Την ανάγκη ταχείας άρσης των κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls) στην Ελλάδα επισημαίνει σε ανάλυσή της η Εθνική Τράπεζα, τα οποία από τα μέσα του 2015 αποτέλεσαν αναμφισβήτητα μια διαταραχή για την οικονομία.
Τα βασικά μηνύματα της ανάλυσης είναι δύο: (i) οι ΜμΕ επλήγησαν περισσότερο από τις μεγάλες επιχειρήσεις και (ii) οι άμυνες τους στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε πεπερασμένα χρηματικά διαθέσιμα εκτός τραπεζικού συστήματος και αποθέματα καθιστώντας έτσι αυξανόμενη την επίδραση των κεφαλαιακών ελέγχων όσο περνάει ο χρόνος.
Συγκεκριμένα σύμφωνα με τη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας από την πίεση της πολιτικής αβεβαιότητας και της επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων, οι ΜμΕ κατέγραψαν σημαντική πτώση πωλήσεων κατά το τρίτο τρίμηνο του 2015. Συγκεκριμένα, βάσει ερωτηματολογίου σε δείγμα 1.200 επιχειρήσεων, η μείωση άγγιξε το 15% το τρίτο τρίμηνο του 2015 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2014 έναντι πτώσης 4% κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2015 (με την πτώση για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις να φτάνει το 23% και το 10% κατά τα αντίστοιχα τρίμηνα).
Αξιοσημείωτο είναι ότι η επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων φαίνεται να έπληξε περισσότερο τις ΜμΕ σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς η διαφορά στο ρυθμό πτώσης των πωλήσεων έφτασε τις 7,2 ποσοστιαίες μονάδες το τρίτο τρίμηνο του 2015 (15% για τις ΜμΕ έναντι 7,8% για τις μεγάλες).
Όσον αφορά το επιχειρηματικό κλίμα, η επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων αποτυπώθηκε στο Δείκτη Εμπιστοσύνης της ΕΤΕ για τις ΜμΕ ο οποίος μειώθηκε κατά 21 μονάδες το δεύτερο εξάμηνο του 2015 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2014, επιστρέφοντας έτσι στα επίπεδα του δεύτερου εξαμήνου του 2013. Η πτώση του Δείκτη Εμπιστοσύνης αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργική επιβάρυνση των ΜμΕ από την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων κυρίως όσον αφορά:
- την προμήθεια πρώτων υλών (39% του τομέα σε μεγάλο βαθμό)
- τη χρήση υπηρεσιών από το εξωτερικό (35% του τομέα σε μεγάλο βαθμό)
- την είσπραξη απαιτήσεων (31% του τομέα σε μεγάλο βαθμό)
Η αντίδραση των ΜμΕ στην επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων μετριάστηκε από το γεγονός ότι άνω του ½ του τομέα δηλώνει ότι είχε προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων, έχοντας διακρατήσει χρηματικά διαθέσιμα εκτός τραπεζικού συστήματος (το 21% επαρκή και το 36% σε κάποιο βαθμό), ενώ οι κλάδοι εμπορίου και βιομηχανίας έχουν και ένα δεύτερο μέσο θωράκισης έναντι των κεφαλαιακών ελέγχων: τη διακράτηση αποθεμάτων. Υπό αυτό το πρίσμα, το ποσοστό των επιχειρήσεων που έχει είτε επαρκή χρηματικά διαθέσιμα είτε επαρκή αποθέματα ξεπερνά το 80%.
Συνεπώς, καθώς η σχετική ανθεκτικότητα του επιχειρηματικού τομέα έναντι των κεφαλαιακών ελέγχων προκύπτει εν μέρει από την ύπαρξη πεπερασμένων χρηματικών αποθεμάτων εκτός τραπεζικού συστήματος (και δευτερευόντως αποθεμάτων), η ταχεία άρση τους είναι κρίσιμη για να παραμείνει η επίδραση τους στις ΜμΕ στα τρέχοντα – σχετικά διαχειρίσιμα – επίπεδα. Η γρήγορη άρση των κεφαλαιακών ελέγχων φαίνεται ότι αποτελεί και προσδοκία των ΜμΕ, καθώς λιγότερο από το ½ του τομέα δηλώνει ότι έχει προχωρήσει σε κάποια αλλαγή της μεσοπρόθεσμης στρατηγικής της λόγω της επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων. Συγκεκριμένα:
- περίπου το ¼ του τομέα ακύρωσε επενδυτικά σχέδια,
- το 22% περιόρισε την απασχόληση,
- το 7% προχώρησε σε προσωρινή διακοπή λειτουργίας και
- το 1% μετέφερε την έδρα του στο εξωτερικό.
Η επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων είχε και δύο θετικές επιδράσεις στη λειτουργική αποτελεσματικότητα της ελληνικής οικονομίας καθώς αύξησε τη χρήση e-banking και μηχανημάτων για κάρτες (POS) – ειδικά στις μικρές επιχειρήσεις (με 12% αυτών να βάζει POS και 14% να ξεκινάει τη χρήση υπηρεσιών e-banking λόγω των κεφαλαιακών ελέγχων).
Σε επίπεδο κλάδων, θετικά ξεχωρίζει η βιομηχανία χημικών, η πληροφορική και ο τουρισμός, ενώ πιο αδύναμοι παρουσιάζονται οι τομείς των κατασκευών και του λιανικού εμπορίου.