Καθοριστικοί θα είναι οι επόμενοι μήνες για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, με δεδομένο πλέον ότι ο οδικός χάρτης που ενέκριναν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, στις 24 Μαΐου, δεν αποτελεί λύση για την επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία τον απέρριψε δημόσια και μάλιστα παρουσία του προέδρου του Εurogroup, Γερούν Ντέισελμπλουμ.
Στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, που θα ξεκινήσει το φθινόπωρο, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ) σύμφωνα με τον οδικό χάρτη θα πρέπει να παρουσιάσει κάποια βραχυπρόθεσμα μέτρα για τη διαχείριση του χρέους, ενώ το ΔΝΤ από την πλευρά του και με βάση την ίδια αξιολόγηση θα καθορίσει τη στάση του σχετικά με το πώς αυτό βλέπει την ελάφρυνση του χρέους.
Θα λάβουμε υπ’ όψιν τις προβλέψεις για την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια και τις επιπτώσεις των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομία, προκειμένου να διαμορφώσουμε τη δική μας θέση για την ελάφρυνση του χρέους, δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα, στο Λουξεμβούργο, η κα Λαγκάρντ, η οποία με σαφέστατο τρόπο ξεκαθάρισε ότι ο οδικός χάρτης των χωρών της Ευρωζώνης δεν καθιστά το ελληνικό χρέος βιώσιμο.
Με βάση την απόφαση της 24ης Μαΐου, ο ΕΜΣ θα πρέπει να παρουσιάσει τον Οκτώβριο δύο προτάσεις: 1) την εξομάλυνση των αποπληρωμών των δανείων από την Ελλάδα προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), στο πλαίσιο του δεύτερου προγράμματος διάσωσης, ώστε να μοιραστούν ισομερώς σε βάθος χρόνου, 2) τη μείωση του ρίσκου των επιτοκίων μέσω της διαφοροποιημένης στρατηγικής του ΕΤΧΣ και του ΕΜΣ, χωρίς ζημιές για τα Ταμεία. Τα παραπάνω μέτρα, επειδή δεν έχουν κόστος, δεν χρειάζεται να πάνε για έγκριση σε εθνικά κοινοβούλια.
Από εκεί και πέρα, μέχρι το 2018, δηλαδή πριν λήξει το ελληνικό πρόγραμμα, οι Ευρωπαίοι εταίροι, με βάση πάντα τον οδικό χάρτη, θα πρέπει να εξετάσουν ορισμένα μεσοπρόθεσμα μέτρα, όπως: 1) την απόδοση στην Ελλάδα των κερδών της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν στη διάθεσή τους και το συνολικό ποσό για τα επόμενα 10 χρόνια υπολογίζεται σε περίπου 8 δισ. ευρώ, 2) τη χρησιμοποίηση των περίπου 20 δισ. ευρώ που περίσσεψαν από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών για μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, μεταξύ των οποίων είναι η αγορά δανείων ΔΝΤ προς την Ελλάδα και ενδεχομένως και διμερή δάνεια των χωρών μελών προς τη χώρα μας στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος (2010), 3) επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων με επιβολή πλαφόν στους τόκους, ενώ το πρόσθετο κόστος που αυτό θα συνεπάγεται για την ΕΜΣ θα καταβάλλεται από την Ελλάδα αργότερα.
Για μετά το 2018 και στα μακροπρόθεσμα μέτρα προβλέπεται η σύσταση ενός αυτόματου μηχανισμού, ο οποίος αν ξεπερνιέται το όριο εξυπηρέτησης του χρέους από την Ελλάδα θα ενεργοποιείται επιβάλλοντας επιμηκύνσεις του χρόνου αποπληρωμής και μείωση των επιτοκίων.
Το ΔΝΤ θεωρεί ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει και συνεπώς θα πρέπει να γίνει μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους, ώστε να καταστεί βιώσιμο. Και εδώ πλέον, επειδή τα οικονομικά συμφέροντα που διακυβεύονται είναι τεράστια, ξεκινάει μια κόντρα μεταξύ του ΔΝΤ και ορισμένων Ευρωπαίων του Βορρά με άγνωστη έκβαση ως προς το αποτέλεσμα, ενώ μέχρι το τέλος του έτους η κατάσταση θα ξεκαθαρίσει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Το οξύμωρο της όλης υπόθεσης είναι ότι το ΔΝΤ αμφισβητείται από τις χώρες που το επέβαλαν, δηλαδή τη Γερμανία, την Ολλανδία και γενικά τις πιο σκληρές, που το 2010, για να πείσουν τα κοινοβούλιά τους να εγκρίνουν το πρώτο ελληνικό μνημόνιο, έβαλαν στο βαγόνι και τον διεθνή οργανισμό, ως κάτοχο της απαραίτητης τεχνογνωσίας στην εποπτεία προγραμμάτων. Μέχρι και πριν από λίγους μήνες, το Βερολίνο θεωρούσε προϋπόθεση τη συνέχιση της παρουσίας του ΔΝΤ στα ελληνικό πρόγραμμα, προκειμένου να συνεχιστούν οι εκταμιεύσεις.
Οι διαφορές υπήρχαν και παλαιότερα σε σχέση με το χρέος, ωστόσο το Βερολίνο εκτιμούσε ότι με την πάροδο του χρόνου και όταν φτάσει η ώρα των αποφάσεων ο διεθνής οργανισμός θα υποχωρήσει και θα βρεθεί μια συμφωνία με χαμηλό κόστος. Δεν έγινε όμως αυτό, η κα Λαγκάρντ παρέμεινε στη σκληρή γραμμή και για τον λόγο αυτό δεν ήρθε η ίδια, αλλά έστειλε τον Πολ Τόμσεν στην κρίσιμη συνεδρίαση της 24ης Μαΐου.
Τα όσα έγιναν στη συνέντευξη Τύπου του τελευταίου Εurogroup, στις 16 Ιουνίου στο Λουξεμβούργο, όπου η επικεφαλής του ΔΝΤ απέρριψε και μάλιστα με ειρωνικό τρόπο ενώπιον του κ. Ντέισελμπλουμ τον οδικό χάρτη, δείχνουν ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο δανειστών δύσκολα θα γεφυρωθούν.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν θέλει με κανένα τρόπο να προχωρήσει τώρα σε άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, γιατί εκτιμά ότι θα το εκμεταλλευτεί το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία, το οποίο εδώ και χρόνια ζητάει την αποπομπή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Ανάλογο πρόβλημα έχουν και οι κυβερνήσεις της Ολλανδίας, της Αυστρίας και της Φινλανδίας, χώρες που επίσης «ευδοκιμούν» ακραία πολιτικά κόμματα που υποστηρίζουν το Grexit.
Το ΔΝΤ από την πλευρά του πολύ δύσκολα θα κάνει τώρα πίσω, άλλωστε εάν ήταν θα το έκανε στις 24 Μαΐου και το θέμα θα τελείωνε εκεί.
Στις Βρυξέλλες, όπου μέχρι πριν από λίγους μήνες θεωρούσαν αδιανόητη την αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα, τώρα όχι μόνο δεν βάζουν στοίχημα, αντίθετα, πιστεύουν ότι είναι ένα σενάριο που συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες.
Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι τις τελευταίες εβδομάδες επιχειρείται μια συστηματική αποδόμηση του ΔΝΤ με στόχο να προετοιμάσουν την κοινή γνώμη της Γερμανίας και των άλλων προαναφερόμενων χωρών με την ιδέα της αποχώρησής του. Αυτό που προβάλλει, μέσω ευρωβουλευτών του κυβερνώντος συνασπισμού, αλλά και μέσω του Τύπου, η γερμανική κυβέρνηση είναι πως το ΔΝΤ ζητάει παράλογα πράγματα για το ελληνικό χρέος, με μεγάλο κόστος. Επιχειρούν επίσης να απομυθοποιήσουν και την τεχνογνωσία του, υποστηρίζοντας ότι οι προβλέψεις που κάνει για την ελληνική οικονομία είναι λανθασμένες. Με άλλα λόγια επιχειρούν να περάσουν το μήνυμα ότι η παρουσία του δεν είναι πλέον απαραίτητη.
Θέλει αντίβαρο το ΔΝΤ
Όπως τονίζουν στις Βρυξέλλες, ο κ. Σόιμπλε έχει και ένα πρόσθετο πρόβλημα, δεν εμπιστεύεται την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ θεωρώντας ότι λειτουργεί μεροληπτικά υπέρ της Ελλάδας. Με άλλα λόγια δεν θέλει να φύγει το ΔΝΤ και να εξαρτάται η εποπτεία μόνο από την Κομισιόν και για τον λόγο αυτό επιχειρεί τον τελευταίο καιρό μια αναβάθμιση του ρόλου του ΕΜΣ, ο οποίος έχει υπογράψει και το νέο μνημόνιο με την Ελλάδα. Δηλαδή, θέλει ένα αντίβαρο στην Κομισιόν για την περίπτωση που καταστεί αναπόφευκτη η έξοδος του διεθνούς οργανισμού από το πρόγραμμα.