Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Αλμα στο... κενό η εξομοίωση των εργαζομένων με «μπλοκάκι»

Με όχημα το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας και με πρόσχημα την εξασφάλιση των συντάξεων και το δημοσιονομικό όφελος, κυβέρνηση και δανειστές (;) επιτίθενται για ακόμα μια φορά επιβάλλοντας βίαιες «μετα (απο)ρρυθμίσεις» στα εργασιακά δικαιώματα.



Ειδικότερα, στο άρθρο 52 του νέου Ασφαλιστικού Νομοσχεδίου υπό τον τίτλο «Εισφορές Μισθωτών και Εργοδοτών» προβλέπεται ότι «το συνολικό ποσοστό εισφοράς κλάδου σύνταξης στον ΕΦΚΑ ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων, με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών».

Η ως άνω προβλεπόμενη ασφάλιση όλων των εργαζομένων σ’ ένα ενιαίο ταμείο, αδιακρίτως ιδιότητας, στη μετεξέλιξη του ΙΚΑ που θα ονομάζεται Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και θα ενταχθούν σε αυτό, σταδιακά όλοι οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης (ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ, ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, ΟΓΑ, ΝΑΤ), σε συνδυασμό με το προαναφερόμενο υψηλό κόστος ασφάλισης (αυξήσεις εισφορών εργαζομένων) οδηγούν σε αντικίνητρα ασφάλισης και κατ’ επέκταση υπάρχει ο φόβος -μεταξύ άλλων- οι εργοδότες να προβούν σε μονομερή μετατροπή των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας σε συμβάσεις έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών (τα ονομαζόμενα μπλοκάκια), στις οποίες δεν εφαρμόζονται οι προστατευτικές διατάξεις του εργατικού δικαίου, ούτε οι κανόνες της κοινωνικής ασφάλισης.

Δηλαδή, οι εργοδότες, προκειμένου να αποφεύγουν την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών προς τους εργαζομένους τους, κάτι που συνδέεται άμεσα με τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, θα συνάπτουν εξ αρχής ή θα προβαίνουν σε μετατροπή των υπαρχουσών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, προς άλλες μορφές συμβάσεων που υποκρύπτουν καταστρατήγηση των κανόνων του εργατικού δικαίου, όπως η σύμβαση έργου ή η σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών. Ωστόσο, η μονομερής εκ μέρους του εργοδότη μετατροπή των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας σε συμβάσεις έργου ή συμβάσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών, πέραν του γεγονότος ότι αποτελεί αναμφισβήτητα βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, οδηγεί περαιτέρω στη μετακύλιση των νέων ασφαλιστικών επιβαρύνσεων από τους εργοδότες στους εργαζομένους.

Στην πρόσφατη επίσημη συνέντευξη για την παρουσίαση του νέου ασφαλιστικού νομοσχεδίου, ο υπουργός Εργασίας, κ. Κατρούγκαλος, δήλωσε ότι προς αποτροπή των παραπάνω κινδύνων, η κυβέρνηση σχεδιάζει να νομοθετήσει κριτήρια βάσει των οποίων θα τεκμαίρεται η σχέση εξαρτημένης εργασίας στις περιπτώσεις όσων απασχολούνται με συμβάσεις έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Με βάση δε τα κριτήρια αυτά, που θα καθορισθούν με σχετική Υπουργική Απόφαση, σε περίπτωση που θα προκύπτει διαρκής παροχή υπηρεσιών σ’ έναν ή περισσότερους εργοδότες, η εργοδοτική εισφορά θα επιμερίζεται ανάλογα με το ποσό της αμοιβής που έχει παρασχεθεί σε καθέναν από αυτούς.

Ωστόσο, η θέσπιση τεκμηρίου υπέρ της ύπαρξης σχέσης εξαρτημένης εργασίας, σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζει πλήρως τους εν λόγω εργαζομένους, όπως άλλωστε έχει αποδειχθεί και από παλαιότερες προσπάθειες νομοθέτησης σχετικών τεκμηρίων. Για παράδειγμα, με Ν. 3846/2010 εισήχθη τεκμήριο που προβλέπει ότι στην περίπτωση κατά την οποία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου συνάπτεται συμφωνία για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις συμφωνίας αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν, τηλεργασίας, κατ’ οίκον απασχόλησης κ.τ.λ.), υποκρύπτεται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες. Η εισαγωγή του παραπάνω θετικού τεκμηρίου, τροποποίησε τον Ν. 2639/1998 σύμφωνα με τον οποίο υπήρχε αρνητικό τεκμήριο καθώς προβλεπόταν ότι στην περίπτωση κατά την οποία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου συνάπτεται συμφωνία για παροχή υπηρεσιών ή έργου, τεκμαίρεται ότι δεν υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η συμφωνία αυτή καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας. Να τονίσουμε ότι το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ εξαρτημένης εργασίας και συγγενών μορφών είναι από τα δυσχερέστερα και έχει απασχολήσει σε μέγιστο βαθμό την θεωρία και τη νομολογία του εργατικού δικαίου.

Σε κάθε περίπτωση η κρίση και ο νομικός χαρακτηρισμός της εκάστοτε σύμβασης, αποτελεί έργο των Δικαστηρίων, τα οποία είναι αρμόδια να προβούν στην ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ενώ η πλειοψηφία των τεκμηρίων υπέρ της ύπαρξης εξαρτημένης εργασίας, που έχουν κατά καιρούς εισαχθεί νομοθετικά, είναι μαχητά, καθώς ανατρέπονται εάν αποδεικνύεται ότι η παρεχόμενη εργασία δεν είναι εξαρτημένη, με το βάρος της απόδειξης μάλιστα ν’ αφορά τον ίδιο τον εργαζόμενο. Άλλωστε, η νομοθέτηση τεκμηρίων υπέρ της ύπαρξης εξαρτημένης εργασίας ουδόλως έχει συμβάλει στην αποτροπή της καταστρατήγησης της εργατικής νομοθεσίας μέσω των συμβάσεων έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών που υποκρύπτουν εξαρτημένη εργασία.


 
website counter
friend finderplentyoffish.com