Το «πράσινο φως» ανάβει νομοθετική ρύθμιση που προωθεί η κυβέρνηση, δίνοντας τη δυνατότητα σε χιλιάδες υπαλλήλους να υποβάλλουν κάθε χρόνο αίτηση για παράταση της παραμονής τους (το πολύ μέχρι το 67ο έτος), ενώ επιτρέπει και την επιστροφή όσων αποχώρησαν μέσα στο 2015 με τον ίδιο τρόπο (με αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής σχέσης).
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Εθνους, στο Δημόσιο θα μπορούν να παραμείνουν έως και για 5 ακόμα χρόνια οι υπάλληλοι που προβλεπόταν να φύγουν αυτοδικαίως λόγω συμπλήρωσης του 60ού έτους της ηλικίας τους με 35ετή υπηρεσία.
Την ίδια στιγμή προωθείται στο ίδιο νομοσχέδιο άλλη νομοθετική ρύθμιση που αυξάνει υποχρεωτικά τη θητεία των δικαστικών υπαλλήλων, από την αυτοδίκαιη λύση της υπηρεσίας στο 60ο έτος με 35ετία στο 65ο έτος με 40ετία. Αν δεν συμπληρώνεται η 40ετής συντάξιμη δημόσια υπηρεσία η αυτοδίκαιη απόλυση θα έρχεται στο 67ο έτος της ηλικίας.
Οι δύο νέες ρυθμίσεις έρχονται να τροποποιήσουν τις αντίστοιχες διατάξεις των δύο κωδίκων του (ν. 3528/07 για τους δημόσιος υπαλλήλους και τους ν. 2812/00 για τους δικαστικούς) σε ικανοποίηση σχετικών αιτημάτων από ομάδες αποχωρούντων που δεν επιθυμούσαν να βγουν άμεσα στη σύνταξη και να χάσουν σημαντικές αποδοχές λόγω του σοβαρού περιορισμού του ύψους των συντάξεων.
Ωστόσο η διαφορετική μεταχείριση των δύο κλάδων έχει προκαλέσει αναστάτωση και διαμαρτυρίες για παραβίαση της ισότητας και θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, ενώ διατυπώνονται και ενστάσεις που σχετίζονται με την αύξηση του δημοσιονομικού κόστους, καθώς αφορά στην παράταση των υψηλότερων αποδοχών, διαβολίζοντας την δυνατότητα πρόσληψης νέων.
Το πρόβλημα στο Δημόσιο προέκυψε με κάποιες χιλιάδες υπαλλήλους που «έπεσαν» στα τέλη του 2015 –και θα «πέσουν» το επόμενο διάστημα-στην εφαρμογή της αυτοδίκαιης λύσης της υπηρεσίας τους στο 60ο έτος με 35ετία όπως ορίζει μέχρι τώρα ο υπαλληλικός κώδικας.
Σε πρώτη φάση –σύμφωνα με εκτιμήσεις – αφορά σε περίπου 3.000 υπαλλήλους που θα έπρεπε να φύγουν μέσα στο 2016 και οι οποίοι μολονότι μπορούσαν να φύγουν νωρίτερα είχαν αναστείλει τη «φυγή» τους από το δημόσιο, αφού στην πράξη προτιμούσαν τις μεγαλύτερες εν ενεργεία αποδοχές από τις «κομμένες» συντάξεις.
Το ζήτημα-που τα αμέσως επόμενα χρόνια θα αφορούσε πάνω από 15.000 υπαλλήλους-είχε επισημανθεί και κατά την ψήφιση του ν. 4365/15 που αύξησε τα όρια ηλικίας. Πολλές ομάδες ζήτησαν πιεστικά την αλλαγή του Κώδικα, αφού επέλεξαν να παραμείνουν και τώρα κινδυνεύουν να βρεθούν στον αέρα, εκτός υπηρεσίας.
Παράλληλα, με τον νέο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων θα ήταν ακόμα περισσότερο χαμένοι όσοι εισέπρατταν και κάποια επιδόματα σε θέσεις ευθύνης, υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών κλπ
Η νέα ρύθμιση προβλέπει τη δυνατότητα υποβολής αίτησης παραμονής 6 μήνες πριν από τη συμπλήρωσης της 35ετίας και του ορίου ηλικίας. Για την παραμονή το πολύ έως 5 έτη και έως τη συμπλήρωση του 67ου έτους, θα αποφασίζει κάθε χρόνο ο αρμόδιος υπουργός ανάλογα και με τις ανάγκες της υπηρεσίας.
Παράλληλα προβλέπεται η δυνατότητα να επανέλθουν στην υπηρεσία όσοι έφυγαν το 2015 αλλά και όσοι φύγουν μέχρι να αρχίσει να ισχύει η νέα ρύθμιση με την ψήφισή της στη βουλή , εφόσον υποβάλλουν σχετική αίτηση μέσα σε 15νθήμερη προθεσμία από τη δημοσίευση του νομού στο ΦΕΚ .
Όμως στους δικαστικούς υπαλλήλους προβλέπεται στο ίδιο νομοσχέδιο η αυτοδίκαιη απόλυση στα 67 και κατ’ εξαίρεση με τη συμπλήρωση του 65ου έτους και 40ετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας η οποίας εφόσον δεν έχει συμπληρωθεί, θα οδηγήσει σε παραμονή μέχρι το 67ο έτος.
Η υποχρεωτική πρόβλεψη της παραμονής δημιουργεί – σύμφωνα με νομικούς-συνθήκες ανισότητας και καθιστά ανενεργά ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Είναι μάλιστα άγνωστο αν οι σχετικές ρυθμίσεις περάσουν από προηγούμενη διαδικασία δικαστικής γνωμοδότησης, λόγω του έμμεσου συνταξιοδοτικού χαρακτήρα τους, ώστε να κριθούν συνταγματικά ζητήματα που δημιουργούνται.