Τα συμβούλια και οι διοικήσεις των τραπεζών εστιάζουν όλο και περισσότερο στη διαχείριση κινδύνου και αναθέτουν μεγαλύτερες ευθύνες στο προσωπικό του front office, καθώς αντιμετωπίζουν την πίεση του κανονιστικού πλαισίου, των απαιτήσεων των επενδυτών και του υψηλού κόστους από αστοχίες του παρελθόντος.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από έρευνα της ΕΥ για τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η οποία πραγματοποιήθηκε το 2015, «Επανεξετάζοντας τη διαχείριση κινδύνου: Οι τράπεζες επικεντρώνονται στους μη-χρηματοοικονομικούς κινδύνους και την ενίσχυση της ευθύνης» (Rethinking risk management: banks focus on non-financial risks and accountability).
Η έκτη ετήσια έρευνα των τραπεζών που διενεργήθηκε από την ΕΥ και το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF) αναδεικνύει τη συνεχιζόμενη προσπάθεια και τις επενδύσεις, με στόχο την οικοδόμηση ενός πιο αποτελεσματικού και ανθεκτικού πλαισίου διαχείρισης κινδύνων. Στην έρευνα συμμετείχαν διευθυντές Διαχείρισης Κινδύνου (Chief Risk Officers) και άλλα ανώτερα στελέχη από 51 τράπεζες σε 29 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Η ενίσχυση της λογοδοσίας για μη-χρηματοοικονομικούς κινδύνους, καθώς και για κινδύνους δεοντολογίας και επαγγελματικής συμπεριφοράς μεταξύ των στελεχών του front office, αποτελεί πρωταρχικό στόχο για την πλειοψηφία των τραπεζών. Το 77% των τραπεζών που συμμετείχαν στην έρευνα (έναντι 68% το 2014) αναφέρουν ως κορυφαία προτεραιότητα την ενίσχυση της κουλτούρας διαχείρισης κινδύνων. Το υψηλό κόστος των μη-χρηματοοικονομικών κινδύνων, οι οποίοι περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την κανονιστική συμμόρφωση και την εταιρική φήμη, αυξάνουν την πίεση προς τις τράπεζες. Το 60% των διεθνώς σημαντικών συστημικών τραπεζών που συμμετείχαν στην έρευνα, ανέφεραν ζημιές από μη-χρηματοοικονομικούς κινδύνους (συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών προστίμων και ποινών) που υπερβαίνουν το ένα δις δολάρια στη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών. Το 89% των ερωτηθέντων αναφέρουν ότι δίνουν αυξημένη έμφαση στους μη-χρηματοοικονομικούς κινδύνους.
Ο Γεώργιος Παπαδημητρίου, επικεφαλής του Τομέα Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης της ΕΥ, σχολιάζει: «Η εμπέδωση μιας ισχυρής κουλτούρας διαχείρισης κινδύνου αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά μιας επιτυχημένης πολιτικής διαχείρισης του κινδύνου. Οι τράπεζες το αναγνωρίζουν, ωστόσο τόσο οι ρυθμιστικές αρχές όσο και τα διοικητικά συμβούλια απαιτούν πιο ισχυρή διακυβέρνηση, δομές και μηχανισμούς ελέγχου. Είναι απαραίτητο να καταστεί η έννοια της διαχείρισης κινδύνου υπόθεση όλων, από τα διευθυντικά στελέχη μέχρι το προσωπικό της πρώτης γραμμής. Αυτό απαιτεί αλλαγή νοοτροπίας και πολιτικών, μακρόπνοη δέσμευση και επενδύσεις».
Δυο βασικά συστατικά μιας αποτελεσματικής πολιτικής διαχείρισης κινδύνου, σύμφωνα με την έρευνα, είναι η αυστηρή επιβολή των κανόνων και η σαφής εμπέδωση, μεταξύ του προσωπικού, της αντίληψης ότι η επιλήψιμη συμπεριφορά τιμωρείται. Το 85% αναφέρει ότι οι παραβάσεις αναφέρονται άμεσα στις μονάδες διαχείρισης κινδύνου (έναντι 76% το 2014), ενώ το 69% αναφέρει ότι τις παραβάσεις χειρίζονται οι επικεφαλής των εμπλεκόμενων τμημάτων. Οι περισσότερες τράπεζες αναφέρουν ότι οι σοβαρές παραβιάσεις των πολιτικών κινδύνου οδηγούν σε πειθαρχικές ενέργειες (94%), ωστόσο, λιγότεροι από τους μισούς (44%) δηλώνουν ότι οι ατομικές συμπεριφορές έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην επαγγελματική εξέλιξη. Οι τράπεζες πλέον στρέφουν την προσοχή τους στην προληπτική διαχείριση μη-χρηματοοικονομικών κινδύνων. Το 50% των τραπεζών αναπτύσσουν προληπτικές διαδικασίες εκτίμησης κινδύνων, αντί να περιμένουν να διεξάγουν έρευνες, μετά την εκδήλωση του κινδύνου. Μεταξύ των προληπτικών μέτρων που λαμβάνουν οι τράπεζες, περιλαμβάνονται λεπτομερείς αναφορές και διενέργεια ερευνών για συγκεκριμένες παραβιάσεις των κανονισμών (72%), σε βάθος εξέταση των επιμέρους επιχειρησιακών διαδικασιών (70%) και αξιολόγηση των περιστατικών όπου ο κίνδυνος αντιμετωπίστηκε έγκαιρα (64%). Η πλειοψηφία (70%) των στελεχών που συμμετείχαν στην έρευνα συμφωνούν ότι, για να είναι επιτυχημένη η εφαρμογή όσον αναφορά το επιθυμητό επίπεδο κινδύνου, θα πρέπει να βασίζεται σε μια συλλογική προσέγγιση όπου θα εμπλέκεται το διοικητικό συμβούλιο, ο διευθύνων σύμβουλος, ο Γενικός Διευθυντής της μονάδας Διαχείρισης Κινδύνων, ο Οικονομικός Διευθυντής και οι επικεφαλής των Διευθύνσεων.