε.Ε., μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Αυτή η διαδικασία τροφοδοτεί εκτενή διεθνή δραστηριότητα, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, συγκέντρωσης, επεξεργασίας και αξιολόγησης δεικτών για τις εθνικές επιδόσεις ανά στόχο (συνολικά 169 δείκτες), η οποία χρησιμεύει στη συγκριτική αξιολόγηση κρατών και εθνών και στη διάγνωση μεσο-μακροχρόνιων τάσεων.
Οι νέοι στόχοι για την αειφορία, την ισότητα, την καινοτομία, κ.ο.κ, θα αξιοποιηθούν, θα πραγματοποιηθούν, θα παραβλεφθούν ή θα αποτελέσουν απλά ευχολόγια και ρητορικά εργαλεία για πολιτικές ηγεσίες με ένδεια ιδεών, σχεδίων και αποτελεσμάτων; Όλα αυτά συμβαίνουν και θα συμβούν, και έτσι η ιεραρχία στη διεθνή κοινότητα (κοινωνικά, οικονομικά, περιβαλλοντικά, στρατηγικά) θα μεταβληθεί λιγότερο ή περισσότερο. Σε αυτόν τον κόσμο που αλλάζει και θα συνεχίσει να αλλάζει γρήγορα, πού τοποθετείται και που θα βρίσκεται η Ελλάδα του 2030;
Το πού θα βρίσκεται εξαρτάται από το τι θα πράξει ως κοινωνία και ως οικονομία. Για τις σημερινές προϋποθέσεις της σε σχέση με τους 17 στόχους βιώσιμης ανάπτυξης μία περιεκτική εικόνα παρέχει η μελέτη του Ιδρύματος Bertelsmann «Sustainable Development Goals: Are the rich countries ready?» (συγγραφέας Christian Kroll), η οποία εξετάζει κατά πόσο οι 34 χώρες του ΟΟΣΑ είναι έτοιμες να προσεγγίσουν τους SDGs. Τα ευρήματα δείχνουν ότι αρκετές αναπτυγμένες χώρες δεν είναι καθόλου κοντά στην επίτευξή τους, η δε Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις (30ή στις 34).
Πλην μερικών δεικτών όπου η Ελλάδα δεν βρίσκεται, συγκριτικά, στις δυσμενέστερες θέσεις (π.χ. δεν χαρακτηρίζεται από υπεραλίευση στις θάλασσές της, ούτε από μεγάλη μισθολογική ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων), στους περισσότερους οι επιδόσεις της δεν είναι ελπιδοφόρες. Π.χ. το ποσοστό απασχόλησης πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (2014: 49,4%) έχει μειωθεί στο χαμηλότερο κάθε άλλης χώρας του ΟΟΣΑ. Ομοίως έχει τον χαμηλότερο δείκτη στις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Αναλόγως στις δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (0,8% του ΑΕΠ), είναι κατά τι καλύτερα μόνον του Μεξικού και της Χιλής.
Οι δείκτες αποκαλύπτουν πως εάν η Ελλάδα επιθυμεί να εισέλθει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης για να παραμείνει χώρα υψηλού εισοδήματος πρέπει να επανεξετάσει / μεταρρυθμίσει τον τρόπο που δομείται η οικονομία της, τον τρόπο που παράγει και καταναλώνει, εν τέλει τον τρόπο που ζει.