Τον πήχη της ανάπτυξης του 2019 χαμηλώνει σημαντικά η Τράπεζα της Ελλάδος, με τη νέα της πρόβλεψη να απέχει πολύ τόσο από τη δική της προηγούμενη πρόβλεψη όσο και από αυτή της κυβέρνησης.
Συγκεκριμένα, η έκθεση του διοικητή της TτΕ προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία αναμένεται να "τρέξει" με ρυθμό 1,9% το τρέχον έτος, όταν η κυβέρνηση τοποθετεί το ρυθμό ανάπτυξης στο 2,5%. Οι εξαγωγές και η ιδιωτική κατανάλωση παραμένουν οι βασικοί αναπτυξιακοί μοχλοί της οικονομίας το τρέχον έτος.
Το 2019 "παρά την επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης τόσο διεθνώς όσο και στην ευρωζώνη, η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται ότι θα διατηρηθεί, υπό την προϋπόθεση όμως της απρόσκοπτης συνέχισης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, της εφαρμογής του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων χωρίς καθυστερήσεις και της ενίσχυσης των παραγωγικών επενδύσεων", αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ.
Η νέα εκτίμηση της ΤτΕ για ρυθμό ανάπτυξης στο 1,9% φέτος είναι πολύ πιο δυσμενής από την προηγούμενη πρόβλεψή της για ρυθμό 2,5%. Μάλιστα σε άνοδο του ΑΕΠ κατά 2,5% βασίστηκε και το ΥΠΟΙΚ στην χάραξη του Προϋπολογισμού του για το τρέχον έτος.
Ο πεσιμισμός της ΤτΕ συνδέεται με τα νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που κατεβάζουν τον αναπτυξιακό πήχη του 2018 σε ρυθμό 1,9% (από 2,1% που ανέμενε η κυβέρνηση για το 2018), αλλά και από μια σειρά νέων δεδομένων στα οποία αναφέρθηκε ήδη ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, σε πρόσφατη ομιλία του. Στοχοποίησε τα πλεονάσματα, τα οποία πρότεινε να μειωθούν ταχύτερα μετά το 2022 (στο 2% του ΑΕΠ, αντί για σταδιακή μείωση στο 2,2% που ισχύει), αλλά και τόνισε την ανάγκη μείωσης των NPLs, των φορολογικών συντελεστών και αύξησης των δημοσίων επενδύσεων.
"Η αυξημένη αβεβαιότητα για την πορεία των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος και οι περιορισμοί από την πλευρά της χρηματοδότησης επηρεάζουν αρνητικά τις επενδύσεις", σημειώνει η ΤτΕ. Επιπρόσθετα, η υψηλή φορολόγηση τα τελευταία χρόνια, αν και ανέκοψε την ανοδική πορεία του δημόσιου χρέους, συγκρατεί την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, περιορίζει τη βελτίωση της καταναλωτικής και επενδυτικής εμπιστοσύνης και δημιουργεί φορολογική κόπωση, με συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών.
Η διατήρηση μεγάλων δημοσιονομικών πλεονασμάτων για παρατεταμένη περίοδο, όταν μάλιστα συνοδεύεται από υψηλή φορολογία, επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη και κατ επέκτασιν στη βιωσιμότητα του χρέους.
Οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται, σύμφωνα με την ΤτΕ, να δράσουν ανασταλτικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Κίνδυνοι και προκλήσεις
Ο μεγαλύτερος δημοσιονομικός κίνδυνος, σύμφωνα με την ΤτΕ, είναι η ενδεχόμενη εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ που έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων. Όπως αναφέρει η ΤτΕ, η πρόσθετη δαπάνη δρα επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγεί στην αναθεώρηση προς τα άνω της συνταξιοδοτικής δαπάνης και τροφοδοτεί αβεβαιότητα για τη δημοσιονομική πολιτική και την οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Στους εγχώριους κινδύνους που ενδέχεται να επηρεάσουν την πορεία της οικονομίας περιλαμβάνονται επίσης η υψηλή φορολόγηση και γενικότερα το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και τυχόν ανάκληση μεταρρυθμίσεων ή καθυστερήσεις στην υλοποίησή τους. Επιπλέον, στην αγορά εργασίας η αύξηση του κατώτατου μισθού που νομοθετήθηκε τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, παρότι εκτιμάται ότι θα αποφέρει βραχυχρόνια οφέλη όσον αφορά την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και κατ’ επέκταση της ιδιωτικής κατανάλωσης, μεσοπρόθεσμα αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την απασχόληση, κυρίως των νέων, καθώς και την ανταγωνιστικότητα της χώρας σε όρους σχετικού μοναδιαίου κόστους εργασίας.
Η σημαντικότερη πρόκληση στο άμεσο μέλλον, είναι η μόνιμη επιστροφή του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους. Η ύπαρξη ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, αν και χρήσιμη, είναι προσωρινό μέσο αναχρηματοδότησης των δανειακών αναγκών του Δημοσίου και με περιορισμένη αποτελεσματικότητα σε περίπτωση μελλοντικών αναταράξεων στις διεθνείς αγορές. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη εξόδου στις αγορές σε τακτά χρονικά διαστήματα και με βιώσιμους όρους.
Η πρόκληση των ελληνικών ομολόγων
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι τα ελληνικά ομόλογα, παρά την πρόσφατη αναβάθμισή τους, δεν έχουν ακόμη αποκτήσει αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας.
Οι αποδόσεις τους, μολονότι έχουν αποκλιμακωθεί σε επίπεδα κάτω του 4%, παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες, εμφανίζοντας υψηλό βαθμό ευαισθησίας σε πιθανές αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, επηρεαζόμενες εν μέρει και από την αβεβαιότητα σχετικά με τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής
κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής.
Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2018, σε συνδυασμό με την αυξημένη εκταμίευση από τον ESM για το σχηματισμό του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, έχουν βελτιώσει σημαντικά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα. Εντούτοις, καθώς οι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου παραμένουν κάτω από την επενδυτική βαθμίδα και ελλείψει πρόσβασης σε προληπτική γραμμή στήριξης, η Ελλάδα παρέμεινε εκτός του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕKT, το οποίο θα συνέβαλλε στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και στην περαιτέρω βελτίωση του αξιόχρεου των ελληνικών τίτλων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το περιθώριο απόδοσης (spread) των ελληνικών δεκαετών ομολόγων παραμένει χαμηλότερο, αλλά λίγο κάτω από τις 400 μονάδες βάσης, παρά τη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση των αποδόσεών τους, αναφέρει η κεντρική τράπεζα.
Τράπεζες
Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι η έκθεση των ελληνικών τραπεζών στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, έφτασαν στα 81,8 δισ. ευρώ ή στο 45,4% επί του συνόλου των δανείων στα τέλη Δεκεμβρίου. Η νομισματική αρχή σημειώνει ότι το νέο πλαίσιο προστασίας της α' κατοικίας αποτελεί βήμα για επανασύνδεση της χώρας στις αγορές.
Στόχευση των τραπεζών είναι η διαμόρφωση των ΜPLs στο τέλος του 2021 στα 34,1 δισεκ. ευρώ, ενώ ο δείκτης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 21,2% του συνόλου των δανείων. Επειδή αυτό το ποσοστό είναι περίπου εξαπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ-28, συνάγεται ότι πρέπει να επιταχυνθεί η μείωσή του, εξηγεί η ΤτΕ, προσθέτοντας ότι η επιτυχής επίλυση του προβλήματος των NPLs αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία στην προσπάθειά της να επιτύχει διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, λόγω δομής και μεγέθους, αλλά και των νοικοκυριών, γίνεται κυρίως μέσω τραπεζικού δανεισμού.
Συγκεκριμένα, η έκθεση του διοικητή της TτΕ προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία αναμένεται να "τρέξει" με ρυθμό 1,9% το τρέχον έτος, όταν η κυβέρνηση τοποθετεί το ρυθμό ανάπτυξης στο 2,5%. Οι εξαγωγές και η ιδιωτική κατανάλωση παραμένουν οι βασικοί αναπτυξιακοί μοχλοί της οικονομίας το τρέχον έτος.
Το 2019 "παρά την επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης τόσο διεθνώς όσο και στην ευρωζώνη, η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται ότι θα διατηρηθεί, υπό την προϋπόθεση όμως της απρόσκοπτης συνέχισης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, της εφαρμογής του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων χωρίς καθυστερήσεις και της ενίσχυσης των παραγωγικών επενδύσεων", αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ.
Η νέα εκτίμηση της ΤτΕ για ρυθμό ανάπτυξης στο 1,9% φέτος είναι πολύ πιο δυσμενής από την προηγούμενη πρόβλεψή της για ρυθμό 2,5%. Μάλιστα σε άνοδο του ΑΕΠ κατά 2,5% βασίστηκε και το ΥΠΟΙΚ στην χάραξη του Προϋπολογισμού του για το τρέχον έτος.
Ο πεσιμισμός της ΤτΕ συνδέεται με τα νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που κατεβάζουν τον αναπτυξιακό πήχη του 2018 σε ρυθμό 1,9% (από 2,1% που ανέμενε η κυβέρνηση για το 2018), αλλά και από μια σειρά νέων δεδομένων στα οποία αναφέρθηκε ήδη ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, σε πρόσφατη ομιλία του. Στοχοποίησε τα πλεονάσματα, τα οποία πρότεινε να μειωθούν ταχύτερα μετά το 2022 (στο 2% του ΑΕΠ, αντί για σταδιακή μείωση στο 2,2% που ισχύει), αλλά και τόνισε την ανάγκη μείωσης των NPLs, των φορολογικών συντελεστών και αύξησης των δημοσίων επενδύσεων.
"Η αυξημένη αβεβαιότητα για την πορεία των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος και οι περιορισμοί από την πλευρά της χρηματοδότησης επηρεάζουν αρνητικά τις επενδύσεις", σημειώνει η ΤτΕ. Επιπρόσθετα, η υψηλή φορολόγηση τα τελευταία χρόνια, αν και ανέκοψε την ανοδική πορεία του δημόσιου χρέους, συγκρατεί την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, περιορίζει τη βελτίωση της καταναλωτικής και επενδυτικής εμπιστοσύνης και δημιουργεί φορολογική κόπωση, με συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών.
Η διατήρηση μεγάλων δημοσιονομικών πλεονασμάτων για παρατεταμένη περίοδο, όταν μάλιστα συνοδεύεται από υψηλή φορολογία, επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη και κατ επέκτασιν στη βιωσιμότητα του χρέους.
Οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται, σύμφωνα με την ΤτΕ, να δράσουν ανασταλτικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Κίνδυνοι και προκλήσεις
Ο μεγαλύτερος δημοσιονομικός κίνδυνος, σύμφωνα με την ΤτΕ, είναι η ενδεχόμενη εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ που έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων. Όπως αναφέρει η ΤτΕ, η πρόσθετη δαπάνη δρα επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγεί στην αναθεώρηση προς τα άνω της συνταξιοδοτικής δαπάνης και τροφοδοτεί αβεβαιότητα για τη δημοσιονομική πολιτική και την οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Στους εγχώριους κινδύνους που ενδέχεται να επηρεάσουν την πορεία της οικονομίας περιλαμβάνονται επίσης η υψηλή φορολόγηση και γενικότερα το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και τυχόν ανάκληση μεταρρυθμίσεων ή καθυστερήσεις στην υλοποίησή τους. Επιπλέον, στην αγορά εργασίας η αύξηση του κατώτατου μισθού που νομοθετήθηκε τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, παρότι εκτιμάται ότι θα αποφέρει βραχυχρόνια οφέλη όσον αφορά την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και κατ’ επέκταση της ιδιωτικής κατανάλωσης, μεσοπρόθεσμα αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την απασχόληση, κυρίως των νέων, καθώς και την ανταγωνιστικότητα της χώρας σε όρους σχετικού μοναδιαίου κόστους εργασίας.
Η σημαντικότερη πρόκληση στο άμεσο μέλλον, είναι η μόνιμη επιστροφή του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους. Η ύπαρξη ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, αν και χρήσιμη, είναι προσωρινό μέσο αναχρηματοδότησης των δανειακών αναγκών του Δημοσίου και με περιορισμένη αποτελεσματικότητα σε περίπτωση μελλοντικών αναταράξεων στις διεθνείς αγορές. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη εξόδου στις αγορές σε τακτά χρονικά διαστήματα και με βιώσιμους όρους.
Η πρόκληση των ελληνικών ομολόγων
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι τα ελληνικά ομόλογα, παρά την πρόσφατη αναβάθμισή τους, δεν έχουν ακόμη αποκτήσει αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας.
Οι αποδόσεις τους, μολονότι έχουν αποκλιμακωθεί σε επίπεδα κάτω του 4%, παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες, εμφανίζοντας υψηλό βαθμό ευαισθησίας σε πιθανές αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, επηρεαζόμενες εν μέρει και από την αβεβαιότητα σχετικά με τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής
κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής.
Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2018, σε συνδυασμό με την αυξημένη εκταμίευση από τον ESM για το σχηματισμό του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, έχουν βελτιώσει σημαντικά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα. Εντούτοις, καθώς οι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου παραμένουν κάτω από την επενδυτική βαθμίδα και ελλείψει πρόσβασης σε προληπτική γραμμή στήριξης, η Ελλάδα παρέμεινε εκτός του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕKT, το οποίο θα συνέβαλλε στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και στην περαιτέρω βελτίωση του αξιόχρεου των ελληνικών τίτλων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το περιθώριο απόδοσης (spread) των ελληνικών δεκαετών ομολόγων παραμένει χαμηλότερο, αλλά λίγο κάτω από τις 400 μονάδες βάσης, παρά τη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση των αποδόσεών τους, αναφέρει η κεντρική τράπεζα.
Τράπεζες
Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι η έκθεση των ελληνικών τραπεζών στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, έφτασαν στα 81,8 δισ. ευρώ ή στο 45,4% επί του συνόλου των δανείων στα τέλη Δεκεμβρίου. Η νομισματική αρχή σημειώνει ότι το νέο πλαίσιο προστασίας της α' κατοικίας αποτελεί βήμα για επανασύνδεση της χώρας στις αγορές.
Στόχευση των τραπεζών είναι η διαμόρφωση των ΜPLs στο τέλος του 2021 στα 34,1 δισεκ. ευρώ, ενώ ο δείκτης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 21,2% του συνόλου των δανείων. Επειδή αυτό το ποσοστό είναι περίπου εξαπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ-28, συνάγεται ότι πρέπει να επιταχυνθεί η μείωσή του, εξηγεί η ΤτΕ, προσθέτοντας ότι η επιτυχής επίλυση του προβλήματος των NPLs αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία στην προσπάθειά της να επιτύχει διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, λόγω δομής και μεγέθους, αλλά και των νοικοκυριών, γίνεται κυρίως μέσω τραπεζικού δανεισμού.