Από τα συμπεράσματά της καθίσταται σαφές ότι η ταχεία άρση των περιορισμών είναι κρίσιμη για να παραμείνει η επίδραση των capital controls στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στα τρέχοντα -σχετικά διαχειρίσιμα- επίπεδα και να μην υπάρξει περαιτέρω επιδείνωση, στα επίπεδα απασχόλησης, την επενδυτική και εξαγωγική δραστηριότητα και τελικά τη βιωσιμότητα επιχειρήσεων.
Μέχρι στιγμής, η μείωση των πωλήσεων άγγιξε το 15% στο τρίτο τρίμηνο του 2015 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2014, με τις επιπτώσεις να είναι πιο αισθητές στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων. Οι δύο πιο αναπτυξιακές βιομηχανίες, χημικά και τρόφιμα, δέχθηκαν πίεση με τη βιομηχανία τροφίμων να εμφανίζεται απροετοίμαστη, τον κλάδο χημικών να αναγκάζεται να προχωρήσει σε λειτουργικές αλλαγές, ακυρώνοντας επενδυτικά σχέδια και τη βαριά βιομηχανία να περιορίζει την απασχόληση. Ανθεκτικές εμφανίστηκαν οι τουριστικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το λιανικό εμπόριο ήταν διαρθρωτικά αδύναμο, ενώ προβλήματα ρευστότητας παρουσίασε το εμπόριο αυτοκινήτων. Την ισχυρότερη επίδραση δέχθηκε ο τομέας των έργων υποδομής.
Πάντως η γρήγορη άρση των capital controls φαίνεται, βάσει της έρευνας, να αποτελεί και προσδοκία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Μέχρι στιγμής λιγότερες από τις μισές έχουν πάντως προχωρήσει σε αλλαγή της μεσοπρόθεσμης στρατηγικής τους εξαιτίας των περιορισμών. Συγκεκριμένα περίπου το 25% του τομέα έχει ήδη ακυρώσει επενδυτικά σχέδια, περίπου μια στις πέντε (22%) έχει περιορίσει την απασχόληση, το 7% έχει προχωρήσει σε προσωρινή διακοπή λειτουργίας, ενώ μόλις το 1% έχει μεταφέρει την έδρα του στο εξωτερικό. Πιο αδύναμοι εμφανίζονται οι τομείς του λιανικού εμπορίου και των κατασκευών, ενώ πιο ανθεκτικοί αποδείχθηκαν οι κλάδοι της βιομηχανίας χημικών, της πληροφορικής και του τουρισμού. Εφόσον τα capital controls αρθούν σχετικά σύντομα, τα δύο τρίτα των ΜμΕ εκτιμούν πως θα επανέλθουν σε ομαλή κατάσταση λειτουργίας σε λιγότερο από τρεις μήνες με το ένα τρίτο να δηλώνει άμεσα.
Ειδικότερα σύμφωνα με τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας σε δείγμα 1.200 επιχειρήσεων:
[1] Πολιτική αβεβαιότητα και capital controls «συρρίκνωσαν» κατά 15% τις πωλήσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο τρίτο τρίμηνο του 2015, έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2014 και αντί της πτώσης 4% που είχε καταγραφεί κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2015. Η πτώση για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις έφθασε το 23% και το 10% κατά τα αντίστοιχα τρίμηνα.
[2] Τα capital controlos έπληξαν περισσότερο τις μικρομεσαίες έναντι των μεγαλύτερων επιχειρήσεων, καθώς η πτώση των πωλήσεων ήταν 15% για τις μικρομεσαίες αντί του 7,8% για τις μεγάλες. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις δέχθηκαν υψηλότερες πιέσεις στις πωλήσεις (-23%) και στις εξαγωγές (-28%), ενώ οι μεσαίες επιχειρήσεις εμφανίστηκαν πιο ανθεκτικές (-9% στις πωλήσεις και -4% στις εξαγωγές). Για επιχειρήσεις με πωλήσεις μεταξύ 5 - 10 εκατ. ευρώ η διαθεσιμότητα χρηματικών διαθεσίμων αγγίζει τα δύο τρίτα του τομέα, άνω του μισού αυτού δηλώνει ικανότητα άμεσης επαναφοράς στην ομαλότητα και το 37% του τομέα διαβλέπει ανάπτυξη το επόμενο εξάμηνο.
[3] Ο δείκτης εμπιστοσύνης της τράπεζας για τις μικρομεσαίες επιδεινώθηκε αισθητά, αφού το 87% των μικρομεσαίων δήλωσε πως αντιμετώπισε σημαντικά προβλήματα εξαιτίας των περιορισμό. Ο δείκτης «επέστρεψε» στα επίπεδα του δεύτερου εξαμήνου του 2013, αντανακλώντας σε σημαντικό βαθμό τη λειτουργική επιβάρυνση των επιχειρήσεων από τα εξής:
προμήθεια πρώτων υλών (39% σε μεγάλο βαθμό και 39% σε κάποιο βαθμό)
χρήση υπηρεσιών από το εξωτερικό (35% του τομέα σε μεγάλο βαθμό και 27% σε κάποιο βαθμό)
είσπραξη απαιτήσεων (31% σε μεγάλο βαθμό και 51% σε κάποιο βαθμό)
[4] Οι επιπτώσεις μετριάστηκαν σχετικά από το ότι άνω των μισών επιχειρήσεων του τομέα δηλώνει πως είχε προετοιμαστεί για την επιβολή των περιορισμών έχοντας διακρατήσει χρηματικά διαθέσιμα, εκτός τραπεζικού συστήματος (το 21% επαρκή και το 36% σε κάποιο βαθμό).
[5] Εάν η ανάλυση επικεντρωθεί στο εμπόριο και τη βιομηχανία που καλύπτουν το 70% του κλάδου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχουν ως δεύτερο μέσο θωράκισης τη διακράτηση αποθεμάτων. Υπό αυτό το πρίσμα το ποσοστό των επιχειρήσεων που έχει είτε επαρκή χρηματικά διαθέσιμα ή επαρκή αποθέματα υπερβαίνει το 80%.
[6] Ωστόσο με δεδομένο ότι η όποια ανθεκτικότητα συνδέεται με την ύπαρξη αποθεμάτων η ταχεία άρση τους είναι κρίσιμη για να παραμείνει η επίδραση των περιορισμών στα τρέχοντα -σχετικά διαχειρίσιμα- επίπεδα.
Τα πλην και τα συν!
Οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν την προσδοκία για ταχεία άρση των περιορισμών. Λιγότερες από τις μισές έχουν μεταβάλει τη στρατηγική τους προχωρώντας σε άρση επενδυτικών σχεδίων (25% του τομέα), περιορισμό της απασχόλησης (22%), προσωρινή διακοπή λειτουργίας (7%), μεταφορά έδρας (1%).
Στα θετικά από την επιβολή των περιορισμών συγκαταλέγεται η αύξηση της χρήσης του e ? banking και των μηχανημάτων για κάρτες POS, ειδικά στις μικρές επιχειρήσεις (με 12% αυτών να βάζει POS και 14% να ξεκινάει χρήση e - banking εξαιτίας των περιορισμών).