Με κάθε αύξηση των φορολογικών εσόδων
κατά 1% του ΑΕΠ, μειώνεται το ΑΕΠ κατά 2,8% όταν υπάρχει παραοικονομία
και κατά 1,5% όταν δεν υπάρχει παραοικονομία.
Η μεγαλύτερη μείωση του
ΑΕΠ στην πρώτη περίπτωση οφείλεται στο γεγονός ότι η αύξηση της
φορολογίας δημιουργεί κίνητρα για μεταφορά παραγωγικών πόρων από την
επίσημη οικονομία προς την παραοικονομία, εξηγεί η ΤτΕ σε ειδικό
παράρτημα της Ενδιάμεσης Έκθεσής της που κατατέθηκε από τον Διοικητή Γ Στουρνάρα στη Βουλή (μαζί με την πρόταση για νέα πιστοληπτική γραμμή μετά το 3ο πρόγραμμα).
Η ΤτΕ εξηγεί ότι είναι πολύ μεγάλες οι
"παρενέργειες" στην οικονομία από τις αυξήσεις φόρων λόγω της
φοροδιαφυγής η οποία εκτιμά ότι αυξήθηκε. Και καθώς υπολογίζει ότι όταν
περικόπτονται δαπάνες είναι πολύ μικρότερες οι ανάλογες απώλειες στο ΑΕΠ
ζητά αλλαγή του μείγματος πολιτικής (από τους φόρους στις περικοπές
δαπανών), καθώς και μέτρα άμεσης πάταξης της φοροδιαφυγής.
Μάλιστα υπολογίζει ότι ήδη οι συνέπειες
είναι πολύ μεγάλες από την πολιτική που ακολουθήθηκε όλα αυτά τα χρόνια,
δηλαδή την έμφαση στους φόρους που φέρουν μεγάλες απώλειες στο ΑΕΠ σε
καθεστώς υψηλής φοροδιαφυγής και έτσι δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο
ύφεσης και ανάγκης για νέα μέτρα: υπολογίζει στα 13,5 δισ. ευρώ (7% του
ΑΕΠ) την απώλεια ΑΕΠ λόγω φοροδιαφυγής και έμφασης στην πολιτική λήψης
εισπρακτικών μέτρων αντί να περικοπούν δαπάνες την περίοδο 2020-2015.
Μία απώλεια η οποία προφανώς συνεχίζεται αφού εκτιμά ότι η φοροδιαφυγή
αυξάνεται.
Αναλυτικά η ΤτΕ αναφέρει ότι η αύξηση
του φορολογικού βάρους κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ οδηγεί πέραν
της απώλειας ΑΕΠ κατά 2,8% και σε μεταφορά της παραγωγής και της
απασχόλησης από την επίσημη στην ανεπίσημη οικονομία κατά 1,3 και 1,4
ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.
Ως αποτέλεσμα, μειώνονται τα φορολογικά
έσοδα και απαιτούνται μεγαλύτερες αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών
προκειμένου να επιτευχθεί ο δημοσιονομικός στόχος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο
δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αυξήσεων φορολογικών συντελεστών και
παραοικονομίας, που οδηγεί σε περαιτέρω συρρίκνωση της επίσημης
παραγωγής.
Πήραμε κατά 1/3 πιο πολλά μέτρα από ό,τι έπρεπε
Πήραμε κατά 1/3 πιο πολλά μέτρα από ό,τι έπρεπε
Από τα παραπάνω αποτελέσματα γίνεται
αντιληπτό, σύμφωνα με την ΤτΕ, ότι "αν δεν υπήρχε παραοικονομία στην
Ελλάδα, οι απαιτούμενες αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών προκειμένου
να επιτευχθούν οι φορολογικοί στόχοι του προγράμματος δημοσιονομικής
προσαρμογής θα ήταν σημαντικά μικρότερες".
Ενδεικτικά, για να επιτευχθεί μόνιμη
αύξηση των φορολογικών εσόδων από το εισόδημα από εργασία κατά μία
ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ, απαιτείται αύξηση του φορολογικού συντελεστή
κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες όταν δεν υπάρχει παραοικονομία, έναντι
αύξησης κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες όταν υπάρχει παραοικονομία.
Μάλιστα, η απόκλιση στις αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών στις δύο
αυτές περιπτώσεις αυξάνεται όσο υψηλότερος είναι ο στόχος είσπραξης
φορολογικών εσόδων.
Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν, σύμφωνα με
την ΤτΕ, ότι όσο αυξάνεται το φορολογικό βάρος, τόσο αυξάνεται η
απόκλιση στη μείωση του ΑΕΠ μεταξύ της οικονομίας όπου υπάρχει
παραοικονομία και της οικονομίας όπου δεν υπάρχει, οδηγώντας σε ακόμη
μεγαλύτερο σφάλμα στις εκτιμήσεις των επιδράσεων της φορολογικής
πολιτικής στο ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, όταν τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται από
μία σε δύο ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, η απόκλιση αυξάνεται από 1,3 σε
2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Ως εκ τούτου, εκτιμάται ότι "η υφεσιακή
επίδραση της αύξησης της φορολογίας στο πλαίσιο της δημοσιονομικής
προσαρμογής στην ελληνική οικονομία θα ήταν μικρότερη αν η παραοικονομία
είχε ελεγχθεί αποτελεσματικά" αναφέρεται.
Απώλεια ΑΕΠ
Προσομοιώσεις του υποδείγματος
επιβεβαιώνουν ότι η αρνητική επίδραση των φόρων στο ΑΕΠ της περιόδου
δημοσιονομικής προσαρμογής 2010-2015 θα μπορούσε να είναι σημαντικά
μικρότερη, αναφέρει η ΤτΕ. Επισημαίνει ότι η μεταφορά παραγωγικών πόρων
προς την παραοικονομία λόγω αύξησης της φορολογίας συνεπάγεται κόστος
σε όρους συνολικής παραγωγικότητας, διότι οι πόροι στην ανεπίσημη
οικονομία χρησιμοποιούνται λιγότερο αποτελεσματικά.
Καλύτερη η μείωση δαπανών
Επίσης εξηγεί ότι η ύφεση θα ήταν πολύ μικρότερη αν οι δημοσιονομικοί στόχοι επιτυγχάνονταν κυρίως μέσω της μείωσης των δαπανών και όχι μέσω της αύξησης της φορολογίας. Σε πίνακα δείχνει την μείωση του ΑΕΠ με και χωρίς παραοικονομία η οποία δεν διαφέρει σημαντικά (κατά 1,7% και κατά 1,3% αντίστοιχα). Και σε κάθε περίπτωση η επίπτωση είναι χαμηλότερη από αυτή μίας αύξησης φόρων...
Καλύτερη η μείωση δαπανών
Επίσης εξηγεί ότι η ύφεση θα ήταν πολύ μικρότερη αν οι δημοσιονομικοί στόχοι επιτυγχάνονταν κυρίως μέσω της μείωσης των δαπανών και όχι μέσω της αύξησης της φορολογίας. Σε πίνακα δείχνει την μείωση του ΑΕΠ με και χωρίς παραοικονομία η οποία δεν διαφέρει σημαντικά (κατά 1,7% και κατά 1,3% αντίστοιχα). Και σε κάθε περίπτωση η επίπτωση είναι χαμηλότερη από αυτή μίας αύξησης φόρων...
"Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι, σε
αντίθεση με τους υψηλότερους φόρους που μειώνουν άμεσα τις αποδόσεις των
παραγωγικών συντελεστών στην επίσημη οικονομία, η μείωση των δημόσιων
δαπανών τις επηρεάζει έμμεσα μέσω της μείωσης της ζήτησης για αγαθά και
υπηρεσίες που παράγονται στην επίσημη οικονομία. Συνεπώς, τα κίνητρα
μεταφοράς παραγωγικών πόρων προς την ανεπίσημη οικονομία σ’ αυτή την
περίπτωση δεν είναι τόσο ισχυρά", αναφέρει η ΤτΕ
13,5 δισ. ευρώ μεγαλύτερη ύφεση
Η παραοικονομία αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της επίδρασης της δημοσιονομικής πολιτικής στην οικονομική δραστηριότητα, αναφέρει η ΤτΕ. Όταν παραβλέπεται η ύπαρξη της παραοικονομίας στο σχεδιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής, μπορεί να υπάρξει σημαντική υποεκτίμηση της επίδρασής της στο ΑΕΠ και την απασχόληση και υπερεκτίμηση των φορολογικών εσόδων.
13,5 δισ. ευρώ μεγαλύτερη ύφεση
Η παραοικονομία αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της επίδρασης της δημοσιονομικής πολιτικής στην οικονομική δραστηριότητα, αναφέρει η ΤτΕ. Όταν παραβλέπεται η ύπαρξη της παραοικονομίας στο σχεδιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής, μπορεί να υπάρξει σημαντική υποεκτίμηση της επίδρασής της στο ΑΕΠ και την απασχόληση και υπερεκτίμηση των φορολογικών εσόδων.
"Ιδιαίτερα σε περιόδους δημοσιονομικής
προσαρμογής, η ενσωμάτωση του ρόλου της παραοικονομίας είναι απαραίτητη
ώστε να υπάρχει σωστή επιλογή του μεγέθους και του μίγματος της
δημοσιονομικής πολιτικής. Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις στην αρχή της κρίσης
χρέους για το μέγεθος και τη διάρκεια της ύφεσης της ελληνικής
οικονομίας ενδεχομένως σχετίζονται και με την υποεκτίμηση του ρόλου της
παραοικονομίας" επισημαίνει η ΤτΕ.
"Τα παραπάνω αποτελέσματα υποδηλώνουν
ότι η ύφεση της ελληνικής οικονομίας των τελευταίων ετών λόγω της
δημοσιονομικής προσαρμογής θα μπορούσε να ήταν μικρότερη σε μέγεθος και
διάρκεια εάν είχαν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η παραοικονομία και η
φοροδιαφυγή στην αρχή της κρίσης".
Ενδεικτικά, αναφέρει ότι "η σωρευτική
μείωση του ΑΕΠ λόγω του συνόλου των δημοσιονομικών μέτρων της περιόδου
2010-2015 θα μπορούσε να είναι μικρότερη κατά περίπου 7 ποσοστιαίες
μονάδες του ΑΕΠ. Στην περίπτωση αυτή θα απαιτούνταν μικρότερες αυξήσεις
φόρων και μειώσεις δαπανών για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Παράλληλα, η ελληνική οικονομία θα κέρδιζε σε παραγωγικότητα από την πιο
αποτελεσματική χρήση των παραγωγικών πόρων στην επίσημη οικονομία".
Προτάσεις πολιτικής
Ως μέτρα πολιτικής η ΤτΕ προτείνει να
ενταθούν οι προσπάθειες καταπολέμησης της παραοικονομίας και της
φοροδιαφυγής, ώστε να αυξηθεί η φορολογική βάση και να δημιουργηθούν οι
προϋποθέσεις για μειώσεις των φορολογικών συντελεστών που θα τονώσουν
την οικονομική δραστηριότητα και θα επιταχύνουν την ανάπτυξη. "Η ανάγκη
λήψης μέτρων γίνεται ακόμη πιο επιτακτική, δεδομένου ότι το μίγμα της
δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, με έμφαση στην
αύξηση της φορολογίας, φαίνεται να έχει οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση της
παραοικονομίας τα τελευταία χρόνια".
Επισημαίνει ότι μέτρα όπως η επιβολή
αυστηρότερων κυρώσεων, η βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, η
εντατικοποίηση των ελέγχων για αδήλωτη εργασία και η προώθηση των
ηλεκτρονικών συναλλαγών είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Καθώς όμως
λειτουργούν μόνον αποτρεπτικά, τα μέτρα αυτά δεν θα οδηγήσουν
μακροπρόθεσμα σε μείωση του μεγέθους της παραοικονομίας αν δεν
συνοδευθούν από μια αλλαγή κατεύθυνσης της δημοσιονομικής πολιτικής προς
ένα μίγμα που στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη μείωση των δαπανών και
δευτερευόντως στην αύξηση των φόρων, επισημαίνει.
Σε άλλο σημείο της έκθεσης για τον
Προϋπολογισμό η ΤτΕ ασκεί κριτική για την υπερσυγκράτηση δαπανών καθώς
"οι οικονομικοί αυτοί πόροι θα μπορούσαν εναλλακτικά να ενισχύσουν τις
δημόσιες επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση", και ζητά η
δημοσιονομική διαχείριση "να προσανατολιστεί στην αλλαγή της σύνθεσης
του δημοσιονομικού μίγματος προς μια πολιτική περισσότερο φιλική προς
την ανάπτυξη, η οποία παράλληλα θα επιτρέπει και την ομαλή εκτέλεση του
Προϋπολογισμού".
"Η μείωση των φορολογικών συντελεστών σε
συνδυασμό με την ενδυνάμωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, ο
εξορθολογισμός και η καλύτερη στόχευση των δαπανών ώστε να διοχετεύονται
οι πόροι σε τομείς με πολλαπλασιαστικά οφέλη στην οικονομία, καθώς και η
αποτελεσματική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας θεωρούνται
πρωταρχικοί στόχοι για την αύξηση των επενδύσεων που θα τροφοδοτήσουν
την ανάπτυξη" αναφέρει.
Σύμφωνα με την ΤτΕ "προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν να συμβάλουν δράσεις σχετικές με:
α) την υποχρεωτική χρήση των
ηλεκτρονικών συναλλαγών ως μέσου περιορισμού της φοροδιαφυγής και
βελτίωσης της φορολογικής συμμόρφωσης,
β) την εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων, 13
γ) την άμεση εφαρμογή του ηλεκτρονικού περιουσιολογίου,
δ) την επέκταση του θεσμού των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) σε τομείς όπως η παιδεία, η υγεία και η κοινωνική ασφάλιση,
ε) την ταχύτερη απορρόφηση των κοινοτικών πόρων στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020, 14
στ) την κατάλληλη νομοθεσία για τις χρήσεις γης και
ζ) την αποτελεσματικότερη λειτουργία του Κράτους. Για το τελευταίο ζητά να γίνει συγχώνευση ή/και κατάργηση φορέων.
Οι μετρήσεις
Η αλληλεπίδραση της παραοικονομίας με τη δημοσιονομική πολιτική διερευνάται με τη βοήθεια ενός δυναμικού υποδείγματος γενικής ισορροπίας για την ελληνική οικονομία, το οποίο ενσωματώνει την αδήλωτη παραγωγή και την αδήλωτη απασχόληση. Προκειμένου να μελετηθούν οι επιπτώσεις της παραοικονομίας στην ελληνική οικονομία, το υπόδειγμα διαμετρήθηκε υπό δύο εναλλακτικά σενάρια αναφορικά με το μέγεθος της παραοικονομίας. Στο πρώτο σενάριο το μέγεθος της παραοικονομίας ανέρχεται σε 25% του ΑΕΠ, συνεπές με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία. Στο δεύτερο σενάριο γίνεται η υπόθεση ότι στην ελληνική οικονομία δεν υπάρχει παραοικονομία και φοροδιαφυγή. Ειδικότερα, εξετάζονται οι επιδράσεις της αύξησης των φόρων και της μείωσης των δαπανών στην επίσημη παραγωγή (ΑΕΠ), στην "πραγματική” παραγωγή (true output), η οποία ορίζεται ως το άθροισμα του ΑΕΠ και της παραγωγής στην ανεπίσημη οικονομία, καθώς και στο μέγεθος της παραοικονομίας και της αδήλωτης απασχόληση.
β) την εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων, 13
γ) την άμεση εφαρμογή του ηλεκτρονικού περιουσιολογίου,
δ) την επέκταση του θεσμού των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) σε τομείς όπως η παιδεία, η υγεία και η κοινωνική ασφάλιση,
ε) την ταχύτερη απορρόφηση των κοινοτικών πόρων στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020, 14
στ) την κατάλληλη νομοθεσία για τις χρήσεις γης και
ζ) την αποτελεσματικότερη λειτουργία του Κράτους. Για το τελευταίο ζητά να γίνει συγχώνευση ή/και κατάργηση φορέων.
Οι μετρήσεις
Η αλληλεπίδραση της παραοικονομίας με τη δημοσιονομική πολιτική διερευνάται με τη βοήθεια ενός δυναμικού υποδείγματος γενικής ισορροπίας για την ελληνική οικονομία, το οποίο ενσωματώνει την αδήλωτη παραγωγή και την αδήλωτη απασχόληση. Προκειμένου να μελετηθούν οι επιπτώσεις της παραοικονομίας στην ελληνική οικονομία, το υπόδειγμα διαμετρήθηκε υπό δύο εναλλακτικά σενάρια αναφορικά με το μέγεθος της παραοικονομίας. Στο πρώτο σενάριο το μέγεθος της παραοικονομίας ανέρχεται σε 25% του ΑΕΠ, συνεπές με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία. Στο δεύτερο σενάριο γίνεται η υπόθεση ότι στην ελληνική οικονομία δεν υπάρχει παραοικονομία και φοροδιαφυγή. Ειδικότερα, εξετάζονται οι επιδράσεις της αύξησης των φόρων και της μείωσης των δαπανών στην επίσημη παραγωγή (ΑΕΠ), στην "πραγματική” παραγωγή (true output), η οποία ορίζεται ως το άθροισμα του ΑΕΠ και της παραγωγής στην ανεπίσημη οικονομία, καθώς και στο μέγεθος της παραοικονομίας και της αδήλωτης απασχόληση.