Τέσσερα χρόνια μετά τη συμφωνία της κυβέρνησης Σαμαρά με τους πιστωτές, το 2012, η ιστορία επαναλαμβάνεται:
Η πολιτική αντιπαράθεση Βερολίνου και Ουάσιγκτον για το πώς θα καταστεί διαχειρίσιμος ο εφιάλτης των 330 δισ. ευρώ του ελληνικού χρέους, είναι δημόσια, σε ένα τοπίο που θυμίζει ναρκοπέδιο.
Αμερική, Γαλλία, Γερμανία αντιμετωπίζουν κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις, η Ευρώπη «βράζει» στη σκιά του Brexit, της ενίσχυσης των ακραίων κομμάτων και του προσφυγικού, και η ελληνική οικονομία, μετά από τρία Μνημόνια, καταδιώκεται από... μεγάλους αριθμούς και φτωχή ανταγωνιστικότητα.
Καλά πληροφορημένες πηγές, λέγοντας πως το παιχνίδι δεν έχει ακόμη χαθεί, αναγνωρίζουν πως περιθώρια για μια γενναία λύση για το ελληνικό χρέος, κοντά στις παραμέτρους που θέτει το ΔΝΤ, δεν υπάρχουν, επί του παρόντος. Όπως κατέστη σαφές και στο περιθώριο της Συνόδου του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, όπου η ελληνική αντιπροσωπεία συνομίλησε περίπου μιάμιση ώρα με τον Β. Σόιμπλε, οι Ευρωπαίοι δεν εμφανίζονται, και δεν είναι διατεθειμένοι «να κάνουν τη δουλειά».
Δύο σενάρια για ένα εφιαλτικό χρέος...
Να δώσουν δηλαδή στην Ελλάδα μια ισχυρή αναδιάρθρωση χρέους, που θα υπερκάλυπτε τις προσδοκίες των αγορών. Ο πολιτικός συμβιβασμός που επιδιώκεται, μπορεί υπό προϋποθέσεις να δημιουργήσει παράθυρο ευκαιρίας και η πρόοδος στο μέτωπο των βραχυπρόθεσμων μέτρων, είναι σύμφωνα με πληροφορίες, ισχυρή. Τα πακέτα των μέτρων, μπορεί να αποδειχθούν φιλικά προς τις αγορές και να διευκολύνουν ένα συμβιβασμό, όπως παραδέχονται και υψηλόβαθμοι ξένοι αξιωματούχοι. Δεν είναι όμως «μπροστά από τις αγορές». Δεν θα προκαλέσουν δηλαδή, το ισχυρό σοκ που χρειάζεται η οικονομία για να κάνει το άλμα προς μια βιώσιμη ανάκαμψη.
Έτσι στο καλό σενάριο, εφόσον δηλαδή κλείσει το ταχύτερο δυνατό η δεύτερη αξιολόγηση, επιτευχθεί συμβιβασμός για το χρέος, μπορεί να υπάρξει παράθυρο ευκαιρίας. Αυτό όμως θα απέχει από το να δοθεί καθαρός οδικός χάρτης στους επενδυτές, διαλύοντας τις αμφιβολίες για τη μεσοπρόθεσμη δυναμική αποπληρωμής του χρέους, εφόσον μείνουν τελικά σημαντικές παρεμβάσεις σε εκκρεμότητα, τουλάχιστον έως τις γερμανικές εκλογές, το Σεπτέμβριο του 2017. Άλλωστε ακόμη και στο καλό σενάριο, θα απαιτηθεί πολλή τύχη, να μην υπάρξουν για παράδειγμα απρόοπτες εξελίξεις στο εξωτερικό, πολιτική σταθερότητα και ισχυρές διαχειριστικές ικανότητες, για να πειστούν οι αγορές πως υπάρχει ελπίδα να λήξει το ελληνικό «δράμα».
Στο δυσμενές σενάριο, τα πράγματα θα μπορούσαν να πάρουν ιδιαίτερα αρνητική τροπή. Στο σενάριο αυτό οι εξελίξεις θα μπορούσαν να είναι απρόβλεπτες, με καθυστερήσεις στην αξιολόγηση, πρόσθετες απαιτήσεις των πιστωτών, και ό,τι αυτό σημάνει σε όλα τα επίπεδα. Εδώ θα μιλούσε κανείς για απώλεια πολύτιμου χρόνου για την ανάκαμψη της οικονομίας, που θα βρίσκεται στο δίχτυ ασφαλείας του ESM έως το καλοκαίρι του 2018. Μέχρι δε τότε, θα πρέπει να έχει καταφέρει να δανειστεί, με ανεκτό κόστος από τις αγορές.
Έως τώρα και ενώ συνεχίζονται οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, φαίνεται πως λίγο πριν ξεκινήσει η κρίσιμη δεύτερη αξιολόγηση, αναζητείται συμβιβασμός των πιστωτών, σε δύο «μέτωπα»:
1. Να συναινέσει το Βερολίνο σε ένα αρκετά φιλικό προς τις αγορές πακέτο βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, που θα δίνει σήμα ότι μειώνεται σημαντικά το κόστος εξυπηρέτησης. Οι συζητήσεις επικεντρώνονται στο να σταθεροποιηθεί το επιτόκιο σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών δανείων, χρησιμοποιώντας και πολύπλοκα εργαλεία μέσω της αγοράς που θα έχει φαίνεται αυξημένη εμπλοκή. Προς διαπραγμάτευση παραμένει και το ύψος του χρέους στο οποίο θα εφαρμοστούν τα νέα μέτρα. Είναι διαφορετικό να μιλάμε για 50 δισ. και άλλο να μιλάμε για 150 ή 200 δισ. ευρώ. Παράλληλα επιδιώκεται να υπάρξει νέα έγγραφη δέσμευση του Eurogroup, με όσο το δυνατόν πιο σαφή κατεύθυνση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει, για παράδειγμα, πως η Ευρώπη θα δεσμεύεται εκ νέου πως θα κάνει ό,τι απαιτείται ώστε οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας θα παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα. Ο συγκεκριμένος δείκτης αποτελεί άλλωστε τον νέο δείκτη βιωσιμότητας στον οποίο συμφωνούν Ευρωζώνη και Ταμείο, έχοντας αποσυρθεί πλέον από το να αποτιμούν τη βιωσιμότητα του χρέους, ανάλογα με το ποσοστό του ως προς το ΑΕΠ. Η διαφωνία έγκειται στο πώς αυτός μπορεί να διασφαλιστεί.
2. Η όποια εμπλοκή του Ταμείου στην Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 2018, που λήγει το τρέχον πρόγραμμα με τον ESM, να παρουσιαστεί ως ισχυρό «engagement» (δέσμευση) στο πρόγραμμα. Η Ευρώπη θέλει να αποφύγει μια εικόνα ρήξης με το Ταμείο, που αναμένεται να κάνει έκθεση βιωσιμότητας του χρέους έως το τέλος του έτους και έχει ρόλο θεματοφύλακα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και υλοποίησης φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων έναντι των αγορών. Μία ρήξη θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη, στην κρίσιμη καμπή που βρίσκεται η ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και στην πολιτική καμπή που βρίσκεται το κόμμα της Αγκ. Μέρκελ και του Β. Σόιμπλε, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις παραμέτρους του Ταμείου. Έτσι, εκτός απρόοπτης τροπής, το πιθανότερο είναι να παραταθεί μια μέση κατάσταση. Το Ταμείο δεν θα αποχωρήσει θεαματικά, θα διατηρεί θέση επόπτη και θα προβαίνει σε συστάσεις και απαιτήσεις. Δεν θα είναι όμως χρηματοδότης, τουλάχιστον όχι πριν από τις γερμανικές εκλογές το 2017. Ωστόσο εντός του ΔΝΤ το θέμα παραμονής σε αυτό τον ρόλο, δεν είναι ιδιαίτερα προσφιλές. Το ελληνικό ζήτημα έχει προκαλέσει ζημιά στο στάτους του ΔΝΤ και τριβές στο εσωτερικό του. Όμως, όπως έχει αποδειχθεί, οι αποφάσεις λαμβάνονται τελικά από τους πολιτικούς, ανάλογα με το πώς εξελίσσεται το παιχνίδι εξουσίας σε πολλά επίπεδα, μεταξύ αυτών και στο γεωπολιτικό.
Αμετακίνητος
Μιάμιση ώρα με τον Σόιμπλε...
Οι σαφείς περιορισμοί στο τι μπορεί να προσδοκά η χώρα από τους πιστωτές, έγιναν ξεκάθαροι στην Ουάσιγκτον και στην κυβερνητική αντιπροσωπεία, η οποία είχε, μεταξύ άλλων, και συνάντηση μιάμιση περίπου ώρας με τον Β. Σόιμπλε.
Ο Β. Σόιμπλε εδώ και καιρό έχει ξεκαθαρίσει πως δεν θέλει να συζητήσει τώρα, μέτρα, που εάν χρειαστεί θα εφαρμοστούν από το 2018 και μετά και δεν θεωρεί πως το πρόβλημα της χώρας είναι το χρέος αλλά η ανταγωνιστικότητα.
Είναι επίσης σαφές ότι θα συναινέσει μόνο σε μέτρα, ακόμη και βραχυπρόθεσμου ορίζοντα, που δεν θα έχουν δημοσιονομική επιβάρυνση για τους φορολογούμενους. Ακόμη και εάν αυτό σημαίνει πως θα χρησιμοποιηθούν σύνθετα εργαλεία από την αγορά για την υλοποίησή τους.
Κάθετος φέρεται να είναι και ως προς το ότι όλα πρέπει να γίνονται σε θεσμικό επίπεδο, δηλαδή να αναλάβει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης (ESM) τη διαχείριση, ώστε να διευκολύνονται πολιτικά οι κυβερνήσεις.