Η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα παραμένει μακράν η υψηλότερη στην ΕΕ, τα ελλείμματα του συνταξιοδοτικού συστήματος εξακολουθούν να επιβαρύνουν δυσβάστακτα τον κρατικό προϋπολογισμό, και η μείωσή τους προβλέπεται να είναι αργή στα επόμενα χρόνια. Στην άβολη αυτή διαπίστωση προβαίνει μελέτη για τις δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις στα χρόνια της κρίσης.
Οι οικονομολόγοι Μαριάνθη Αναστασάτου και Πάνος Τσακλόγλου, οι οποίοι εκπόνησαν τη μελέτη με την υποστήριξη του ΕΛΙΑΜΕΠ και του Ιδρύματος Α.Γ.Λεβέντη, παρατηρούν αρχικά ότι στα χρόνια της κρίσης είχαμε μια ριζική αλλαγή του συστήματος, με διαχωρισμό της σύνταξης σε εθνική (ενιαία για όλους) και αναλογική (ως προς τούψος των εισφορών), καθώς και επιβολή ενιαίων κανόνων που ενίσχυσαν τη διαφάνεια.
Οι αναλογιστικές μελέτες που εκπονήθηκαν μετά τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2016 έδειχναν ότι μακροχρονίως η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ περιοριζόταν σε ανεκτά επίπεδα. Όμως, κατά τα πρώτα έτη υπήρχε σημαντικό πρόβλημα και η συνταξιοδοτική δαπάνη παρέμενε σε υψηλά επίπεδα, ενώ το ύψος των συντάξεων μεγάλου τμήματος «παλαιών» (προ του 2016) και «νέων» (όσων συνταξιοδοτήθηκαν μετά το 2016) συνταξιούχων με παρόμοιο ιστορικό εισφορών διέφερε ουσιωδώς, επισημαίνουν οι μελετητές.
Αυτός ήταν ο λόγος που αρχικά είχε σχεδιασθεί η κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» των παλαιών συνταξιούχων. Όμως, η απόφαση αυτή ανατράπηκε και η «προσωπική διαφορά» δεν θα καταργηθεί. Επιπλέον, καθιερώθηκε ένα επίδομα προς τους συνταξιούχους εν είδει «δέκατης τρίτης σύνταξης», ενώ σαν απόρροια δικαστικών αποφάσεων αναμένονται και επιπρόσθετες αυξήσεις σε μεγάλη μερίδα των επικουρικών συντάξεων.
Σαν αποτέλεσμα, υπογραμμίζουν οι Αναστασάτου και Τσακλόγλου, η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα παραμένει μακράν η υψηλότερη στην ΕΕ, τα ελλείματα του συνταξιοδοτικού συστήματος εξακολουθούν να επιβαρύνουν δυσβάστακτα τον κρατικό προϋπολογισμό και η μείωσή τους προβλέπεται να είναι αργή στα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, η δομή του νέου ασφαλιστικού συστήματος δίνει υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης σε ασφαλισμένους με χαμηλές εισφορές και σχετικά χαμηλά ποσοστά αναπλήρωσης σε ασφαλισμένους με υψηλές εισφορές. Κατ’ αυτό τον τόπο δημιουργούνται κίνητρα για εισφοροδιαφυγή που μπορεί να επιδεινώσουν τη δημοσιονομική ευστάθεια του συστήματος στο μέλλον.
Επιπλέον, σύμφωνα με τη μελέτη, παρά τις κατά καιρούς διακηρύξεις για την προώθηση ενός συστήματος τριών πυλώνων, ο δεύτερος πυλώνας (επαγγελματικά ταμεία) παραμένει ουσιαστικά ανύπαρκτος.
Οι οικονομολόγοι Μαριάνθη Αναστασάτου και Πάνος Τσακλόγλου, οι οποίοι εκπόνησαν τη μελέτη με την υποστήριξη του ΕΛΙΑΜΕΠ και του Ιδρύματος Α.Γ.Λεβέντη, παρατηρούν αρχικά ότι στα χρόνια της κρίσης είχαμε μια ριζική αλλαγή του συστήματος, με διαχωρισμό της σύνταξης σε εθνική (ενιαία για όλους) και αναλογική (ως προς τούψος των εισφορών), καθώς και επιβολή ενιαίων κανόνων που ενίσχυσαν τη διαφάνεια.
Οι αναλογιστικές μελέτες που εκπονήθηκαν μετά τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2016 έδειχναν ότι μακροχρονίως η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ περιοριζόταν σε ανεκτά επίπεδα. Όμως, κατά τα πρώτα έτη υπήρχε σημαντικό πρόβλημα και η συνταξιοδοτική δαπάνη παρέμενε σε υψηλά επίπεδα, ενώ το ύψος των συντάξεων μεγάλου τμήματος «παλαιών» (προ του 2016) και «νέων» (όσων συνταξιοδοτήθηκαν μετά το 2016) συνταξιούχων με παρόμοιο ιστορικό εισφορών διέφερε ουσιωδώς, επισημαίνουν οι μελετητές.
Αυτός ήταν ο λόγος που αρχικά είχε σχεδιασθεί η κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» των παλαιών συνταξιούχων. Όμως, η απόφαση αυτή ανατράπηκε και η «προσωπική διαφορά» δεν θα καταργηθεί. Επιπλέον, καθιερώθηκε ένα επίδομα προς τους συνταξιούχους εν είδει «δέκατης τρίτης σύνταξης», ενώ σαν απόρροια δικαστικών αποφάσεων αναμένονται και επιπρόσθετες αυξήσεις σε μεγάλη μερίδα των επικουρικών συντάξεων.
Σαν αποτέλεσμα, υπογραμμίζουν οι Αναστασάτου και Τσακλόγλου, η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα παραμένει μακράν η υψηλότερη στην ΕΕ, τα ελλείματα του συνταξιοδοτικού συστήματος εξακολουθούν να επιβαρύνουν δυσβάστακτα τον κρατικό προϋπολογισμό και η μείωσή τους προβλέπεται να είναι αργή στα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, η δομή του νέου ασφαλιστικού συστήματος δίνει υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης σε ασφαλισμένους με χαμηλές εισφορές και σχετικά χαμηλά ποσοστά αναπλήρωσης σε ασφαλισμένους με υψηλές εισφορές. Κατ’ αυτό τον τόπο δημιουργούνται κίνητρα για εισφοροδιαφυγή που μπορεί να επιδεινώσουν τη δημοσιονομική ευστάθεια του συστήματος στο μέλλον.
Επιπλέον, σύμφωνα με τη μελέτη, παρά τις κατά καιρούς διακηρύξεις για την προώθηση ενός συστήματος τριών πυλώνων, ο δεύτερος πυλώνας (επαγγελματικά ταμεία) παραμένει ουσιαστικά ανύπαρκτος.