Aκόμη και σε περικοπή των δαπανών για διατροφή έχουν προχωρήσει οι Θεσσαλονικείς, προκειμένου να "τα βγάλουν πέρα", ενώ τα capital controls έφεραν σημαντικές αλλαγές στην καθημερινότητά τους.
Τα παραπάνω προκύπτουν από τις απαντήσεις που έδωσαν καταναλωτές και επιχειρηματίες στις ad hoc ερωτήσεις, που τους ετέθησαν παράλληλα με την έρευνα οικονομικής συγκυρίας «Βαρόμετρο του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου» της πόλης (ΕΒΕΘ). Η έρευνα διενεργήθηκε στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου του 2016 σε συνολικό δείγμα 1.500 ερωτώμενων (800 επιχειρήσεις και 700 καταναλωτές).
Συγκεκριμένα, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, το 39% των καταναλωτών του νομού Θεσσαλονίκης επισήμανε ότι οι περιορισμοί στις τραπεζικές αναλήψεις τούς δυσκολεύουν στην καθημερινή ζωή «πολύ» (20%) ή «αρκετά» (19%), ενώ περισσότεροι από τους μισούς (55%) δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες.
Ειδικότερα, το 20% δήλωσε ότι χρησιμοποιεί σε κάθε του συναλλαγή πιστωτική ή χρεωστική κάρτα, το 24% απάντησε ότι αξιοποιεί το πλαστικό χρήμα «πολλές φορές» ή «συχνά» και το 11% «σπάνια». Υψηλό παραμένει, αν και βαίνει μειούμενο, το ποσοστό όσων είπαν ότι δεν χρησιμοποιούν «ποτέ» κάρτες (45%), έναντι 55% ένα χρόνο νωρίτερα.
Οι τρεις βασικοί λόγοι που ανέφεραν οι καταναλωτές για τη χρήση πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών είναι η ευκολία σε σχέση με τη χρήση μετρητών (38%), τα capital controls (30%) και η ασφάλεια (24%). Στον αντίποδα, ο βασικότερος λόγος για τη μη χρήση πλαστικού χρήματος είναι η προϋπάρχουσα εξοικείωση με τη χρήση μετρητών (64%), ενώ το 28% δήλωσε δυσκολία/άγνοια στη χρήση πιστωτικών/ χρεωστικών καρτών.
Από την ίδια έρευνα προέκυψε δε ότι σχεδόν το σύνολο των καταναλωτών του νομού Θεσσαλονίκης (92%) προχώρησε στη μείωση των δαπανών του λόγω της οικονομικής κρίσης. Οι κυριότερες μειώσεις δαπανών, σύμφωνα με τις απαντήσεις των ερωτώμενων στην έρευνα, αφορούν:ένδυση/ υπόδηση (66%), είδη διατροφής (40%), ταξίδια (35%), εστίαση (35%) και ψυχαγωγία/σινεμά/καφέ-μπαρ (30%).
Σε διοίκηση και κυβέρνηση οι ευθύνες για το θέμα του ΟΑΣΘ και “όχι” στους εργαζομένους
Βάσει της έρευνας, ποσοστό 53% των Θεσσαλονικέων δήλωσε ότι η καθημερινή τους ζωή έχει επηρεαστεί από τις κινητοποιήσεις και την επίσχεση των εργαζομένων στον ΟΑΣΘ «Πολύ» (36%) ή «Αρκετά» (17%).
Μάλιστα, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, οι ερωτώμενοι επισήμαναν ότι ευθύνη για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από τις κινητοποιήσεις στον ΟΑΣΘ έχουν τόσο στη διοίκηση του ΟΑΣΘ (31%), όσο και στην κυβέρνηση και το υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων (30%), ενώ μόνο το 3% απέδωσε το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στους εργαζόμενους στον οργανισμό. Βέβαια, απαντώντας αυθόρμητα, το 23% των ερωτηθέντων ανέφερε ότι η ευθύνη ανήκει σε όλους τους εμπλεκόμενους, όπως επισημαίνεται σε σημερινή σχετική ανακοίνωση του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης.
Διάσωση εταιρειών υπό πτώχευση
Όσον αφορά στην έρευνα μεταξύ των επιχειρήσεων, το ερώτημα που τέθηκε αφορά στις εταιρείες που είναι αντιμέτωπες με την πτώχευση. Ειδικότερα, το 57% των ερωτηθέντων επιχειρηματιών του νομού Θεσσαλονίκης διάκειται θετικά στη διάσωση εταιρειών, που βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο πτώχευσης με ρύθμιση οφειλών προς το δημόσιο, τους προμηθευτές τους και τις τράπεζες.
Ωστόσο, το 44% δήλωσε ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης και μόνο το 13% ανέφερε ότι η διάσωση πρέπει να πραγματοποιείται σε κάθε περίπτωση. Αντιθέτως, ποσοστό 23% των ερωτηθέντων δήλωσε αρνητικό έναντι της διάσωσης, καθώς όπως ανέφεραν οι επιχειρήσεις πρέπει να λειτουργούν χωρίς παρεμβάσεις.
Σε σχέση με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο Άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα, το 11% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι τις αντιμετωπίζει θετικά, έναντι του 24% που διάκεινται αρνητικά. Ωστόσο, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων είτε διατύπωσαν αδιαφορία/ ουδετερότητα (30%) είτε δεν εξέφρασαν γνώμη για το θέμα (35%).
Το 55% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι είναι δυνατή η διάσωση μιας επιχείρησης όταν έχει "τραυματιστεί" το κύρος της, υπό τον όρο ότι οι οποιεσδήποτε κινήσεις διάσωσης θα πραγματοποιηθούν γρήγορα, ενώ το 18% επισήμανε ότι αυτό είναι αδύνατο αν παρέλθει πολύς χρόνος. Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται σαφές, σύμφωνα με το ΕΒΕΘ, ότι το 73% εκτιμά ότι μια επιχείρηση μπορεί να σωθεί ακόμα κι αν έχει πληγεί το κύρος της, εφόσον δεν υπάρχει σημαντική καθυστέρηση στις ενέργειες ανάκαμψης.