Ενα πιο ευέλικτο σύστημα εφαρμογής του «πόθεν έσχες» στις αγοραπωλησίες ακινήτων το οποίο όμως δεν θα είναι... ανεξέλεγκτο καθιερώνει το υπουργείο Οικονομικών με τη νέα νομοθετική διάταξη που προωθεί στη Βουλή.
Με τη νέα ρύθμιση θα αποσυνδέεται το τεκμήριο απόκτησης ενός ακινήτου από την αντικειμενική αξία, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις είναι πολύ υψηλότερη από την εμπορική αξία του ακινήτου.
Ουσιαστικά το «πόθεν έσχες» δεν θα εφαρμόζεται στην αντικειμενική αξία του ακινήτου, όπως ισχύει σήμερα, αλλά στην πραγματική τιμή πώλησης του ακινήτου, ενώ παράλληλα θα λαμβάνονται υπόψη και οι υπόλοιπες δαπάνες, όπως ο φόρος που καταβλήθηκε και τα έξοδα μεταβίβασης του ακινήτου (έξοδα συμβολαιογράφου, μετεγγραφής κ.λπ.). Έτσι η εφορία θα δέχεται το ποσόν της συναλλαγής που θα αναγράφει ο αγοραστής στο συμβόλαιο αγοράς, όποιο και αν είναι αυτό, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αντικειμενική αξία. Η νέα διάταξη μπορεί στην πράξη να καταργεί το «πόθεν έσχες», αφού η εφορία θα δέχεται το τίμημα που αναγράφεται στο συμβόλαιο αγοράς και όχι την αξία που υπολογίζεται σήμερα με βάση την υψηλότερη αντικειμενική αξία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι καταργείται το τεκμήριο απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και κυρίως ότι δεν θα γίνεται έλεγχος σε κάθε «ύποπτη» συναλλαγή.
Όπως αναφέρει αρμόδιος παράγοντας του υπουργείου Οικονομικών, η νέα ρύθμιση έρχεται να διευκολύνει τους αγοραστές ακινήτων και να δώσει «ανάσα» στην κτηματαγορά και όχι για να ανοίξει «παράθυρο» για παράτυπες συναλλαγές.
Με διαφορά
Αυτό σημαίνει ότι υποθέσεις αγοραπωλησίας ακινήτων με μεγάλη διαφορά μεταξύ της αντικειμενικής αξίας και της τιμής που αναγράφονται στο συμβόλαιο θα μπαίνουν αμέσως στο στόχαστρο των φοροελεγκτών και θα ερευνώνται ύποπτες συναλλαγές και εικονικές πωλήσεις ακινήτων που γίνονται κυρίως μεταξύ συγγενικών προσώπων για να γλιτώσουν φόρους ή τις κατασχέσεις, αν πρόκειται για οφειλέτες του Δημοσίου. Έτσι όλες οι αγοραπωλησίες ακινήτων με μεγάλη και αδικαιολόγητη διαφορά μεταξύ της αντικειμενικής αξίας και του τιμήματος που αναγράφεται στο συμβόλαιο θα ερευνώνται και ο έλεγχος θα επεκτείνεται στους πωλητές, τους αγοραστές, αλλά και τους συμβολαιογράφους. «Δεν μπορεί η αντικειμενική αξία του ακινήτου να ανέρχεται σε 100.000 ευρώ και στο συμβόλαιο να αναγράφεται τιμή πώλησης 10.000 ευρώ. Αυτές οι υποθέσεις θα ελέγχονται», σημειώνει ο ίδιος παράγοντας του υπουργείου Οικονομικών.
Σε κάθε περίπτωση η νέα ρύθμιση αναμένεται να «ξεπαγώσει» πολλές αγοραπωλησίες ακινήτων που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στον «αέρα», καθώς οι αγοραστές αδυνατούν να δικαιολογήσουν στην εφορία τη δαπάνη απόκτησης των ακινήτων, η οποία υπολογίζεται με βάση τις υψηλές αντικειμενικές αξίες και υπερβαίνει το πραγματικό τίμημα.
Για παράδειγμα, ένας φορολογούμενος που αγοράζει μια κατοικία έναντι 100.000 ευρώ με αντικειμενική αξία 170.000 ευρώ θα πρέπει να δικαιολογήσει στην εφορία την προέλευση κεφαλαίων ύψους 170.000 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα έχει καταβάλει 100.000 ευρώ για την απόκτηση του ακινήτου. Αν δεν καταφέρει να δικαιολογήσει την προέλευση των χρημάτων, ο νόμος προβλέπει ότι θα πρέπει να πληρώσει φόρο εισοδήματος επί του ποσού του τιμήματος που δεν θα καταφέρει να δικαιολογήσει, καθώς αυτό θα αντιμετωπιστεί ως φορολογητέο εισόδημα. Το τίμημα για την αγορά του ακινήτου αναγράφεται στη φορολογική δήλωση. Αν δεν δικαιολογηθεί με κάποιο τρόπο (π.χ. τραπεζικός δανεισμός, ανάλωση κεφαλαίου, πώληση περιουσιακών στοιχείων) τότε θα φορολογηθεί ως εισόδημα με συντελεστή έως 42% και με ειδική εισφορά αλληλεγγύης έως 4%. Έτσι πέρα από τον φόρο μεταβίβασης και τα υπόλοιπα έξοδα (συμβολαιογραφικά και μετεγγραφής) ο αγοραστής κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπος με την επιβολή έξτρα φόρου.
Aπόκλιση
Τα στοιχεία από την κτηματαγορά δείχνουν ότι οι τιμές στις οποίες κλείνονται οι συμφωνίες είναι χαμηλότερες κατά 50% - 60% από τις τιμές της εφορίας. Κτηματομεσίτες και συμβολαιογράφοι κάνουν λόγο για τυφλό «πόθεν έσχες» που υπολογίζεται με βάση τις εκτός πραγματικότητας πλέον αντικειμενικές αξίες και προκαλεί αλυσιδωτές παρενέργειες δημιουργώντας αγορά των «ολίγων», οι οποίοι μπορούν να αποκτούν ακίνητα σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές και ταυτόχρονα να καλύπτουν με τα εισοδήματά τους τη δαπάνη απόκτησης.
Στην πραγματική τιμή
Το πόθεν έσχες δεν θα εφαρμόζεται στην αντικειμενική αξία του ακινήτου, όπως ισχύει σήμερα, αλλά στην πραγματική τιμή πώλησης του ακινήτου, ενώ παράλληλα θα λαμβάνονται υπόψη και οι υπόλοιπες δαπάνες, όπως ο φόρος που καταβλήθηκε και τα έξοδα μεταβίβασης του ακινήτου (έξοδα συμβολαιογράφου, μετεγγραφής κ.λπ.)
Ελεγχος
Η νέα διάταξη μπορεί στην πράξη να καταργεί το πόθεν έσχες, αφού η εφορία θα δέχεται το τίμημα που αναγράφεται στο συμβόλαιο αγοράς και όχι την αξία που υπολογίζεται σήμερα με βάση την υψηλότερη αντικειμενική αξία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι καταργείται το τεκμήριο απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και κυρίως ότι δεν θα γίνεται έλεγχος σε κάθε «ύποπτη» συναλλαγή.