Με δύο ορθάνοιχτα μέτωπα, το οικονομικό και το μεταναστευτικό, η ανησυχία της κοινής γνώμης έχει εκτιναχθεί.
Το Pew Research Centre καταγράφει παγκόσμιες τάσεις της κοινής γνώμης. Σε αυτές φαίνεται πως οι 20άρηδες και 35άρηδες στη χώρα μας είναι οι πιο ανήσυχοι και δυσαρεστημένοι στην Ευρώπη. Το 90% εκφράζει απογοήτευση από τη λειτουργία της δημοκρατίας αποδοκιμάζοντας το κομματικό σύστημα. Ανάλογα ποσοστά καταγράφουν και οι εγχώριες δημοσκοπήσεις.
Όσο πιο μεγάλες είναι οι προκλήσεις, τόσο οι πολίτες μιας χώρας αναζητούν αποκούμπι. Ψάχνουν για ψήγματα ελπίδας. Στη χώρα μας, υψηλότατα ποσοστά των νέων αναζητούν εργασία στο εξωτερικό. Οι ίδιοι πιστεύουν πως η ζωή τους θα είναι πολύ πιο δύσκολη εδώ εν σχέσει με εκείνη των γονέων τους. Ταυτόχρονα δυσπιστούν έντονα απέναντι στο πολιτικό προσωπικό. Στην ουσία τα κόμματα δεν προσφέρουν κάτι διαφορετικό από το παρελθόν. Είναι απαξιωμένα. Δημιουργούν ένα πολιτικό κενό. Αυτό θα μπορούσαν, εν μέρει έστω, να το καλύψουν, εάν με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης έδειχναν άλλη συμπεριφορά. Εάν ήταν υπεύθυνα και συναινετικά.
Τούτο δεν έγινε. Για δύο λόγους: Πρώτον, γενικότερα, όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης, αντί για κουλτούρα συναίνεσης είχαμε κουλτούρα σύγκρουσης. Και μάλιστα βίαιης. Δίνονταν μάχες, όπου η μία πλευρά ήταν δήθεν το «φως» και η άλλη το «σκότος». Αυτή η πραγματικότητα δεν άλλαξε μετά την καταιγίδα της οικονομικής κρίσης. Γιατί; Διότι προστέθηκε ένας δεύτερος λόγος στη διαχρονική συγκρουσιακή κουλτούρα. Το νέο τοπίο που διαμορφώθηκε πολιτικά - εκλογικά ήταν εύθραυστο και απρόσμενο, καθώς κλυδωνίστηκε όλο το κομματικό σύστημα και τα σαθρά θεμέλιά του.
Ο οικονομικός σεισμός ανακάτεψε την πολιτική τράπουλα. Τα κυρίαρχα κόμματα άρχισαν να καταρρέουν. Όλοι έγιναν σπασμωδικοί. Ανερχόμενες δυνάμεις επένδυσαν στον λαϊκισμό, που από τη φύση του είναι συγκρουσιακός. Ταυτόχρονα, η προσφυγή στην εύκολη λύση του λαϊκισμού ήταν προϊόν απουσίας υπευθυνότητας και αυτοπεποίθησης. Ήταν η εύκολη συνταγή. Ανερχόμενα και γκρεμιζόμενα κόμματα δεν κινήθηκαν υπερβατικά, αλλά προτίμησαν τις συνταγές της πόλωσης, που ούτως ή άλλως φώλιαζε στην κουλτούρα του DNA όλων των πολιτικών. Το δίλημμα μνημόνιο - αντιμνημόνιο έγινε η νέα μαυρόασπρη πολωτική επιλογή.
Όλα αυτά οδήγησαν σε διαδρομές παραλογισμού. Είχαμε τον πρωτοφανή λαϊκισμό του Σαμαρά μέσα από ένα κατεστημένο κόμμα. Ένας υπερδεξιός πολιτικός άνοιξε τη λεωφόρο για έναν αριστερό πολιτικό. Ο Τσίπρας αρραβωνιάστηκε τον επίσης υπερδεξιό Καμμένο. Μεταξύ Σαμαρά και Τσίπρα η πόλωση έγινε ακραία. Η εκστρατεία της ΝΔ, τον Ιανουάριο του 2015, ήταν η πιο συγκρουσιακή και κινδυνολογική της μεταπολίτευσης. Φυσικά ήταν προϊόν πολιτικής αδυναμίας του Σαμαρά. Με τη σειρά του ο Τσίπρας επέλεξε μια συγκρουσιακή διαδρομή «καμένης γης», που τώρα πληρώνει. Το έκανε από ανασφάλεια και ανευθυνότητα, καθώς η φρέσκια εικόνα του αρκούσε για τη νίκη του.
Θεωρητικά, το μεταναστευτικό θα μπορούσε να αποτελέσει χρυσή ευκαιρία συναίνεσης και νέας αρχής για το κομματικό σύστημα. Χάθηκε όμως. Διότι όλοι οι παίκτες είναι φοβισμένοι και αδύναμοι. Ο Τσίπρας φθείρεται ραγδαία. Η ΝΔ έχει νέα ηγεσία στη θέση του μοιραίου Σαμαρά, όμως δεν διαθέτει δυναμική. Είναι, οριακά, το μη χείρον. Τα κεντρώα και κεντροαριστερά κόμματα γίνονται υστερικά έναντι της κυβέρνησης, διότι ο Τσίπρας παραμένει κυρίαρχος στον χώρο τους. Ούτε ο Τσίπρας ούτε ο Μητσοτάκης λειτουργούν ως statesmen. Τους λείπει η αυτοπεποίθηση για κάτι τέτοιο. Ο πρώτος έχει ανάγκη τώρα τις συνθήκες συναίνεσης, αλλά το ενστικτώδες «ταλέντο» του είναι στη σύγκρουση. Ο δεύτερος είναι φύσει ήπιος, αλλά τρέμει το σαμαρικό κόμμα του και δεν έχει το σθένος να το αλλάξει με μία αναπόφευκτη ρήξη.
Άρα, η χώρα διαθέτει ένα πολιτικό προσωπικό, που άγεται και φέρεται από τον φόβο, καθώς νιώθει αδύναμο και ευάλωτο. Έτσι, κλείνεται στη θαλπωρή που του δίνει το καβούκι του. Ανακυκλώνει λοιπόν τις παθογένειές του. Αδυνατεί να τις υπερβεί. Απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις, αντιπαραβάλλει το μίζερο συνήθη εαυτό του. Και οι πολίτες έχουν πλέον πάψει να το εμπιστεύονται.