Συνταγματικές και νόμιμες έκρινε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας όλες τις κρατικές πράξεις με τις οποίες σχεδιάστηκε και δημοπρατήθηκε η επέκταση του κρατικού αερολιμένα Θεσσαλονίκης «Μακεδονία», προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερο αεροδιάδρομο.
Το ανώτατο δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις ακύρωσης που είχαν υποβάλει ο Δήμος Θερμαϊκού Θεσσαλονίκης, διάφοροι σύλλογοι της ευρύτερης περιοχής (πολιτιστικοί, οικολογικοί, εμπορικοί) αλλά και εταιρείες προβάλλοντας κυρίως των κίνδυνο υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και της ακτογραμμής, αλλά και ζητήματα που σχετίζονται με τον πολεοδομικό σχεδιασμό της ευρύτερης ζώνης.
Οι φορείς υποστήριξαν ότι η επίμαχη επέκταση θα υποβαθμίσει και αλλοιώσει το τοπίο και το περιβάλλον, απειλώντας ταυτόχρονα την τουριστική και οικιστική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τους κρατικούς σχεδιασμούς η επέκταση ήταν αναγκαία για να γίνει πιο ανταγωνιστικός ο αερολιμένας εξασφαλίζοντας τη δυνατότητα εξυπηρέτησης μακρινών (και υπερατλαντικών) δρομολογίων (Αμερική, Αυστραλία, Ασία) κάτι που ήδη μπορούσαν να κάνουν γειτονικά αεροδρόμια ξένων χωρών (Κωνσταντινούπολη, Βελιγράδι, Σόφιας, Σκοπίων).
Το ΣτΕ έκρινε (566/13) ότι από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι εμποδίζεται η δημοπράτηση έργου κατασκευής αεροδρομίου, εάν δεν έχει προηγουμένως ολοκληρωθεί η έγκριση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (ΓΠΣ) της γειτονικής περιοχής.
Αποκρούοντας τους αντίθετους ισχυρισμούς του Δήμου, η Ολομέλεια έκρινε ότι δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 24 του Συντάγματος, ότι λήφθηκε υπόψη η σχεδιαζόμενη έγκριση του ΓΠΣ και δεν προκύπτει ασυμφωνία προς τη Διακήρυξη του έργου. Επίσης λήφθηκε υπόψη το ενδεχόμενο διάβρωσης της ακτής με μελέτη αντιμετώπισής της. Δέχθηκε επίσης ότι η διακήρυξη ενός έργου δεν μπορεί να ρυθμίζει εξαντλητικά όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή δυσμενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και να αφήνει τη ρύθμιση κάποιων ειδικών θεμάτων σε μελλοντικές συμπληρωματικές μελέτες που θα καταρτιστούν με την έκδοση νέων πράξεων.
Απέρριψε τέλος αίτηση ακύρωση της εταιρείας εμφιάλωσης-εμπορίοας νερού «Σουρωτή», αφού η λήψη αδρανών υλικών δεν έγινε από σημείο που να επηρεάζει τις πηγές της.