Ζοφερές είναι οι διαπιστώσεις, αλλά και οι εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία που κάνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Σύμφωνα με την έκθεσή του, επιβεβαιώνει τον πλήρη εκτροχιασμό της οικονομίας από τις αρχές του 2015, ενώ παράλληλα προειδοποιεί για «υπαρκτό κίνδυνο να διολισθήσει η χώρα σε βαθύτερη ύφεση ή και σε μακροχρόνια στασιμότητα». Παράλληλα τονίζεται ότι αρχίζει να εξαντλείται η φοροδοτική ικανότητα των συνεπών πολιτών και δημιουργούνται συνθήκες για αύξηση της φοροδιαφυγής.
Η συνολική εικόνα που αποτυπώνεται είναι δραματική: «Η έστω μετρίως θετική πορεία που καταγράφηκε το 2014 και τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2015 έχει αναστραφεί. Ο υπαρκτός κίνδυνος είναι η χώρα να διολισθήσει σε βαθύτερη ύφεση ή και σε μια μακροχρόνια στασιμότητα», τονίζεται χαρακτηριστικά. Στην έκθεση αφιερώνονται ξεχωριστά κεφάλαια για την επιστροφή στην ύφεση, την αύξηση της ανεργίας, την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, τη μείωση των εξαγωγών και την πλήρη αβεβαιότητα λόγω των πολιτικών αντιφάσεων στον τομέα των μεταρρυθμίσεων.
«Τα προβλήματα εφαρμογής που καταγράφονται (π.χ. ΦΠΑ στην εκπαίδευση, 'κόκκινα' δάνεια, ιδιωτικοποιήσεις κ.ά.) δείχνουν ότι η οικονομική φιλοσοφία του Μνημονίου συχνά αμφισβητείται στην πράξη, πράγμα που τροφοδοτεί την αβεβαιότητα», αναφέρεται μεταξύ άλλων.
Εμπροσθοβαρές
Τονίζεται επίσης ότι το νέο μνημόνιο, σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα, είναι εμπροσθοβαρές, καθώς το 56% του Μνημονίου θα πρέπει να έχει εφαρμοστεί έως το τέλος του 2015, ενώ βασική τους ομοιότητα είναι ότι και το τρίτο μνημόνιο περιλαμβάνει οριζόντια μέτρα όπως η αύξηση του ΦΠΑ.
«Το τρίτο Μνημόνιο έχει δύο ουσιώδεις διαφορές από τα δύο προηγούμενα, αλλά και μία ομοιότητα», αναφέρεται σχετικά:
Πρώτη διαφορά: το τρίτο Μνημόνιο είναι εμπροσθοβαρές ως προς τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή το σύνολο σχεδόν των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων (περίπου 233) θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον προσεχή Ιούνιο του 2016. Ειδικότερα, οι 127 ενέργειες ή αλλιώς το 56% του Μνημονίου θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή μέχρι το τέλος του 2015, ενώ συνολικά το 80% πρέπει να εφαρμοστεί μέσα στους 10 πρώτους μήνες από την έναρξή του (έως τον Ιούνιο του 2016). Επιπλέον, ένα 30% ή αλλιώς το περίπου 1/3 των μέτρων αποτελούν προαπαιτούμενα για την εκταμίευση δόσεων. Το Γραφείο Προϋπολογισμού εκτιμά ότι το πρόγραμμα είναι πολύπλοκο και φιλόδοξο. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει «αγώνα δρόμου» για την εφαρμογή του και η δημόσια διοίκηση να δείξει διαχειριστική επάρκεια για ένα τόσο δύσκολο έργο. Οι μεταρρυθμίσεις θα εφαρμοστούν σε ένα περιβάλλον ύφεσης, καθώς το δεύτερο εξάμηνο του έτους αναμένεται να είναι χειρότερο σε σχέση με το πρώτο», σημειώνει η έκθεση και συνεχίζει «το εξάμηνο αυτό θα αντανακλά με χρονική υστέρηση όλες τις συνέπειες των προηγούμενων αρνητικών εξελίξεων, όπως οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων, η αβεβαιότητα, η επενδυτική άπνοια κ.λπ. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η επιτυχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων είναι πολύ πιο δύσκολη σε περιβάλλον ύφεσης».
Δεύτερη διαφορά: το τρίτο Μνημόνιο βασίζεται σε περισσότερο ρεαλιστικούς στόχους σχετικά με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων (-0,25% ΑΕΠ το 2015, +0,5% ΑΕΠ το 2016, +1,75% το 2017 και +3,5% το 2018). Τα μεγέθη αυτά είναι σαφώς χαμηλότερα από τα μεγέθη που είχαν τεθεί στο παρελθόν και που υπάρχουν ακόμη στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2015-18 (2,5% για φέτος, 3,5% για το 2016, 4,6% για το 2017 και 5,3% για το 2018). Σε απόλυτα μεγέθη, για το 2017 και για το 2018 αναμένονταν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 9,4 δισ. ευρώ και 11,5 δισ. ευρώ αντιστοίχως. Ήδη από τον Απρίλιο του 2014, το ΓΠΚΒ επισήμανε ότι τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα όσον αφορά στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων.
Υφεση
Τέλος, η ομοιότητά του με τα προηγούμενα είναι ότι το τρίτο Μνημόνιο περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις, που εκκρεμούν από το παρελθόν και δημοσιονομικά μέτρα, πολλά εκ των οποίων, είναι οριζόντια (π.χ. αύξηση του ΦΠΑ) και επιτείνουν την ύφεση. Διάφορες παρεμβάσεις σχετίζονται με αυξημένη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, είτε με νέους φόρους, π.χ. για τους αγρότες, τους γονείς με παιδιά σε φροντιστήρια, ιδιωτικά σχολεία κ.λπ. είτε με συνέχιση της εφαρμογής των ήδη γνωστών φόρων (π.χ. ΕΝΦΙΑ), που γίνονται περισσότερο επαχθείς, καθώς τα εισοδήματα πέφτουν.
Σε γενικές γραμμές, τα φορολογικά μέτρα έχουν αποφασισθεί χωρίς να εκτιμάται το γεγονός αν μπορούν να εφαρμοστούν, πού μπορούν να εφαρμοστούν, τι επιπτώσεις θα έχουν αν εφαρμοστούν και, βεβαίως, τι επιπτώσεις θα έχουν εάν δεν εφαρμοστούν από όλους. Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι εξαντλείται πλέον η φοροδοτική ικανότητα των συνεπών πολιτών, ενώ οι αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών και ενδεχομένως νέοι φόροι μπορεί να ενισχύσουν τη φοροδιαφυγή».