Άνευ προηγουμένου είναι η απώλεια ακίνητης περιουσίας των ελληνικών νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης , όπως γίνεται σταδιακά αντιληπτό από πληθώρα νέων στοιχείων.
Όπως αναφέρει η "Καθημερινή της Κυριακής", σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κατά την πενταετία 2010-2015, δηλαδή από την έναρξη της οικονομικής κρίσης μέχρι το απόγειο της, το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης υποχώρησε από το 77,2% στο 73,9% στο τέλος του 2016. Η σύγκριση καθίσταται ακόμα πιο απογοητευτική αν ανατρέξει κανείς σε παλιότερα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά και ερευνών δημοσκόπησης, βάση των οποίων το 2005 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα βρισκόταν στο 84,6%, αισθητά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο του 70%.
Παράλληλα, σύμφωνα με έρευνα της αμερικανικής διαδικτυακής μηχανής αναζήτησης ακινήτων RENTcafe σε 30 χώρες παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, κατά την περίοδο 2010-2015 παρατηρείται αύξηση κατά 9% του ποσοστού των ενοικιαστών ακινήτων, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται πλέον σε σχεδόν 25% του συνολικού πληθυσμού.
Φόροι και υψηλό κόστος συντήρησης
Καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή της τάσης για ιδιοκατοίκηση διαδραμάτισε η επιλογή των κυβερνώντων να στραφούν σε ένα σύστημα φορολόγησης της κατοχής ακινήτων, ενώ μέχρι το 2010 ο κύριος όγκος των φορολογικών εσόδων από τα ακίνητα προερχόταν από τις αγοραπωλησίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2010 μέχρι το 2015 οι φόροι κατοχής ακινήτων αυξήθηκαν έξι φορές, από τα 500 εκατ. ευρώ σε 3 δισ. ευρώ, ενώ το 2016 εκ νέου σε 3,5 δισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι ναι μεν ο στόχος των εσόδων από τον ετήσιο ΕΝΦΙΑ είναι 2,65 δισ. ευρώ, ωστόσο το ποσό του φόρου που βεβαιώνεται ξεπερνά τα 3,5 δισ. ευρώ.
Επίσης, σύμφωνα με έρευνα του Housing Europe, της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας για τη Δημόσια Συνεταιριστική και Κοινωνική Στέγη, η Ελλάδα έχει τα μεγαλύτερα έξοδα κατοικίας ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών της, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το ποσοστό των νοικοκυριών τα οποία δαπανούν περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος τους για τη κάλυψη αναγκών στέγασης έχει εκτιναχτεί σε σχεδόν 41%, την ώρα που ευρωπαϊκός μέσος όρος δεν ξεπερνά το 11,3%. Μάλιστα, η τάση είναι διαρκώς επιδεινούμενη, δεδομένου ότι πριν από δύο χρόνια (στοιχεία 2014) το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα διαμορφωνόταν στο 33%.
Ως έξοδα στέγασης υπολογίζονται το ενοίκιο ή η δόση του στεγαστικού δανείου, όπως επίσης και οι δαπάνες θέρμανσης, ύδρευσης, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεφωνίας και κοινοχρήστων. Αν όμως συνυπολογίσει κανείς και τον επταπλασιασμό της φορολογικής επιβάρυνσης (από τα 500 εκατ. ευρώ το 2010 στα 3,5 δισ. ευρώ το 2016), αντιλαμβάνεται ότι η κατοχή κατοικίας στην Ελλάδα συνεπάγεται ένα κόστος το οποίο λίγα νοικοκυριά μπορούν να καλύψουν, χωρίς να προβούν σε σοβαρές περικοπές άλλων εξόδων.
Όπως αναφέρει η "Καθημερινή της Κυριακής", σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κατά την πενταετία 2010-2015, δηλαδή από την έναρξη της οικονομικής κρίσης μέχρι το απόγειο της, το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης υποχώρησε από το 77,2% στο 73,9% στο τέλος του 2016. Η σύγκριση καθίσταται ακόμα πιο απογοητευτική αν ανατρέξει κανείς σε παλιότερα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά και ερευνών δημοσκόπησης, βάση των οποίων το 2005 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα βρισκόταν στο 84,6%, αισθητά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο του 70%.
Παράλληλα, σύμφωνα με έρευνα της αμερικανικής διαδικτυακής μηχανής αναζήτησης ακινήτων RENTcafe σε 30 χώρες παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, κατά την περίοδο 2010-2015 παρατηρείται αύξηση κατά 9% του ποσοστού των ενοικιαστών ακινήτων, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται πλέον σε σχεδόν 25% του συνολικού πληθυσμού.
Φόροι και υψηλό κόστος συντήρησης
Καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή της τάσης για ιδιοκατοίκηση διαδραμάτισε η επιλογή των κυβερνώντων να στραφούν σε ένα σύστημα φορολόγησης της κατοχής ακινήτων, ενώ μέχρι το 2010 ο κύριος όγκος των φορολογικών εσόδων από τα ακίνητα προερχόταν από τις αγοραπωλησίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2010 μέχρι το 2015 οι φόροι κατοχής ακινήτων αυξήθηκαν έξι φορές, από τα 500 εκατ. ευρώ σε 3 δισ. ευρώ, ενώ το 2016 εκ νέου σε 3,5 δισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι ναι μεν ο στόχος των εσόδων από τον ετήσιο ΕΝΦΙΑ είναι 2,65 δισ. ευρώ, ωστόσο το ποσό του φόρου που βεβαιώνεται ξεπερνά τα 3,5 δισ. ευρώ.
Επίσης, σύμφωνα με έρευνα του Housing Europe, της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας για τη Δημόσια Συνεταιριστική και Κοινωνική Στέγη, η Ελλάδα έχει τα μεγαλύτερα έξοδα κατοικίας ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών της, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το ποσοστό των νοικοκυριών τα οποία δαπανούν περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος τους για τη κάλυψη αναγκών στέγασης έχει εκτιναχτεί σε σχεδόν 41%, την ώρα που ευρωπαϊκός μέσος όρος δεν ξεπερνά το 11,3%. Μάλιστα, η τάση είναι διαρκώς επιδεινούμενη, δεδομένου ότι πριν από δύο χρόνια (στοιχεία 2014) το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα διαμορφωνόταν στο 33%.
Ως έξοδα στέγασης υπολογίζονται το ενοίκιο ή η δόση του στεγαστικού δανείου, όπως επίσης και οι δαπάνες θέρμανσης, ύδρευσης, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεφωνίας και κοινοχρήστων. Αν όμως συνυπολογίσει κανείς και τον επταπλασιασμό της φορολογικής επιβάρυνσης (από τα 500 εκατ. ευρώ το 2010 στα 3,5 δισ. ευρώ το 2016), αντιλαμβάνεται ότι η κατοχή κατοικίας στην Ελλάδα συνεπάγεται ένα κόστος το οποίο λίγα νοικοκυριά μπορούν να καλύψουν, χωρίς να προβούν σε σοβαρές περικοπές άλλων εξόδων.