Πρόκειται για ένα από τα τελευταία και κρισιμότερα "οχυρά" της εθνικής πολιτικής στην Ευρώπη, η φορολογική πολιτική ήταν και παραμένει εθνική αρμοδιότητα, με τις χώρες μέλη να έχουν το δικαίωμα άσκησης "βέτο" ενάντια σε κάθε απόφαση που δεν συμφωνεί έστω και μία χώρα.
Παρ' όλα αυτά δύο κινήσεις, φαινομενικά διαφορετικού σημείου αναφοράς, προσανατολίζονται προς τη σταδιακή κατάργηση του φορολογικού status της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μετά από επτά χρόνια συνεχών προσπαθειών που δεν είχαν καταφέρει κανένα απτό αποτέλεσμα, οι κυβερνήσεις από το Βερολίνο και το Παρίσι, πρόκειται να ξεκινήσουν με δική τους πρωτοβουλία την προώθηση του περιβόητου φόρου επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών. Ο φόρος αυτός με την μορφή "τέλους" επί των συναλλαγών ύψους 0,2% είχε τεθεί από διάφορες πλευρές τα τελευταία χρόνια αλλά δεν είχε "περπατήσει".
Τώρα επανέρχεται από τον διακρατικό γαλλο-γερμανικό άξονα και μάλιστα πριν από τις ευρωεκλογές με προοπτική σύμφωνα με την προωθούμενη φόρμουλα, να χρηματοδοτεί αφενός τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό αλλά επίσης ένα μέρος του να καταλήγει και στους εθνικούς προϋπολογισμούς, προφανώς για να κάμψει τις αντιρρήσεις ορισμένων χωρών.
Ταυτόχρονα από την πλευρά της Κομισιόν αναλαμβάνεται η πρωτοβουλία να προωθηθεί η σταδιακή μετάθεση του τρόπου αποφάσεων για θέματα φόρων από το καθεστώς "ομοφωνίας” (δηλαδή ισχύος του βέτο) σε καθεστώς ποιοτικής πλειοψηφίας. Η μέθοδος που η Κομισιόν προωθεί αυτή την σταδιακή ανατροπή ακολουθεί την τακτική της σαλαμοποίησης των τομέων φορολογίας που θα αφορά. Δηλαδή σε πρώτη φάση θα φορά νόμους που έχουν να κάνουν το φορολογικό καθεστώς για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, της διαχειριστικής συνεργασίας μεταξύ των χωρών και των διεθνών συμφωνιών. Σε δεύτερο βήμα θα επιχειρήσει να καλύψει επί μέρους πολιτικές όπως για παράδειγμα φορολογικές επιπτώσεις από τα μέτρα για την κλιματική αλλαγή, κ.λ.π. ενώ στην συνέχεια θα ενσωματωθούν πολιτικές στις οποίες η πλειονότητα των χωρών έχει εναρμονισθεί, πριν καταλήξει στην ολοκληρωτική κατάργηση του βέτο που μπορεί να αφήσει σε εθνική αρμοδιότητα κάποιες επιμέρους και ειδικές κατηγορίες φορολογικής πολιτικής.
Και οι δύο πρωτοβουλίες, τόσο η "διακρατική", όσο και η "ευρωπαϊκή" θεσμική μπορεί να κινούνται σχετικά ανεξάρτητα και θεσμικά σε παράλληλα επίπεδα, εν τούτοις το ότι έχουν δρομολογηθεί σχεδόν ταυτόχρονα καθιστά σαφές ότι πρόκειται για "κεντρική" πρωτοβουλία με στόχο την φορολογική εναρμόνιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης... Το κατά πόσο θα καταφέρει βέβαια να προχωρήσει θα φανεί από το πόσο γρήγορα θα μπει στην ατζέντα της Συνόδου Κορυφής μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2019.
Παρ' όλα αυτά δύο κινήσεις, φαινομενικά διαφορετικού σημείου αναφοράς, προσανατολίζονται προς τη σταδιακή κατάργηση του φορολογικού status της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μετά από επτά χρόνια συνεχών προσπαθειών που δεν είχαν καταφέρει κανένα απτό αποτέλεσμα, οι κυβερνήσεις από το Βερολίνο και το Παρίσι, πρόκειται να ξεκινήσουν με δική τους πρωτοβουλία την προώθηση του περιβόητου φόρου επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών. Ο φόρος αυτός με την μορφή "τέλους" επί των συναλλαγών ύψους 0,2% είχε τεθεί από διάφορες πλευρές τα τελευταία χρόνια αλλά δεν είχε "περπατήσει".
Τώρα επανέρχεται από τον διακρατικό γαλλο-γερμανικό άξονα και μάλιστα πριν από τις ευρωεκλογές με προοπτική σύμφωνα με την προωθούμενη φόρμουλα, να χρηματοδοτεί αφενός τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό αλλά επίσης ένα μέρος του να καταλήγει και στους εθνικούς προϋπολογισμούς, προφανώς για να κάμψει τις αντιρρήσεις ορισμένων χωρών.
Ταυτόχρονα από την πλευρά της Κομισιόν αναλαμβάνεται η πρωτοβουλία να προωθηθεί η σταδιακή μετάθεση του τρόπου αποφάσεων για θέματα φόρων από το καθεστώς "ομοφωνίας” (δηλαδή ισχύος του βέτο) σε καθεστώς ποιοτικής πλειοψηφίας. Η μέθοδος που η Κομισιόν προωθεί αυτή την σταδιακή ανατροπή ακολουθεί την τακτική της σαλαμοποίησης των τομέων φορολογίας που θα αφορά. Δηλαδή σε πρώτη φάση θα φορά νόμους που έχουν να κάνουν το φορολογικό καθεστώς για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, της διαχειριστικής συνεργασίας μεταξύ των χωρών και των διεθνών συμφωνιών. Σε δεύτερο βήμα θα επιχειρήσει να καλύψει επί μέρους πολιτικές όπως για παράδειγμα φορολογικές επιπτώσεις από τα μέτρα για την κλιματική αλλαγή, κ.λ.π. ενώ στην συνέχεια θα ενσωματωθούν πολιτικές στις οποίες η πλειονότητα των χωρών έχει εναρμονισθεί, πριν καταλήξει στην ολοκληρωτική κατάργηση του βέτο που μπορεί να αφήσει σε εθνική αρμοδιότητα κάποιες επιμέρους και ειδικές κατηγορίες φορολογικής πολιτικής.
Και οι δύο πρωτοβουλίες, τόσο η "διακρατική", όσο και η "ευρωπαϊκή" θεσμική μπορεί να κινούνται σχετικά ανεξάρτητα και θεσμικά σε παράλληλα επίπεδα, εν τούτοις το ότι έχουν δρομολογηθεί σχεδόν ταυτόχρονα καθιστά σαφές ότι πρόκειται για "κεντρική" πρωτοβουλία με στόχο την φορολογική εναρμόνιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης... Το κατά πόσο θα καταφέρει βέβαια να προχωρήσει θα φανεί από το πόσο γρήγορα θα μπει στην ατζέντα της Συνόδου Κορυφής μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2019.