Με δεδομένο το σημερινό αρνητικό παραγωγικό κενό (7% με 8% το δυνητικού ΑΕΠ), βραχυχρόνια, και υπό προϋποθέσεις, υπάρχει η δυνατότητα υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, αφού εξορισμού υπάρχουν σημαντικές ανεκμετάλλευτες παραγωγικές δυνατότητες.
Ωστόσο, οι προϋποθέσεις αυτές δεν φαίνεται να πληρούνται. Έτσι, για το 2017 η ανάπτυξη με ρυθμό της τάξης του 2,7% που προβλέπει η κυβέρνηση και οι πιστωτές δεν αποτελεί το κεντρικό σενάριο. Τα υπάρχοντα δεδομένα δείχνουν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ένα πολύ μικρότερο ποσοστό ανάπτυξης ? υπάρχουν δε και σημαντικοί κίνδυνοι που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε παράταση της ύφεσης.
Πιο συγκεκριμένα, η κάλυψη του αρνητικού παραγωγικού κενού είναι κυρίως θέμα ζήτησης. Η ιδιωτική κατανάλωση πολύ δύσκολα θα συνεισφέρει στους προβλεπόμενους ρυθμούς ανάπτυξης εξαιτίας της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης. Σε ότι αφορά τις εσωτερικές ιδιωτικές επενδύσεις, αυτές δεν μπορούν εύκολα να ανακάμψουν. Βρισκόμαστε σε καθεστώς χρηματοπιστωτικής ασφυξίας, οι προσδοκίες (όπως αποτυπώνονται στους σχετικούς δείκτες) δεν βελτιώνονται, το δε κλίμα πολιτικής αστάθειας δεν ευνοεί την πραγματοποίηση επενδύσεων.
Τέλος, στα πλαίσια της δημοσιονομικής προσαρμογής, οι δημόσιες δαπάνες είναι περιορισμένες. Συμπερασματικά, η ζήτηση δύσκολα θα αυξηθεί από εσωτερικές πηγές. Σε ότι αφορά τις εξωτερικές επενδύσεις, η Ελλάδα είναι χώρα που θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να προσελκύσει ξένα κεφάλαια. Βραχυχρόνια, ο καλύτερος τρόπος για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι μια ενεργή προώθηση των συμφωνηθέντων αποκρατικοποιήσεων.
Με δεδομένα τα αμφιλεγόμενα σήματα που στέλνει η κυβέρνηση, τους υψηλούς φορολογικούς/ασφαλιστικούς συντελεστές και τα γνωστά προβλήματα στη λειτουργία του κράτους, αυτός ο στόχος καθίσταται δύσκολος. Στις εξαγωγές αγαθών, η πιστωτική ασφυξία και οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίου, μπλοκάρει μια σημαντική αύξηση στη δραστηριότητα των εξαγωγικών επιχειρήσεων. Σε ότι αφορά τις υπηρεσίες, το 2017 η ναυτιλία (παραδοσιακός κλάδος εξαγωγής υπηρεσιών) έχει να αντιπαλέψει τους περιορισμούς που θέτει η αναιμική παγκόσμια ανάπτυξη. ‘Ετσι, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από την επίδοση του κλάδου του τουρισμού. Εκεί, δυνατότητες υπάρχουν, το ερώτημα όμως είναι κατά πόσο από μόνες τους θα είναι αρκετές, ειδικά μετά την πρόσφατα αύξηση του ΦΠΑ στις τουριστικές υπηρεσίες.
Η παραπάνω εικόνα επιβαρύνεται από την ύπαρξη σημαντικών κινδύνων που απειλούν τον βραχυπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης. Ο πρώτος κίνδυνος είναι ο δημοσιονομικός. Ο στόχος για πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ του 2017 είναι αρκετά φιλόδοξος και έχει στηριχθεί σε αισιόδοξες αναπτυξιακές προβλέψεις. Εάν μέσα στη χρονιά τα δημοσιονομικά μεγέθη δεν εξελίσσονται όπως έχει προβλεφθεί, η αύξηση φόρων ή/και η μείωσης δαπανών δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ταυτόχρονα, υπάρχει υψηλό πολιτικό ρίσκο.
Όσο αυξάνεται η πολιτική αστάθεια στη χώρα, με μία κυβέρνηση χωρίς ενιαίο βηματισμό, που πιέζεται από τις δημοσκοπήσεις και εκπέμπει αντιφατικά οικονομικά μηνύματα, η αβεβαιότητα εντείνεται κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναβολή ακόμη και προγραμματισμένων επενδύσεων. Μετά, υπάρχει το ζήτημα της ρύθμισης των κόκκινων δανείων, διαδικασία που μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη. Επιπλέον, υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα αναφορικά με βασικές μεταβλητές του εξωτερικού περιβάλλοντος, τόσο σε πολιτικό (αμερικανικές, γερμανικές και γαλλικές εκλογές), όσο και σε οικονομικό (π.χ. ιταλικές τράπεζες) επίπεδο, θέματα με άμεσο ελληνικό ενδιαφέρον. Τέλος, το 2017 αρχίζει η διαπραγμάτευση για το Brexit, διαδικασία με άγνωστη επίπτωση στις διεθνείς χρηματαγορές και την συνοχή της ΕΕ.