Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών στα κύρια συγκεντρωτικά μεγέθη της μεταποίησης δείχνουν ότι η ελληνική βιομηχανία ακολουθεί μια πορεία συρρίκνωσης.
Το 1/3 των επιχειρήσεων που λειτουργούσε το 2008, τέθηκε εκτός αγοράς μέχρι το 2013. Ακόμη πιο αποκαλυπτική είναι η σύγκριση της Ελλάδας με τα υπόλοιπα μέλη της Ε.Ε. των 28. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση σε ό,τι αφορά τη συμβολή της μεταποίησης στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του συνόλου της χώρας. Βρίσκεται επίσης στην τελευταία θέση στις επενδύσεις στη μεταποίηση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το 7% της ελληνικής μεταποίησης κάνει χρήση της υψηλής τεχνολογίας. Επίσης το πολύ χαμηλό ποσοστό επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη έχει ως συνέπεια οι εν λόγω επιχειρήσεις να καθίστανται μη ανταγωνιστικές στη διεθνή αγορά. Το 2013 οι ελληνικές βιομηχανίες διέθεσαν συνολικά 175,84 εκατ. ευρώ για έρευνα και ανάπτυξη, ποσό που μεταφράζεται σε 16 ευρώ ανά κάτοικο, ήτοι 0,1% του ΑΕΠ. Είναι ενδεικτικό ότι την ίδια χρονιά, οι κλάδοι της μεταποίησης στη Σουηδία, τη Φινλανδία, τη Γερμανία, την Αυστρία και το Βέλγιο, διέθεσαν αντίστοιχα για έρευνα και ανάπτυξη 732, 605, 561, 498 και 366 ευρώ ανά κάτοικο. Από τα παραπάνω καταδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι δεν υφίσταται μόνο έλλειψη επενδύσεων στη μεταποίηση, αλλά και ότι οι ελλιπείς επενδύσεις οδηγούν σε τεχνολογικό χάσμα, αλλά και σε έλλειψη ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων σε σχέση με τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται παγκοσμίως.
Βέβαια οι μεγάλες αυτές ελλείψεις που παρουσιάζει η εγχώρια ελληνική μεταποιητική δραστηριότητα δεν είναι απόρροια μόνο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, αλλά το σύμπτωμα της παραγωγικής και αναπτυξιακής καχεξίας, η οποία κατατρώει την ελληνική οικονομία τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Μια πρόχειρη ιστορική αναδρομή καταδεικνύει ότι τα κεφάλαια από την Ευρωπαϊκή Ένωση που προορίζονταν για επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, πλην ορισμένων οριακών εξαιρέσεων, κατασπαταλήθηκαν ή οδηγήθηκαν στην ιδιωτική εγχώρια και ξένη κατανάλωση. Στο αποτέλεσμα λοιπόν της κρίσης δεν έχει συμβάλει μόνο το γραφειοκρατικό και ομολογουμένως δύσκαμπτο κράτος, αλλά και το εξίσου προβληματικό μοντέλο άσκησης της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας.
Στον βαθμό που η πραγματική οικονομία δεν παράγει πλούτο, ο χρηματοπιστωτικός τομέας παρασύρεται σε βαθιά κρίση στην εγχώρια αλλά και στην ευρωπαϊκή αγορά.
Η δραματική μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, που έχει προκύψει από τις πολιτικές λιτότητας σε όλη την Ευρώπη, οδήγησε αναπόφευκτα όλο το ευρωπαϊκό οικονομικό μοντέλο σε παγίδα ρευστότητας -όπως την χαρακτήρισε ο Μάριο Ντράγκι- δηλαδή στο παράδοξο οικονομικό φαινόμενο οι επιχειρήσεις να δανείζονται ελάχιστα έως και καθόλου παρά τα μηδενικά σχεδόν επιτόκια. Η κατάρρευση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, όπως προκύπτει από τις εξελίξεις στην Deutsche Bank, στην Commerz Bank, αλλά και στις ιταλικές τράπεζες, καταδεικνύει ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Είναι κυρίως ευρωπαϊκό. Κι εδώ η κρίση είναι δευτερογενής. Είναι απόρροια του προβλήματος της πραγματικής οικονομίας.
Είναι ανάγκη λοιπόν αυτό να αντιστραφεί. Είναι ανάγκη να πάρει μπρος η πραγματική οικονομία στην Ευρωζώνη. Είναι ανάγκη να προταθεί και να συμφωνηθεί ένα ενωσιακό παραγωγικό μοντέλο. Σήμερα είναι εμφανές ότι η Ευρώπη δεν ακολουθεί κοινούς κανόνες, κοινές αρχές, με τη Γερμανία να εμφανίζεται άτεγκτη στα θέματα τήρησης των κανόνων του ανταγωνισμού για τις χώρες του Νότου, την ίδια στιγμή που οι γερμανικές αρχές όχι απλά επιδεικνύουν εγκληματική ανοχή στις παραβατικές συμπεριφορές των δικών τους επιχειρήσεων, αλλά χρησιμοποιούν και τον κρατικό μηχανισμό τους (διπλωματικό, οικονομικό κ.λπ.) για να συγκαλύψουν ή να επιβάλουν τα αποτελέσματα τέτοιων πρακτικών.
Ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση να πραγματοποιηθεί και να είναι λειτουργική έτσι ώστε το ευρώ να γίνει πραγματικά κοινό νόμισμα κι όχι απλώς ένας μηχανισμός αναδιανομής πλούτου από τους φτωχότερες χώρες προς τις πλουσιότερες. Την στιγμή που οι ελληνικές επιχειρήσεις διψούν για σταγόνες ρευστότητας, οι γερμανικές πνίγονται σε πλημμυρίδα αναξιοποίητων από αυτές κεφαλαίων.
Ομοίως στη χώρα μας θα πρέπει να προχωρήσουν οι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία με πρωτοπόρα την εγχώρια επιχειρηματικότητα. Στην Ελλάδα σήμερα υπάρχει μεγάλη αναξιοποίητη δημόσια περιουσία, πληθώρα επενδυτικών ευκαιριών στην αγορά ενέργειας, στον κλάδο των μεταφορών και των logistics, της μεταποίησης, της πρωτογενούς παραγωγής, στην τουριστική αγορά, οι οποίες δεν αξιοποιούνται. Αν ένας κρίσιμος αριθμός μεγάλων εγχώριων επιχειρηματιών αποφασίσουν να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία, η εθνική μας οικονομία, η οποία αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε καθεστώς καχεξίας και υπανάπτυξης, θα περάσει άμεσα σε μια νέα αναπτυξιακή τροχιά. Άλλωστε κάθε φορά που οι Ελληνες επιχειρηματίες ταξιδεύουν στο εξωτερικό με σκοπό την προσέλκυση επενδύσεων, η γνωστή απάντηση από τους ξένους επενδυτές είναι πάντα «ξεκινήστε εσείς και ακολουθούμε κι εμείς».
Ιστορικά καμία χώρα δεν πέτυχε ποτέ ανάπτυξη αποκλειστικά από ξένες δυνάμεις, αλλά στην καλύτερη περίπτωση συνεπικουρούμενη απλώς από ξένα κεφάλαια ή επενδύσεις.
Γι’ αυτό πρέπει να λειτουργήσει η ελληνική επιχειρηματικότητα, όπως λειτουργεί η επιχειρηματικότητα στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο.
Δηλαδή να επενδύει, να εκτίθεται στον επιχειρηματικό κίνδυνο, να κερδίζει, αν τον σταθμίζει σωστά, θεμιτά κέρδη, να δημιουργούνται θέσεις εργασίας, να δημιουργείται πλούτος, να ευημερεί η κοινωνία. Η υποχρέωση της πολιτείας είναι να ενεργοποιήσει την εγχώρια, υγιή επιχειρηματικότητα να ανταποκριθεί στον ιστορικό της προορισμό που είναι η πραγματοποίηση επενδύσεων στην πραγματική οικονομία. Και να παρέχει σε αυτή την επιχειρηματικότητα όλα τα εργαλεία και το κατάλληλο περιβάλλον, όπως ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας, απλό και διαφανές σύστημα αδειοδότησης, ελέγχους στην αγορά για τη διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού, αλλά και οτιδήποτε άλλο χρειάζεται για να επιτευχθεί υγιής και δυναμικός παραγωγικός κύκλος.
Εχουν γίνει πολλά
Τμήματα αυτού του παζλ έχουν ήδη ολοκληρωθεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ: Το αδειοδοτικό πλαίσιο θα είναι για πρώτη φορά εύκολο και προσιτό, το ενεργειακό κόστος μειώθηκε συντριπτικά με προγράμματα όπως αυτό της διακοψιμότητας, τα προθεσμιακά προϊόντα τύπου ΝΟΜΕ, η ειδική τιμολογιακή πολιτική που συμφωνείται μεταξύ της ΔΕΗ και των ενεργοβόρων βιομηχανιών.
Ενώ έχει ήδη συντελεστεί η μείωση του ΕΦΚ στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία και ολοκληρώνεται το target model, ο μόνιμος μηχανισμός επάρκειας ισχύος. Υφίσταται επίσης πληθώρα χρηματοδοτικών εργαλείων όπως ο νέος αναπτυξιακός νόμος, το ΕΣΠΑ και το πακέτο Γιούνκερ.
Αναστροφή πορείας
Είναι λοιπόν εμφανές από τα παραπάνω ότι σε ένα χρόνο έχουν γίνει πολύ περισσότερα από ό,τι έγιναν ολόκληρες δεκαετίες. Συνιστούν όλα τα παραπάνω εμπόδια για την επιχειρηματικότητα; Τουναντίον.
Η κυβέρνηση επομένως μπορεί να κατηγορηθεί για αντιεπιχειρηματική συμπεριφορά μόνο προσχηματικά και μόνο αν υφίστανται κρυμμένα ή μη πολιτικά κίνητρα πίσω από αυτές τις κατηγορίες. Η σημερινή κυβέρνηση ούτε έθεσε, ούτε επιδίωξε να θέσει εμπόδια στην επιχειρηματικότητα.
Η ενεργοποίηση λοιπόν των Ελλήνων επιχειρηματιών είναι το ζητούμενο για την επανεκκίνηση της οικονομίας, ώστε να ανορθωθεί σε μια κατεύθυνση κοινωνικής ευημερίας. Οι λαμπρές εξαιρέσεις σήμερα είναι λίγες και δεν αρκούν για να υπάρξει αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Ο κανόνας πρέπει να γενικευθεί. Και αυτό θα συμβεί μόνο όταν οι οικονομικοί παράγοντες επικεντρωθούν στην ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι ενεργοποιείται η υγιής επιχειρηματικότητα και αναλαμβάνει τον πρώτο ρόλο σε αυτή τη νέα παραγωγική φάση της χώρας, ενώ παραμερίζεται η επιχειρηματικότητα της συνδιαλλαγής και των προεξοφλημένων επιταγών.