Είναι πράγματι απορίας άξιον πώς αυτή η χώρα ασχολείται με τα ήσσονα και αφήνει τα σημαντικά να χάνονται. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι εδώ και δύο ημέρες τσακώνονται τα κόμματα για τον Μπελογιάννη και αναβιώνει ένα κλίμα εμφυλίου, όταν το λογικό θα ήταν να υπάρχει μια μίνιμουμ συνεννόηση για ζητήματα όπως η πορεία της οικονομίας.
Πώς να μην απορεί κανείς όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και το Μαξίμου, εμφανίζονται ενοχλημένοι από τις παρεμβάσεις των κ. Στουρνάρα και Λιαργκόβα και τους απαντούν χωρίς να τους κατονομάζουν με εκφράσεις ελαφρώς απαξιωτικές όπως «Πόντιοι Πιλάτοι», «ουδέτεροι σχολιαστές που πολιτικολογούν» και άλλα πολύ χειρότερα που λέγονται πίσω από τις κλειστές πόρτες.
Αν ο διοικητής της ΤτΕ και ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής δεν έχουν το δικαίωμα να προειδοποιούν για τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την οικονομία, τότε υπάρχει πολύ σοβαρό πρόβλημα Δημοκρατίας. Το ίδιο σοβαρό κι όταν βουλευτές της αντιπολίτευσης ανταγωνίζονται με τη Χρυσή Αυγή για το ποιος θα πει καλύτερη ατάκα για να απαξιώσει έναν, καλώς ή κακώς, ήρωα της Αριστεράς.
Η χώρα έχει να αντιμετωπίσει πολύ σοβαρότερα προβλήματα που θα κρίνουν ακόμη και τη διατήρηση μιας στοιχειώδους αξιοπρεπούς διαβίωσης για εκατομμύρια πολίτες. Εχει να αντιμετωπίσει από τη μια την προκλητική, πολλές φορές, συμπεριφορά των δανειστών και από την άλλη τον κίνδυνο γενικού «μπλακ άουτ» στην οικονομία και την απώλεια θυσιών επτά ετών. Ανεξαρτήτως ποιος είναι ο υπεύθυνος για τη σημερινή κατάσταση, αν ευθύνονται οι αστοχίες και τα λάθη της κυβέρνησης ή το διαρκώς κλιμακούμενο κύμα απαιτήσεων από την τρόικα.
Αντί, λοιπόν, να ασχολείται το πολιτικό σύστημα με το παρελθόν και να δημιουργεί νέο κλίμα διχασμού, κι αντί η κυβέρνηση να εφευρίσκει εσωτερικούς εχθρούς, το ορθότερο θα ήταν να βρεθούν διέξοδοι στα μείζονα ζητήματα. Το νέο εθνικό «αφήγημα», ανεξαρτήτως κόμματος, θα έπρεπε να είναι η έξοδος από την κρίση κι όχι η είσοδος σε ένα αντιπαραγωγικό εμφύλιο.