Η τυπική ευρωπαϊκή επιχείρηση, κατά συνέπεια και η ελληνική, είναι η μικρομεσαία και η πολύ μικρή επιχείρηση.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα και με τις σχετικές ετήσιες εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις το μεγαλύτερο ποσοστό των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων θεωρούνται μικρομεσαίες, με τη συντριπτική πλειοψηφία να είναι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις. Επισημαίνεται ότι, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις έχουν προσφέρει θέσεις εργασίας σε έναν μεγάλο αριθμό εργαζομένων, με αποτέλεσμα δίκαια να φέρουν τον τίτλο «ατμομηχανή της απασχόλησης και της ανάπτυξης».
Όμως σήμερα που, λόγω της συνεχιζόμενης ύφεσης, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων και ειδικά οι μικρομεσαίες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, με σημαντική επιδείνωση της γενικής οικονομικής τους κατάστασης αλλά και των επιμέρους οικονομικών τους δεικτών, η κυβέρνηση καλείται να σκύψει πάνω από αυτές και να δώσει τις λύσεις εκείνες οι οποίες θα εξασφαλίσουν αρχικά τη βιωσιμότητά και στη συνέχεια την ανάκαμψη - ανάπτυξή τους, οδηγώντας ταχύτερα την οικονομία της χώρας μας στην έξοδο από την ύφεση. Ειδικότερα πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα, έστω και αν για αυτά δεν θα υπάρξει η σύμφωνη γνώμη των δανειστών, μέτρα τα οποία θα έχουν σαν στόχο τη στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, όπως :
α) Δημιουργία νέου επενδυτικού - αναπτυξιακού νόμου που θα περιέχει απλούς, σαφείς και μακροχρόνια σταθερούς κανόνες. Μέσω αυτού πρέπει να δοθούν αναπτυξιακά κίνητρα κατά κύριο λόγο φορολογικά και ασφαλιστικά έτσι ώστε βάσει συγκεκριμένου σχεδιασμού να ενισχυθούν ουσιαστικά και αναπτυξιακά οι επιχειρήσεις, ειδικότερα πιο αυξημένα στις μεταποιητικές επιχειρήσεις τις περιφέρειας. Ειδικά κίνητρα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις για την δημιουργία παραγωγικών επενδύσεων, τη διασφάλιση των υφιστάμενων και την περαιτέρω αύξηση των θέσεων εργασίας κρίνονται ως αυξημένης προτεραιότητας. Είναι γνωστό ότι οι επενδύσεις από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, λόγω του ύψους τους, υλοποιούνται πολύ πιο γρήγορα και κατά συνέπεια τα αναπτυξιακά τους αποτελέσματα γίνονται σύντομα ορατά βοηθώντας στην ανάπτυξη αυτών των επιχειρήσεων και κατά συνέπεια στην γρηγορότερη ανάκαμψη της οικονομίας.
β) Η ουσιαστική πάταξη του παραεμπορίου το οποίο αφ’ ενός οδηγεί στον μαρασμό και στο λουκέτο τις επιχειρήσεις λόγω του αθέμιτου ανταγωνισμού και αφ’ ετέρου στερεί από το κράτος φόρους.
γ) Με δεδομένο ότι η ρευστότητα των επιχειρήσεων επιδεινώνεται συνεχώς, η κυβέρνηση πρέπει να κάνει ουσιαστικές παρεμβάσεις έτσι ώστε οι τράπεζες να επιτελέσουν το ρόλο τους δηλαδή να ανοίξουν τις κάνουλες χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις οι οποίες σήμερα στην πλειοψηφία τους ασφυκτιούν. Δεν φταίνε οι επιχειρήσεις στο σύνολό τους, ειδικά οι μικρομεσαίες, για τις επισφάλειες των τραπεζών και είναι παράλογο αυτό που γίνεται σήμερα να μην μπορούν να αντλήσουν, παρότι έχουν τα εχέγγυα, τα απαραίτητα κεφάλαια κίνησης. Δεν είναι τυχαίο αυτό που λέγεται από πολλούς επιχειρηματίες, «αν είχα τις εγγυήσεις που μου ζητά η τράπεζα δεν θα χρειαζόμουν χρηματοδότηση».
δ) Εκλογίκευση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης πολιτών και επιχειρήσεων. Η αύξηση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης, πρακτική η οποία έχει ήδη υιοθετηθεί τα τελευταία χρόνια, οδηγεί σε μείωση εισοδημάτων κατά συνέπεια και των συναλλαγών άρα αυξάνει την ύφεση. Αποτέλεσμα η πτωτική τάση στα φορολογικά έσοδα που οδηγεί σε άλλη αύξηση της φορολογίας και τις επιχειρήσεις στο λουκέτο γιατί αντί να υπάρχει ένα φορολογικό σύστημα φιλικό προς το επιχειρείν υπάρχει ένα φορολογικό σύστημα που στοχοποιεί το παραγόμενο κέρδος.