Ενα ρεαλιστικό σχέδιο αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους, και αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων, το απόθεμα των οποίων «έχει φθάσει σε πρωτοφανή επίπεδα, ενώ η επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού είναι εκτεταμένη», είναι κλειδιά για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Αυτό τόνισε, μεταξύ άλλων, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, μιλώντας σε εκδήλωση της Τράπεζας Πειραιώς, με τον κ. Στουρνάρα να υπογραμμίζει πάλι την επιτακτική ανάγκη να ολοκληρωθεί, γρήγορα, η δεύτερη αξιολόγηση.
Όπως εκτίμησε η Ελλάδα είναι έτοιμη να επιστρέψει στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κανονικότητα και να κινηθεί προς ένα νέο, εξωστρεφές και βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης. Υπάρχουν όμως τρεις προϋποθέσεις. Να ολοκληρωθεί χωρίς άλλη καθυστέρηση η δεύτερη αξιολόγηση, να υπάρξει συνεπής και αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματος και ρεαλιστική προσέγγιση από όλους όσον αφορά το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής και το βάρος του δημόσιου χρέους. Οι εξελίξεις αυτές, μαζί με την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, θα ανοίξουν τον δρόμο για οριστική επάνοδο της οικονομίας στην κανονικότητα.
Ειδικά ως προς το χρέος ο κ. Στουρνάρας κάλεσε τους Θεσμούς να δείξουν μεγαλύτερη ευελιξία στο θέμα των δημοσιονομικών στόχων και της ελάφρυνσης του χρέους. Σύμφωνα με την ΤτΕ είναι εφικτή η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2% του ΑΕΠ μετά το 2020 και όχι 3,5%, εφόσον αυτό συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης χρέους και μεταρρυθμίσεις. Αυτή η χαλάρωση για το πρωτογενές πλεόνασμα μαζί με την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων θα δημιουργήσει αναγκαίες προϋποθέσεις για τη σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών. Για να διασφαλιστεί όμως η βιωσιμότητα του χρέους, απαιτούνται πρόσθετα, μεσοπρόθεσμα μέτρα. Σημείωσε δε τα εξής:
• Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ είναι άνω του 100%, μέτρα που μειώνουν τις δαπάνες για τόκους μπορούν να βελτιώσουν ταχύτερα τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ, από ό,τι η αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Mε λόγο χρέους προς ΑΕΠ 180%, μια μείωση του μέσου επιτοκίου του χρέους κατά μία μονάδα μειώνει το λόγο χρέους προς ΑΕΠ κατά 1,8 ποσοστιαία μονάδα. Αντίθετα μια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστού του ΑΕΠ κατά μία ποσοστιαία μονάδα μειώνει το λόγο χρέους προς ΑΕΠ μόλις κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
• Η ΤτΕ διεξήγαγε ανάλυση που εξετάζει τη διαχρονική επίδραση της εξομάλυνσης πληρωμών τόκων για τα δάνεια του EFSF. Σύμφωνα με αυτή, εάν επιμηκυνθεί η μεσοσταθμική διάρκεια των πληρωμών τόκων για τα δάνεια του EFSF, κατά οκτώμισι χρόνια και ταυτόχρονα μειωθούν τα απαιτούμενα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2% μετά το 2020, εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους.
• Έτσι, ακόμη και μια ήπια ελάφρυνση χρέους μπορεί να έχει σημαντικές επιδράσεις στο προφίλ του χρέους χωρίς κόστος για τους πιστωτές. Εάν η εξομάλυνση συνδυαστεί με υψηλότερη ανάπτυξη λόγω των χαμηλότερων πλεονασμάτων, τότε το προφίλ του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα είναι ακόμη πιο ευνοϊκά.
• Εναλλακτικά δε εάν πραγματοποιηθεί εξομάλυνση επιτοκίων και το κόστος επιμεριστεί μεταξύ Ελλάδας και ESM και εδώ τα αποτελέσματα θα είναι ευνοϊκότερα.
«Κόκκινα» δάνεια
Σε ό,τι αφορά στον φάκελο των «κόκκινων» δανείων, κρίσιμου για την αποκατάσταση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, έστειλε σαφή μηνύματα.
Το απόθεμά τους έχει φθάσει σε πρωτοφανή επίπεδα, ενώ η επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού είναι εκτεταμένη.
• Με βάση την πρώτη έκθεση που έχει ήδη δημοσιευθεί, η πρόοδος προς την επίτευξη του στόχου μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων κρίνεται ικανοποιητική, αν και το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης δεν αναμένεται να πραγματοποιηθεί πριν από το τέλος του 2018 - αρχές του 2019.
• Η αντιμετώπιση του θέματος θα βελτιώσει την οικονομική ευρωστία των τραπεζών, απελευθερώνοντας πόρους που είναι δυνατόν να διοχετευθούν προς τους παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας, με αποτέλεσμα την αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης.
• Παράλληλα θα αποδυναμώσει του στρατηγικούς κακοπληρωτές. Σύμφωνα με μια συντηρητική εκτίμηση, που βασίζεται σε δείγμα 13.000 επιχειρήσεων με δάνεια ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ, κατά μέσο όρο, μία στις έξι επιχειρήσεις εμφανίζει χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι η αναλογία είναι σημαντικά μεγαλύτερη για τις μικρότερες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
• Προσομοιώσεις του ΟΟΣΑ εκτιμούν ότι η μείωση του κεφαλαίου που απορροφούν οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις στην Ελλάδα στο ελάχιστο επίπεδο που επικρατεί στις χώρες του ΟΟΣΑ, συνδέεται με αύξηση των επενδύσεων για μια τυπική βιώσιμη επιχείρηση κατά 4,7% ετησίως.
«Οποιαδήποτε νέα καθυστέρηση θέτει σε κίνδυνο τους στόχους»
Προς το παρόν, η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης έχει εξασθενήσει τη θετική δυναμική της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς εντούτοις να την αναστρέψει. Όμως, ενδεχόμενη άλλη καθυστέρηση μπορεί να εκτροχιάσει την ανάκαμψη της οικονομίας, και να θέσει έτσι σε κίνδυνο όλους τους στόχους, αναπτυξιακούς, δημοσιονομικούς, χρηματοπιστωτικούς. Την προειδοποίηση αυτή επανέλαβε χθες ο διοικητής της ΤτΕ, τονίζοντας πως οι προοπτικές στις επιχειρήσεις συνδέονται στενά και με την πορεία των διαδοχικών αξιολογήσεων του προγράμματος. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, δημιουργήθηκε θετική δυναμική που επέδρασε στην εμπιστοσύνη και τη ρευστότητα. Σειρά βασικών δεικτών οικονομικής δραστηριότητας βελτιώθηκε, ενώ σταθεροποιήθηκαν οι τραπεζικές καταθέσεις και μειώθηκε η έκτακτη ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών σε ρευστότητα (ELA). Αυτές οι εξελίξεις έδειχναν τότε ότι η ανάκαμψη θα αρχίσει το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και θα συνεχιστεί το 2017 και το 2018. Η προοπτική αυτή παραμένει καταρχήν εφικτή παρά την επιδείνωση της εμπιστοσύνης και την υποχώρηση των βραχυχρόνιων δεικτών τους τελευταίους μήνες, οι οποίες συνδέονται με την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Η επιχειρηματικότητα όμως δεν χρειάζεται μόνο εμπιστοσύνη. Απαιτείται και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το πρόγραμμα. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης επενδύσεων, στη μείωση των διοικητικών βαρών για τις επιχειρήσεις και στη διευκόλυνση του ανταγωνισμού, στο άνοιγμα όσων επαγγελμάτων παραμένουν κλειστά και των δικτύων, στον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης, στην αναβάθμιση και επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και, βεβαίως, στη μείωση της φορολογίας φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων. Έμφαση πρέπει επίσης να δοθεί στη συγκράτηση και την αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών και στην αποτελεσματική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, που θα δημιουργήσει κίνητρα για την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης.