Σύμφωνα με έναν από τους πολλούς ορισμούς που κατά καιρούς έχουν δοθεί ως φοροδιαφυγή ορίζεται κάθε παράνομη πράξη που έχει σκοπό τη μείωση της νόμιμης φορολογικής υποχρέωσης και την αποφυγή καταβολής φόρου.
Η φοροδιαφυγή είναι παγκόσμιο φαινόμενο εκδηλούμενο, με διάφορους τρόπους από χώρα σε χώρα, εμφανιζόμενο είτε με την απόκρυψη εισοδημάτων με σκοπό τη μείωση του τελικού φορολογητέου εισοδήματος, είτε με την εμφάνιση αυξημένων ή ανύπαρκτων δαπανών με κυρίαρχο στόχο τη μείωση του φορολογητέου εισοδήματος ή την αποκόμιση αυξημένων μειώσεων φόρου.
Πέραν της φοροδιαφυγής ένα άλλο φαινόμενο είναι η φοροαποφυγή όπου σύμφωνα με έναν διεθνώς αποδεκτό ορισμό είναι η εφαρμογή καλά σχεδιασμένων λογιστικών πρακτικών που αποτελούν απόρροια προσεκτικής μελέτης της εμπορικής νομοθεσίας, της φορολογικής πρακτικής, των ισχυόντων προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, των υπουργικών αποφάσεων και της νομολογίας με μοναδικό στόχο τη μείωση της φορολογητέας ύλης. Ουσιαστικά η φοροαποφυγή είναι απόρροια ενός καλά μελετημένου φορολογικού σχεδιασμού, κατά τον οποίο δημιουργούνται διάφορα σενάρια και εναλλακτικές, μέχρι να προσδιοριστεί ο ελάχιστος δυνατός φόρος, συνήθως στα πλαίσια του νόμου.
Η έννοια της φοροαποφυγής διαφέρει από την έννοια της φοροδιαφυγής και ισορροπεί ανάμεσα στα πλαίσια ηθικού και νόμιμου. Στην περίπτωση της φοροδιαφυγής υπάρχει καταστρατήγηση του γράμματος και του πνεύματος του νόμου ενώ στην περίπτωση της φοροαποφυγής υπάρχει καταστρατήγηση μόνο του πνεύματος του νόμου (Καράγιωργας, 1981).
Έτσι η φοροαποφυγή πραγματοποιείται μέσα από την εκμετάλλευση μέσων και διαδικασιών που δεν συνεπάγονται ποινές ούτε επιφέρουν νομικές συνέπειες. Ο ακριβής ορισμός της φοροαποφυγής και το κατά πόσο αυτή θεωρείται «νόμιμη» ή «νομότυπη» αλλάζει τόσο διαχρονικά όσο και από χώρα σε χώρα. Η ουσία είναι πως ανεξάρτητα του χαρακτήρα της, οι οικονομικές συνέπειες της φοροαποφυγής είναι ίδιες με αυτές της φοροδιαφυγής και ο περιορισμός της είναι ουσιαστικής σημασίας για την οικονομική επιβίωση της χώρας.
Συνέπεια των φαινομένων αυτών είναι τα απαραίτητα φορολογικά έσοδα, για την άσκηση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής του κράτους, να μειώνονται σημαντικά και να γίνεται προσπάθεια αναπλήρωσής τους με την υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση αυτών που δεν έχουν τη δυνατότητα ή δεν επιθυμούν να υιοθετήσουν αυτές τις πρακτικές, ήτοι των συνεπών φορολογούμενων.
Συζητήσεις και μελέτες για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων έχουν γίνει πολλές. Η ερώτηση όμως είναι αν οι προσπάθειες που γίνονται για την καταπολέμησή τους είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και αν στοχεύουν σε μόνιμα και διαρθρωτικά μέτρα ουσιαστικής αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος.
Τα προβλήματα αυτά πρέπει να αντιμετωπισθούν αφενός με ένα φορολογικό σύστημα που θα είναι σταθερό και θα βασίζεται σε απλούς και λειτουργικούς κανόνες που θα τηρούνται από όλους, κατανέμοντας τα φορολογικά βάρη σύμφωνα με τη πραγματική φοροδοτική ικανότητα κάθε πολίτη, όπως το Σύνταγμα της χώρας επιβάλλει και αφετέρου με τη μέριμνα για τη σωστή αξιοποίηση των πόρων που εισπράττονται από τη φορολογία, έτσι ώστε κάθε φορολογούμενος να αποδίδει τους φόρους που του αναλογούν οικειοθελώς, έχοντας τη σιγουριά ότι αυτοί χρησιμοποιούνται προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Συνεπώς η μόνιμη αύξηση των δημοσίων εσόδων μπορεί να προέλθει μέσω της ουσιαστικής αντιμετώπισης των φαινομένων αυτών αποκαθιστώντας την κοινωνική δικαιοσύνη αφού μέχρι σήμερα ότι αποφεύγουν να καταβάλλουν οι φοροδιαφεύγοντες και οι φοροαποφεύγοντες το επιβαρύνονται όλοι οι υπόλοιποι.