Σε δυσθεώρητα επίπεδα φτάνει το δημοσιονομικό κόστος των αναδρομικών οικονομικών διεκδικήσεων που έχουν εγείρει συνταξιούχοι και δημόσιοι υπάλληλοι. Από τις επικείμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρακτικά θα κριθεί η κατάργηση ή η διατήρηση μέτρων που αποφέρουν ακόμη και πάνω από 6 δισ. ευρώ ετησίως.
Αν, μάλιστα, τεθεί και θέμα αναδρομικών διεκδικήσεων σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, κάτι που επίσης θα κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα ποσά των διεκδικήσεων θα εκτιναχθούν σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα, δεδομένης μάλιστα και της δέσμευσης που έχει αναλάβει η χώρα για παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το τέλος του 2022.
Μετά και την προχθεσινή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο «τραπέζι» υπάρχουν τρεις διαφορετικές κατηγορίες αναδρομικών οικονομικών διεκδικήσεων:
Τα δώρα στο Δημόσιο
Η προχθεσινή απόφαση του ΣτΕ, η οποία παραπέμφθηκε ήδη στην Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας, αφορά το δώρο Χριστουγέννων, το επίδομα αδείας και το δώρο Πάσχα των δημοσίων υπαλλήλων. Δεδομένου ότι δώρα και επίδομα εισέπρατταν όχι μόνο οι εργαζόμενοι στον στενό δημόσιο τομέα, αλλά και στους φορείς της γενικής κυβέρνησης, ο συνολικός αριθμός των διεκδικούντων ανέρχεται περίπου στα 750.000 - 800.000 άτομα. Η υπόθεση αφορά το δώρο Χριστουγέννων των 500 ευρώ, το επίδομα αδείας των 250 ευρώ και το δώρο Πάσχα επίσης των 250 ευρώ. Δεν αφορά, δηλαδή, τις περικοπές που είχαν ήδη γίνει από το 2010 και οι οποίες αφορούσαν την αντικατάσταση του 13ου και του 14ου μισθού με το συνολικό ποσό των 1.000 ευρώ ανά εργαζόμενο. Ακόμη κι έτσι, όμως, το συνολικό δημοσιονομικό κόστος ανέρχεται στα 750 με 800 εκατ. ευρώ ανά έτος. Προφανώς το τελικό πραγματικό δημοσιονομικό κόστος θα είναι αρκετά χαμηλότερο, δεδομένου ότι τα δώρα υπόκεινται και σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και σε ασφαλιστικές εισφορές. Το αν το δικαίωμα στα δώρα θα αναγνωριστεί και αναδρομικά, πρακτικά θα καθοριστεί από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία, όπως και στο παρελθόν, είναι πιθανό να συνυπολογίσει στην τελική απόφαση όχι μόνο τα δικαιώματα των εργαζομένων, αλλά και τις αντοχές του κρατικού προϋπολογισμού.
Η 13η και η 14η σύνταξη
Σχεδόν τριπλάσιο, συγκριτικά με το αντίστοιχο κόστος των δώρων για τους εν ενεργεία, είναι το κόστος της αναβίωσης της 13ης και της 14ης σύνταξης. Αν και πάλι δεν τίθεται θέμα δύο ολόκληρων συντάξεων, αλλά μόνο του ποσού των 800 ευρώ κατ’ έτος ανά συνταξιούχο (400 ευρώ δώρο Χριστουγέννων και 200 ευρώ για δώρο Πάσχα και επίδομα αδείας) το ετήσιο δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται στα περίπου 2,2 με 2,3 δισ. ευρώ, δεδομένου ότι ο αριθμός των συνταξιούχων υπερβαίνει τα 2,6 εκατομμύρια άτομα. Για τα δώρα, όπως και για τις υπόλοιπες διεκδικήσεις των συνταξιούχων, τίθεται και πάλι το θέμα των ετών στα οποία θα αφορούν τα αναδρομικά. Ήδη είναι ανοικτή η ανταλλαγή των νομικών επιχειρημάτων σχετικά με το αν μπορούν να εγείρουν οι συνταξιούχοι διεκδικήσεις από το 2013 (σ.σ.: υπάρχουν σχετικές αποφάσεις Πρωτοδικείων) ή από το 2015 (όταν και βγήκε η σχετική απόφαση του ΣτΕ) και αν αυτές οι διεκδικήσεις μπορούν να συνεχιστούν μέχρι τον Μάιο του 2016 (περίοδος ψήφισης του νόμου Κατρούγκαλου) ή μέχρι τον Δεκέμβριο του 2018 (περίοδος επανυπολογισμού των παλαιών συντάξεων). Το θέμα της 13ης και της 14ης σύνταξης αποτελεί ένα πολύ ειδικό θέμα για το οποίο η Δικαιοσύνη θα πρέπει να ξεκαθαρίσει αν πρέπει να αναβιώσει και για την περίοδο από εδώ και στο εξής ή όχι.
Οι περικοπές σε συντάξεις
Το τρίτο μεγάλο κεφάλαιο έχει να κάνει με τις περικοπές στις συντάξεις που έγιναν μετά το 2012 και οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι και τώρα. Για κάθε έτος, το δημοσιονομικό κόστος προσεγγίζει τα 3 δισ.. Και για τις συγκεκριμένες περικοπές (οι οποίες αφορούν κατά κύριο λόγο συνταξιούχους με σύνταξη 1.000 ευρώ και άνω) ισχύει ό,τι για τα δώρα των συνταξιούχων. Δηλαδή, θα κριθεί αν μπορούν να υπάρξουν διεκδικήσεις από το 2013 ή από το 2015 και αν θα εκτείνονται χρονικά μέχρι την ημερομηνία ψήφισης του νόμου Κατρούγκαλου ή μέχρι τώρα.
Η κυβέρνηση
Ο δημοσιονομικός κίνδυνος των αναδρομικών για τον κρατικό προϋπολογισμό των επόμενων ετών έχει επισημανθεί τόσο από το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο όσο και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η σημερινή κυβέρνηση έχει πει ότι θα σεβαστεί τις δικαστικές αποφάσεις, ωστόσο είναι αμφίβολο αν θα είναι η σημερινή κυβέρνηση αυτή η οποία θα χρειαστεί να πληρώσει έστω και κάποιες από τις διεκδικήσεις που έχουν έρθει στο προσκήνιο. Σε κάθε περίπτωση, ανάλογα και με τις αμετάκλητες αποφάσεις του ΣτΕ, η επόμενη κυβέρνηση θα είναι αυτή που θα πρέπει να συμμορφωθεί στα δεδομένα που θα διαμορφωθούν.
Αν, μάλιστα, τεθεί και θέμα αναδρομικών διεκδικήσεων σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, κάτι που επίσης θα κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα ποσά των διεκδικήσεων θα εκτιναχθούν σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα, δεδομένης μάλιστα και της δέσμευσης που έχει αναλάβει η χώρα για παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το τέλος του 2022.
Μετά και την προχθεσινή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο «τραπέζι» υπάρχουν τρεις διαφορετικές κατηγορίες αναδρομικών οικονομικών διεκδικήσεων:
Τα δώρα στο Δημόσιο
Η προχθεσινή απόφαση του ΣτΕ, η οποία παραπέμφθηκε ήδη στην Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας, αφορά το δώρο Χριστουγέννων, το επίδομα αδείας και το δώρο Πάσχα των δημοσίων υπαλλήλων. Δεδομένου ότι δώρα και επίδομα εισέπρατταν όχι μόνο οι εργαζόμενοι στον στενό δημόσιο τομέα, αλλά και στους φορείς της γενικής κυβέρνησης, ο συνολικός αριθμός των διεκδικούντων ανέρχεται περίπου στα 750.000 - 800.000 άτομα. Η υπόθεση αφορά το δώρο Χριστουγέννων των 500 ευρώ, το επίδομα αδείας των 250 ευρώ και το δώρο Πάσχα επίσης των 250 ευρώ. Δεν αφορά, δηλαδή, τις περικοπές που είχαν ήδη γίνει από το 2010 και οι οποίες αφορούσαν την αντικατάσταση του 13ου και του 14ου μισθού με το συνολικό ποσό των 1.000 ευρώ ανά εργαζόμενο. Ακόμη κι έτσι, όμως, το συνολικό δημοσιονομικό κόστος ανέρχεται στα 750 με 800 εκατ. ευρώ ανά έτος. Προφανώς το τελικό πραγματικό δημοσιονομικό κόστος θα είναι αρκετά χαμηλότερο, δεδομένου ότι τα δώρα υπόκεινται και σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και σε ασφαλιστικές εισφορές. Το αν το δικαίωμα στα δώρα θα αναγνωριστεί και αναδρομικά, πρακτικά θα καθοριστεί από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία, όπως και στο παρελθόν, είναι πιθανό να συνυπολογίσει στην τελική απόφαση όχι μόνο τα δικαιώματα των εργαζομένων, αλλά και τις αντοχές του κρατικού προϋπολογισμού.
Η 13η και η 14η σύνταξη
Σχεδόν τριπλάσιο, συγκριτικά με το αντίστοιχο κόστος των δώρων για τους εν ενεργεία, είναι το κόστος της αναβίωσης της 13ης και της 14ης σύνταξης. Αν και πάλι δεν τίθεται θέμα δύο ολόκληρων συντάξεων, αλλά μόνο του ποσού των 800 ευρώ κατ’ έτος ανά συνταξιούχο (400 ευρώ δώρο Χριστουγέννων και 200 ευρώ για δώρο Πάσχα και επίδομα αδείας) το ετήσιο δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται στα περίπου 2,2 με 2,3 δισ. ευρώ, δεδομένου ότι ο αριθμός των συνταξιούχων υπερβαίνει τα 2,6 εκατομμύρια άτομα. Για τα δώρα, όπως και για τις υπόλοιπες διεκδικήσεις των συνταξιούχων, τίθεται και πάλι το θέμα των ετών στα οποία θα αφορούν τα αναδρομικά. Ήδη είναι ανοικτή η ανταλλαγή των νομικών επιχειρημάτων σχετικά με το αν μπορούν να εγείρουν οι συνταξιούχοι διεκδικήσεις από το 2013 (σ.σ.: υπάρχουν σχετικές αποφάσεις Πρωτοδικείων) ή από το 2015 (όταν και βγήκε η σχετική απόφαση του ΣτΕ) και αν αυτές οι διεκδικήσεις μπορούν να συνεχιστούν μέχρι τον Μάιο του 2016 (περίοδος ψήφισης του νόμου Κατρούγκαλου) ή μέχρι τον Δεκέμβριο του 2018 (περίοδος επανυπολογισμού των παλαιών συντάξεων). Το θέμα της 13ης και της 14ης σύνταξης αποτελεί ένα πολύ ειδικό θέμα για το οποίο η Δικαιοσύνη θα πρέπει να ξεκαθαρίσει αν πρέπει να αναβιώσει και για την περίοδο από εδώ και στο εξής ή όχι.
Οι περικοπές σε συντάξεις
Το τρίτο μεγάλο κεφάλαιο έχει να κάνει με τις περικοπές στις συντάξεις που έγιναν μετά το 2012 και οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι και τώρα. Για κάθε έτος, το δημοσιονομικό κόστος προσεγγίζει τα 3 δισ.. Και για τις συγκεκριμένες περικοπές (οι οποίες αφορούν κατά κύριο λόγο συνταξιούχους με σύνταξη 1.000 ευρώ και άνω) ισχύει ό,τι για τα δώρα των συνταξιούχων. Δηλαδή, θα κριθεί αν μπορούν να υπάρξουν διεκδικήσεις από το 2013 ή από το 2015 και αν θα εκτείνονται χρονικά μέχρι την ημερομηνία ψήφισης του νόμου Κατρούγκαλου ή μέχρι τώρα.
Η κυβέρνηση
Ο δημοσιονομικός κίνδυνος των αναδρομικών για τον κρατικό προϋπολογισμό των επόμενων ετών έχει επισημανθεί τόσο από το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο όσο και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η σημερινή κυβέρνηση έχει πει ότι θα σεβαστεί τις δικαστικές αποφάσεις, ωστόσο είναι αμφίβολο αν θα είναι η σημερινή κυβέρνηση αυτή η οποία θα χρειαστεί να πληρώσει έστω και κάποιες από τις διεκδικήσεις που έχουν έρθει στο προσκήνιο. Σε κάθε περίπτωση, ανάλογα και με τις αμετάκλητες αποφάσεις του ΣτΕ, η επόμενη κυβέρνηση θα είναι αυτή που θα πρέπει να συμμορφωθεί στα δεδομένα που θα διαμορφωθούν.