Στο 1,7 δισ. ευρώ έφθαναν στις 30 Σεπτεμβρίου οι ληξιπρόθεσμες οφειλές και οι επισφαλείς απαιτήσεις της ΔΕΗ, σύμφωνα με ανακοίνωση της ΓΕΝΟΠ, η οποία έδωσε στη δημοσιότητα και κατάλογο με τις κατηγορίες των οφειλετών.
Τα περισσότερα χρέη, 421 εκατ. ευρώ εμφανίζονται στη χονδρική αγορά, με 312 εκατ. ευρώ να έχουν η κρατική ΛΑΡΚΟ (μερίδιο της οποίας κατέχει η ίδια η ΔΕΗ) και τρεις ακόμα ηλεκτροβόρες ιδιωτικές βιομηχανίες και ακολουθούν 304 εκατ. ευρώ από επισφαλείς πελάτες, βιοτεχνίες, εμπορικές επιχειρήσεις, οικιακοί καταναλωτές κλπ.
Σημαντικές, ύψους 102 εκατ. ευρώ, είναι οι οφειλές από τα νοικοκυριά που έχουν ενταχθεί στο Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο (ΚΟΤ) της ΔΕΗ με τις μειωμένες χρεώσεις, παρά τη δέσμευση της κυβέρνησης ότι θα συμμετείχε στο κόστος.
Ακόμα, οι οφειλές από δημόσιους οργανισμούς, όπως υπουργεία, περιφέρειες, και άλλοι φορείς φθάνουν στα 184 εκατ. ευρώ, ενώ στα 254 εκατ. ευρώ ανέρχονται οι οφειλές από λογαριασμούς που έχουν λήξει αλλά οι καταναλωτές περιμένουν τον δεύτερο ή τον τρίτο λογαριασμό, καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα δεν κόβεται, τουλάχιστον από την πρώτη καθυστέρηση. Τέλος, οι οφειλές από όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες καταναλωτών ανέρχονται σε 453 εκατ. ευρώ.
Η ΓΕΝΟΠ- ΔΕΗ εκφράζει επιφυλάξεις για την αποδοτικότητα της πρόσφατης κίνησης της εταιρείας να προσλάβει δικηγορικά γραφεία για να διεκδικήσουν την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων και καλεί τη διοίκηση να δώσει στη δημοσιότητα το ακριβές ληξιπρόθεσμο χρέος των πολιτικών κομμάτων καθώς και κάθε Ανώνυμης Εταιρείας.
Επίσης εγκαλεί τη διοίκηση επειδή δεν έδωσε εντολή διακοπής ηλεκτρικού ρεύματος σε μεγάλους πελάτες και ζητά από τον Διαχειριστή του Δικτύου Διανομής (ΔΕΔΔΗΕ) να σχεδιάσει από μηδενική βάση τον τρόπο λειτουργίας και απόδοσης έργου των εργολάβων καταμέτρησης, ώστε να υπάρξει καλύτερος έλεγχος των μετρητών και να αντιμετωπιστούν οι ρευματοκλοπές, που «εξαπλώνονται σαν επιδημία».
Τέλος εκφράζει ανησυχία για τον κίνδυνο κατάρρευσης της ΔΕΗ, η οποία μπορεί να συμπαρασύρει το σύνολο της αγοράς ηλεκτρισμού, κατηγορεί τη διοίκηση για «προκλητική αδυναμία να προβάλει αντίσταση στις κυβερνητικές και όχι μονον αποφάσεις» και κάνει εκ νέου λόγο για οικονομικά συμφέροντα που κρύβονται πίσω από μεγάλα λόγια».