H δυσφορία για την αύξηση κατά 11% του κατώτατου και – κυρίως – για την κατά 27% αύξηση του υποκατώτατου προστέθηκε στα υπόλοιπα "βαρίδια" της 2ης αξιολόγησης στην συνεδρίαση του EWG της προηγούμενης Πέμπτης.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι θεσμοί δεν περίμεναν – με βάση τις συζητήσεις που είχαν με την ελληνική πλευρά στην Αθήνα τις προηγούμενες ημέρες – μία άνοδο του κατώτατου μεγαλύτερη από το 5%- 6%. Έτσι, η ανακοίνωση του Πρωθυπουργού ήταν μία μεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη.
Στο EWG φέρεται να μην έκρυψαν τη δυσαρέσκειά τους για το θέμα. Ζήτησαν μάλιστα - και έλαβαν - απαντήσεις από τον εκπρόσωπο της Ελληνικής κυβέρνησης αναπληρωτή ΥΠΟΙΚ Γ. Χουλιαράκη ο οποίος υπεραμύνθηκε της κυβερνητικής θέσης επικαλούμενος το πάγωμα του κατώτατου από το 2012 και ξεδιπλώνοντας άλλα επιχειρήματα.
Οι ενστάσεις πάντως φαίνεται ότι παραμένουν, ειδικά από το ΔΝΤ. Τις έχει ήδη διατυπώσει στην επιστολή της προηγούμενης εβδομάδας και θα τις αναπτύξει στην ειδική έκθεση για την Ελλάδα που αναμένεται περί τις 25 Φεβρουαρίου.
Νόμος Κατσέλη
Το ζήτημα όμως που θα κρίνει την "παρτίδα" είναι οι Τράπεζες και ειδικά το πλαίσιο προστασίας της 1ης κατοικίας. Οι πρώτες προτάσεις για την διάδοχη κατάσταση αναμένονται στα χέρια των θεσμών τις επόμενες ημέρες.
Επιπλέον, σύμφωνα με όσα προανήγγειλε από τη Βουλή ο Αντιπρόεδρος και αρμόδιος υπουργός Γιάννης Δραγασάκης, "η ουσιαστική συζήτηση θα γίνει στην Ολομέλεια και ελπίζω αυτό να γίνει εντός του Φεβρουαρίου ή αρχές Μαρτίου. Το νέο πλαίσιο πάντως ετοιμάζεται". Στην ίδια ομιλία παραδέχθηκε ότι αν δεν γίνει κάτι με τα κόκκινα δάνεια "μπορεί να οδηγήσουμε τις τράπεζες να απαιτήσουν νέα κεφάλαια και αυτά να κληθεί να τα βάλει πάλι ο Έλληνας φορολογούμενος".
Οι τράπεζες λοιπόν θα είναι ο καταλύτης για μία θετική έκθεση των θεσμών, όπως παραδέχθηκε χθες και ο οίκος Moody’s.
Πολλά μέτωπα
Ωστόσο υπάρχουν και άλλα μέτωπα που παραμένουν μεγαλώνοντας τον βαθμό δυσκολίας.
Τα 16 προαπαιτούμενα (με κορυφαίο αυτό της Εγνατίας οδού) όχι μόνο δεν έγιναν εγκαίρως, δηλαδή έως την 31η Δεκεμβρίου (σ.σ. που έληγε η προθεσμία την οποία έδωσαν οι δανειστές κατά την συμφωνία του Eurogroup του προηγούμενου Ιουνίου), αλλά ούτε έως το τέλος Γενάρη (σ.σ. όταν ουσιαστικά τελείωσε και η άτυπη/σκιώδης παράταση που είχαν δώσει στην Ελλάδα).
Παράλληλα πολικό θέμα παραμένει για τον Γερμανικό άξονα ο ΦΠΑ στα λεγόμενα "προσφυγικά νησιά". Η "γκρίνια" για την νέα παράταση παρά τις δεσμεύσεις για αύξηση του ΦΠΑ στο τέλος του 2018 με αντάλλαγμα το "μεταφορικό ισοδύναμο" έγινε φανερή και στο τελευταίο EWG.
Επιπλέον η στελέχωση της ΑΑΔΕ, οι δαπάνες υγείας που πρέπει να περιοριστούν, η αποπληρωμή των οφειλών προς ιδιώτες αλλά και οι νέοι Γ.Γ στο δημόσιο είναι κάποια από τα μεγάλα μέτωπα της 2ης αξιολόγησης. Tα μέτωπα συμπληρώνονται από το ζήτημα των αναδρομικών λόγω δικαστικών αποφάσεων.
Όλα τα παραπάνω πεδία, οδηγούν σε ένα πολύ κρίσιμο, συμπυκνωμένο μήνα διαπραγματεύσεων, τηλεδιασκέψεων, ανταλλαγής απόψεων και συστάσεων ώστε να μπορέσει να βγει θετική η έκθεση της 27ης Φεβρουαρίου για την Ελλάδα. Μαζί με την 2η έκθεση για τις τεράστιες "μακροοικονομικές ανισορροπίες" θα πρέπει μία μέρα μετά, τις 28 Φεβρουαρίου, να τεθούν εκ νέου στο τραπέζι του Euroworking Group. Ενδιάμεσος σταθμός είναι τα μέσα Φεβρουαρίου όταν έχει ζητηθεί από την ελληνική πλευρά "λογαριασμός".
Mία αρνητική εξέλιξη στην συνάντηση της 28ης Φεβρουαρίου θα δημιουργήσει ένα νέο "δράμα" με πίεση για επιτάχυνση στο παρά... πέντε, ούτως ώστε να αλλάξει η θέση της Επιτροπής ή των κρατών – μελών έως το Eurogroup της 11ης Μαρτίου. Καθώς τότε μόνο θα καταστεί εφικτή η ενεργοποίηση των παρεμβάσεων στο χρέος που συνδέονται με προαπαιτούμενα (χαμηλό επιτόκιο 2ου δανείου και κέρδη ομολόγων).
Πάντως, προς το παρόν οι θεσμοί διατηρούν χαμηλούς τόνους. Και τούτο διότι αφ ενός αν η κυβέρνηση πολιτικά το αποφασίσει, τα μέτωπα μπορούν να κλείσουν. Αφ εταίρου, αυτό που επιχειρείται από τους θεσμούς της ΕΕ είναι μία θετική έκθεση που να διατηρήσει το θέμα Ελλάδα στη γωνία του "κάδρου" των μεγάλων οικονομικών ζητημάτων που μαίνονται στην ευρωζώνη (Brexit, εμπορικός πόλεμος, καθίζηση της οικονομίας της Γερμανίας και της Ιταλίας), αλλά και της πολιτικής μάχης που κορυφώνεται λόγω των Ευρωεκλογών, αλλά και της αλλαγής ηγεσίας στις κορυφαίες θέσεις των Θεσμών της Ε.Ε.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι θεσμοί δεν περίμεναν – με βάση τις συζητήσεις που είχαν με την ελληνική πλευρά στην Αθήνα τις προηγούμενες ημέρες – μία άνοδο του κατώτατου μεγαλύτερη από το 5%- 6%. Έτσι, η ανακοίνωση του Πρωθυπουργού ήταν μία μεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη.
Στο EWG φέρεται να μην έκρυψαν τη δυσαρέσκειά τους για το θέμα. Ζήτησαν μάλιστα - και έλαβαν - απαντήσεις από τον εκπρόσωπο της Ελληνικής κυβέρνησης αναπληρωτή ΥΠΟΙΚ Γ. Χουλιαράκη ο οποίος υπεραμύνθηκε της κυβερνητικής θέσης επικαλούμενος το πάγωμα του κατώτατου από το 2012 και ξεδιπλώνοντας άλλα επιχειρήματα.
Οι ενστάσεις πάντως φαίνεται ότι παραμένουν, ειδικά από το ΔΝΤ. Τις έχει ήδη διατυπώσει στην επιστολή της προηγούμενης εβδομάδας και θα τις αναπτύξει στην ειδική έκθεση για την Ελλάδα που αναμένεται περί τις 25 Φεβρουαρίου.
Νόμος Κατσέλη
Το ζήτημα όμως που θα κρίνει την "παρτίδα" είναι οι Τράπεζες και ειδικά το πλαίσιο προστασίας της 1ης κατοικίας. Οι πρώτες προτάσεις για την διάδοχη κατάσταση αναμένονται στα χέρια των θεσμών τις επόμενες ημέρες.
Επιπλέον, σύμφωνα με όσα προανήγγειλε από τη Βουλή ο Αντιπρόεδρος και αρμόδιος υπουργός Γιάννης Δραγασάκης, "η ουσιαστική συζήτηση θα γίνει στην Ολομέλεια και ελπίζω αυτό να γίνει εντός του Φεβρουαρίου ή αρχές Μαρτίου. Το νέο πλαίσιο πάντως ετοιμάζεται". Στην ίδια ομιλία παραδέχθηκε ότι αν δεν γίνει κάτι με τα κόκκινα δάνεια "μπορεί να οδηγήσουμε τις τράπεζες να απαιτήσουν νέα κεφάλαια και αυτά να κληθεί να τα βάλει πάλι ο Έλληνας φορολογούμενος".
Οι τράπεζες λοιπόν θα είναι ο καταλύτης για μία θετική έκθεση των θεσμών, όπως παραδέχθηκε χθες και ο οίκος Moody’s.
Πολλά μέτωπα
Ωστόσο υπάρχουν και άλλα μέτωπα που παραμένουν μεγαλώνοντας τον βαθμό δυσκολίας.
Τα 16 προαπαιτούμενα (με κορυφαίο αυτό της Εγνατίας οδού) όχι μόνο δεν έγιναν εγκαίρως, δηλαδή έως την 31η Δεκεμβρίου (σ.σ. που έληγε η προθεσμία την οποία έδωσαν οι δανειστές κατά την συμφωνία του Eurogroup του προηγούμενου Ιουνίου), αλλά ούτε έως το τέλος Γενάρη (σ.σ. όταν ουσιαστικά τελείωσε και η άτυπη/σκιώδης παράταση που είχαν δώσει στην Ελλάδα).
Παράλληλα πολικό θέμα παραμένει για τον Γερμανικό άξονα ο ΦΠΑ στα λεγόμενα "προσφυγικά νησιά". Η "γκρίνια" για την νέα παράταση παρά τις δεσμεύσεις για αύξηση του ΦΠΑ στο τέλος του 2018 με αντάλλαγμα το "μεταφορικό ισοδύναμο" έγινε φανερή και στο τελευταίο EWG.
Επιπλέον η στελέχωση της ΑΑΔΕ, οι δαπάνες υγείας που πρέπει να περιοριστούν, η αποπληρωμή των οφειλών προς ιδιώτες αλλά και οι νέοι Γ.Γ στο δημόσιο είναι κάποια από τα μεγάλα μέτωπα της 2ης αξιολόγησης. Tα μέτωπα συμπληρώνονται από το ζήτημα των αναδρομικών λόγω δικαστικών αποφάσεων.
Όλα τα παραπάνω πεδία, οδηγούν σε ένα πολύ κρίσιμο, συμπυκνωμένο μήνα διαπραγματεύσεων, τηλεδιασκέψεων, ανταλλαγής απόψεων και συστάσεων ώστε να μπορέσει να βγει θετική η έκθεση της 27ης Φεβρουαρίου για την Ελλάδα. Μαζί με την 2η έκθεση για τις τεράστιες "μακροοικονομικές ανισορροπίες" θα πρέπει μία μέρα μετά, τις 28 Φεβρουαρίου, να τεθούν εκ νέου στο τραπέζι του Euroworking Group. Ενδιάμεσος σταθμός είναι τα μέσα Φεβρουαρίου όταν έχει ζητηθεί από την ελληνική πλευρά "λογαριασμός".
Mία αρνητική εξέλιξη στην συνάντηση της 28ης Φεβρουαρίου θα δημιουργήσει ένα νέο "δράμα" με πίεση για επιτάχυνση στο παρά... πέντε, ούτως ώστε να αλλάξει η θέση της Επιτροπής ή των κρατών – μελών έως το Eurogroup της 11ης Μαρτίου. Καθώς τότε μόνο θα καταστεί εφικτή η ενεργοποίηση των παρεμβάσεων στο χρέος που συνδέονται με προαπαιτούμενα (χαμηλό επιτόκιο 2ου δανείου και κέρδη ομολόγων).
Πάντως, προς το παρόν οι θεσμοί διατηρούν χαμηλούς τόνους. Και τούτο διότι αφ ενός αν η κυβέρνηση πολιτικά το αποφασίσει, τα μέτωπα μπορούν να κλείσουν. Αφ εταίρου, αυτό που επιχειρείται από τους θεσμούς της ΕΕ είναι μία θετική έκθεση που να διατηρήσει το θέμα Ελλάδα στη γωνία του "κάδρου" των μεγάλων οικονομικών ζητημάτων που μαίνονται στην ευρωζώνη (Brexit, εμπορικός πόλεμος, καθίζηση της οικονομίας της Γερμανίας και της Ιταλίας), αλλά και της πολιτικής μάχης που κορυφώνεται λόγω των Ευρωεκλογών, αλλά και της αλλαγής ηγεσίας στις κορυφαίες θέσεις των Θεσμών της Ε.Ε.