Παρά την ελληνική χρεοκοπία, την εποχή αυτή, ακριβώς λόγω του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων είναι ενδεχόμενο να έρθουν περισσότερες επενδύσεις απ' ό,τι πριν -και αυτές είναι ευπρόσδεκτες, αν και δεν είναι επενδύσεις σε τομείς που βρίσκονται στο «τεχνολογικό σύνορο» της παραγωγής.
Υπάρχει μία «καταπραϋντική» φιλολογία ότι μόλις τελειώσει αυτή «η αξιολόγηση» και γίνει μία συμφωνία για το ελληνικό χρέος τότε ανοίγει ο δρόμος για την προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα. Αυτή η φιλολογία απλοποιεί τα πράγματα και στις τρεις διαστάσεις τους: και ως προς το τέλος της αξιολόγησης, καθώς μόλις τελειώσει αυτή θα έπεται η επόμενη, για ένα πρόγραμμα που διαρκεί έως το 2018, και ως προς την συμφωνία για το reprofiling του ελληνικού δημόσιου χρέους, η οποία πιθανότατα επίσης θα συνεπάγεται μία διαδικασία αξιολογήσεων, και, κυρίως, και ως προς την ροή και την τύχη των ξένων αμέσων επενδύσεων στην Ελλάδα.
Εξ αυτών των τριών αυτό της προσέλκυσης επενδύσεων είναι θεμελιώδες για το οποίο δεν χωρούν αυταπάτες και για το οποίο τα αναπτυξιακά αποτελέσματα των πολιτικών επιλογών είναι αργόσυρτα. Ο Δημήτρης Ιωάννου σε πρόσφατη ομιλία του με τίτλο «Όχι άλλη «ανάπτυξη»!» στην εσπερίδα με θέμα «Ποιες επενδύσεις για ποια ανάπτυξη;» (το κείμενό της είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο) που διοργάνωσαν το Hellenic American College/Hellenic American University, η Ελληνοαμερικανική Ένωση και το Ελληνικό Tμήμα της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων, επεσήμανε πως σύμφωνα με τα στοιχεία της UNCTAD, οι «άμεσες ξένες επενδύσεις» στην Ελλάδα αντιστοιχούν «μόνο στο 8,5% της συνολικής εγκατεστημένης δυναμικότητας, ενώ στη γειτονική Τουρκία είναι το 21% και ο μέσος όρος στην Ε.Ε, είναι 50%. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι να συνειδητοποιήσουμε πόσο πολύ απέχει η ελληνική πραγματικότητα από τον παγκόσμιο μέσο όρο που είναι 33,5%».
Είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ειλικρινά ότι αυτή η δυσμενής κατάσταση η οποία διαμορφώθηκε πριν τα μνημόνια και τις αξιολογήσεις τους, πριν την απογείωση του δημόσιου χρέους και τη δημοσιονομική χρεοκοπία, μπορεί να αναταχθεί απλά επειδή «θα κλείσει» μία αξιολόγηση, κι επειδή θα γίνει νέα, μία ακόμη, αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή και η συμμετοχή του ΔΝΤ στο νέο ? τρέχον- πρόγραμμα;
Το ζήτημα της προσέλκυσης επενδύσεων ανήκει στα θεμελιώδη ζητήματα της μεταπολεμικής και της μεταπολιτευτικής περιόδου στην Ελλάδα. Και σήμερα εάν υπάρχουν υποψήφιες επενδύσεις και επενδυτικό ενδιαφέρον, υπάρχουν και επενδύσεις που απαξιώνονται και αποσύρονται.
Παρά την ελληνική χρεοκοπία, την εποχή αυτή ακριβώς λόγω του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων είναι ενδεχόμενο να έρθουν περισσότερες επενδύσεις απ' ότι πριν -και αυτές είναι ευπρόσδεκτες, αν και δεν είναι επενδύσεις σε τομείς που βρίσκονται στο «τεχνολογικό σύνορο» της παραγωγής, αλλά είναι σε τομείς που απλά αξιοποιούν τα γεωφυσικά πλεονεκτήματα της χώρας (λιμάνια, αεροδρόμια, ξενοδοχεία κ.λπ.) και τις υποδομές της, ή υπάρχουσες ολιγοπωλιακές καταστάσεις (τράπεζες, τυχερά παίγνια -ΟΠΑΠ κ.λπ.). Δηλαδή επενδύσεις οι οποίες ενώ είναι χρήσιμες, δεν πρόκειται να μετασχηματίσουν την παραγωγική ταυτότητα της χώρας επί τα βελτίω, διότι δεν φέρνουν κάποια τεχνογνωσία αιχμής.
Ταυτόχρονα όμως είναι αλλεπάλληλες οι περιπτώσεις επενδύσεων μεταποιητικών επιχειρήσεων οι οποίες αποσύρονται από την ελληνική οικονομία και απομακρύνουν την χώρα ακόμη περισσότερο από τις παγκόσμιες παραγωγικές αλυσίδες.