«Θεμελιώδη» χαρακτήρισε ο Γιάννης Στουρνάρας, τον ρόλο της εγχώριας βιομηχανίας τροφίμων και ποτών για την ελληνική μεταποιητική βιομηχανία και την ελληνική οικονομία ευρύτερα, από το βήμα της ετήσιας τακτικής γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων.
Όπως ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, η βιομηχανία τροφίμων και ποτών, είναι δυναμική, εξωστρεφής και ανταγωνιστική βιομηχανία, με σημαντικές επενδύσεις και επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια και σε όλη την Ευρώπη, και βρίσκεται στην πρώτη θέση ανάμεσα στους κλάδους μεταποίησης. Στα χρόνια της ύφεσης, η παραγωγή του κλάδου τροφίμων μειώθηκε σταθερά, σημειώνοντας ρυθμό συρρίκνωσης 3% ετησίως κατά μέσο όρο μεταξύ 2008 και 2012. Αντίθετα, η εξέλιξη της παραγωγής του κλάδου ποτών επηρεάστηκε περισσότερο στη διάρκεια της κρίσης, σημειώνοντας ρυθμό συρρίκνωσης 6,2% ετησίως κατά μέσο όρο, αλλά ανέκαμψε από το 2014 και μετά, σε συνάρτηση με την αύξηση της τουριστικής δραστηριότητας.
Ο κ. Στουρνάρας στην ομιλία του αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα ενίσχυσης των εξαγωγών των επιχειρήσεων επισημαίνοντας ότι προαπαιτούμενο της ενίσχυσης των εξωστρεφών επιχειρήσεων είναι οι νέες επενδύσεις. Όπως ανέφερε για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, απαιτούνται η θέσπιση σταθερού σύγχρονου φορολογικού συστήματος, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, η ενθάρρυνση της καινοτομίας και των εξαγωγών, η δημιουργία ενός προβλέψιμου οικονομικού περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα και η υλοποίηση χωρίς άλλους δισταγμούς του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίηση της αδρανούς ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, κυρίως μέσω των κατάλληλων χρήσεων γης.
Η προσέλκυση και διατήρηση ξένων άμεσων επενδύσεων, εκτιμάται ότι θα υποστηρίξουν την έξοδο της χώρας από την κρίση και την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης, πέρα από το γεγονός ότι θα συμβάλουν στην μείωση του κενού των επενδύσεων. Οι νέες επενδύσεις θα διευρύνουν την εξαγωγική βάση και θα βελτιώσουν την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η βιομηχανία τροφίμων και ποτών συνεχίζει να διατηρεί στη δύσκολη οικονομική περίοδο που διανύεται, τον θεμελιώδη ρόλο της στην ελληνική οικονομία και την ελληνική μεταποιητική βιομηχανία, διαθέτοντας όλες τις προϋποθέσεις να παραμείνει βασικός μοχλός ανάπτυξης της χώρας. Ο αποτελεσματικότερος συντονισμός και η στενότερη συνεργασία των εκπροσώπων του κλάδου, μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας της προσπάθειας προβολής των ελληνικών προϊόντων, στη διασφάλιση επιλογής της σωστής στρατηγικής και στη σταθερότητα υλοποίησης του μακροχρόνιου σχεδιασμού.
Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, σήμερα αποτελεί μεγάλη πρόκληση η μετάβαση από μια οικονομία χαμηλής εξειδίκευσης και χαμηλής εντάσεως τεχνολογίας, που αποτελείται κυρίως από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σε μια οικονομία μέσης και υψηλής εντάσεως τεχνολογίας.
O ΣΕΒΤ
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του ΣΕΒΤ, Ευάγγελος Καλούσης ανέφερε ότι «μέσα σε ένα εξαιρετικά ασταθές επιχειρηματικό περιβάλλον, η ελληνική βιομηχανία τροφίμων και ποτών, εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους πιο δυναμικούς, ανταγωνιστικούς και εξωστρεφείς κλάδους, με κύριο ρόλο στην οικονομία της χώρας μας, κατέχοντας το 25% της βιομηχανικής παραγωγής και σημειώνοντας κύκλο εργασιών που φτάνει τα 14,2 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, παρουσιάζει ισχυρή εμπορική δραστηριότητα στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, με τις εξαγωγές να ανέρχονται στα 4,5 δισ. ευρώ. Σημειώνοντας θετική ανάπτυξη όλα τα χρόνια της κρίσης, γεγονός που μας κάνει να πιστεύουμε ότι η βιομηχανία τροφίμων και ποτών, μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για τη βιομηχανική ανάκαμψη της Ελλάδας» ανέφερε ο κ. Καλούσης.
Σύμφωνα με τον κ. Καλούση, η ελληνική βιομηχανία τροφίμων και ποτών, προσπαθεί να επιβιώσει και να ξεπεράσει τα εμπόδια που έχει δημιουργήσει η 6ετής κρίση, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα σαν μια μεγάλη πρόκληση, για να κτίσει ένα καλύτερο μέλλον για την ίδια, τους εργαζόμενους και τους καταναλωτές. Στόχος όλων, είναι η δημιουργία υψηλής ποιότητας ελληνικών προϊόντων τόσο για την ελληνική, όσο και για τις ξένες αγορές.
Η ελληνική βιομηχανία τροφίμων αντιμετωπίζει, σύμφωνα με τον κ. Καλούση, ένα ασταθές επιχειρηματικό περιβάλλον, τις δυσμενείς επιπτώσεις των capital controls στην αγορά, τη συνεχή πτώση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και ένα μεγάλο αίσθημα αβεβαιότητας που υπάρχει στην αγορά. Χαρακτηριστικά ανέφερε, ότι στο πρώτο δίμηνο του έτους σημειώθηκε πτώση 5-7% στην ελληνική αγορά του γάλακτος και του ψωμιού, γεγονός που συνδέεται με την μείωση της καταναλωτικής δύναμης, αλλά και στις προσεκτικές αγορές που πραγματοποιούν πλέον οι καταναλωτές.
Ο κ. Καλούσης εστίασε για μια ακόμη φορά στην ανάπτυξη, τονίζοντας ότι για να επιτευχθεί, χρειάζεται σταθερό (προβλέψιμο) οικονομικό, φορολογικό και διοικητικό περιβάλλον, σοβαρές αποφάσεις που θα ιεραρχούν τις κλαδικές προτεραιότητες, και απαιτούμενες επενδύσεις που μπορούν να στηρίξουν το δρόμο προς την ανάπτυξη.