Τους "κρουνούς" των ρυθμίσεων δανείων από τις τράπεζες, ανοίγει η λαίλαπα του κορονοϊού που, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις που διατύπωσε ο Υπ. Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρας, θα οδηγήσει φέτος την ελληνική Οικονομία σε ύφεση 1% - 3%. Οι τράπεζες αναμένεται επίσης να προχωρήσουν σε αναστολές πληρωμών δανείων μέχρι τον Σεπτέμβριο, έχοντας στο τραπέζι το ενδεχόμενο, οι αναστολές πληρωμών δανείων για τις πληγείσες επιχειρήσεις να παραταθούν μέχρι και το τέλος του έτους.
Σχηματίζοντας λιγότερες προβλέψεις για τα δάνεια που θα καθίστανται μη εξυπηρετούμενα εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στην οικονομική δραστηριότητα και με μείωση των ελάχιστων απαιτούμενων δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας στο 11,5% από 14%, οι τράπεζες μπορούν να προχωρήσουν σε σημαντική αύξηση των ρυθμίσεων δανείων.
Τις κινήσεις της ΕΚΤ, αναφέροντας ότι, μετά τις γιγαντιαίες, δημοσιονομικές και νομισματικές παρεμβάσεις, κυοφορούνταν από τις εποπτικές αρχές μέτρα προληπτικής στήριξης του τραπεζικού τομέα ώστε να προφυλαχθεί από το ωστικό κύμα των επιπτώσεων της πανδημίας στην πραγματική Οικονομία, και με τη σειρά του, να μπορέσει να στηρίξει επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Στο πλαίσιο αυτό, αναμενόταν ο επαναπροσδιορισμός της κατηγοριοποίησης δανείων στα μη εξυπηρετούμενα και η μείωση των απαιτούμενων δεικτών επάρκειας κεφαλαίων και ρευστότητας. Επίσης, στο "μικροσκόπιο", σε επίπεδο Κομισιόν, έχει μπει η οδηγία BRRD, προκειμένου η παροχή των κρατικών ενισχύσεων που θα δοθούν για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορονοϊού στην Οικονομία, να μην ενεργοποιήσει το bail – in.
Το επερχόμενο κύμα ρυθμίσεων δανείων
Η αύξηση των ρυθμίσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω κορονοϊού έρχεται τη στιγμή που οι ελληνικές τράπεζες έχουν ρυθμίσει δάνεια που ξεπερνούν τα 27 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν το 40% των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους, τα οποία ανέρχονταν σε 68 δισ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου 2019. Ενδεικτική του κύματος νέων ρυθμίσεων που αναμένεται είναι η κατάσταση στον κλάδο του τουρισμού, ο οποίος δέχεται και το μεγαλύτερο πλήγμα από τον κορονοϊό. Ήδη πριν εκσκήψει ο κορονοϊός, ο κλάδος του τουρισμού παρουσίαζε υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων (27,7%), παρά τον εξωστρεφή χαρακτήρα, την ανοδική πορεία του και τη διευρυνόμενη συμβολή του στο ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρονται στην Ετήσια Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, στο τέλος Δεκεμβρίου του 2019, το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων που συνδέονταν με ρυθμίσεις ανερχόταν σε 24,6 δισ. ευρώ (δηλ. 36,2% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων).
Το ποσό των περίπου 25 δισ. ευρώ των ρυθμίσεων στο τέλος του 2019, ξεπέρασε τα 27 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 2020, αφού, με βάση τα στοιχεία που υπέβαλαν στο Υπουργείο Οικονομικών, μέσα στο πρώτο δίμηνο του 2020, οι τράπεζες ρύθμισαν επιπλέον 31.335 δάνεια, ύψους 2,4 δισ. ευρώ, και οι εταιρείες διαχείρισης επιπλέον 6.597 δάνεια, συνολικού ύψους 126 εκατ. ευρώ.
Όπως συνάγεται από τις διαπιστώσεις της ΤτΕ, οι ρυθμίσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα ανέρχονταν, στο τέλος Δεκεμβρίου 2019, στο 58,3% του συνολικού υπολοίπου των ρυθμισθέντων κόκκινων δανείων. Σύμφωνα με την ΤτΕ, ανησυχητικά υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Μάλιστα, στο 37,3% των μακροχρόνιων ρυθμίσεων και στο 66,5% των βραχυχρόνιων ρυθμίσεων, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης. Τα εν λόγω ποσοστά αυξάνονται σε 40,2% και 79,3% αντίστοιχα σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους από την εφαρμογή της ρύθμισης.
Σχηματίζοντας λιγότερες προβλέψεις για τα δάνεια που θα καθίστανται μη εξυπηρετούμενα εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στην οικονομική δραστηριότητα και με μείωση των ελάχιστων απαιτούμενων δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας στο 11,5% από 14%, οι τράπεζες μπορούν να προχωρήσουν σε σημαντική αύξηση των ρυθμίσεων δανείων.
Τις κινήσεις της ΕΚΤ, αναφέροντας ότι, μετά τις γιγαντιαίες, δημοσιονομικές και νομισματικές παρεμβάσεις, κυοφορούνταν από τις εποπτικές αρχές μέτρα προληπτικής στήριξης του τραπεζικού τομέα ώστε να προφυλαχθεί από το ωστικό κύμα των επιπτώσεων της πανδημίας στην πραγματική Οικονομία, και με τη σειρά του, να μπορέσει να στηρίξει επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Στο πλαίσιο αυτό, αναμενόταν ο επαναπροσδιορισμός της κατηγοριοποίησης δανείων στα μη εξυπηρετούμενα και η μείωση των απαιτούμενων δεικτών επάρκειας κεφαλαίων και ρευστότητας. Επίσης, στο "μικροσκόπιο", σε επίπεδο Κομισιόν, έχει μπει η οδηγία BRRD, προκειμένου η παροχή των κρατικών ενισχύσεων που θα δοθούν για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορονοϊού στην Οικονομία, να μην ενεργοποιήσει το bail – in.
Το επερχόμενο κύμα ρυθμίσεων δανείων
Η αύξηση των ρυθμίσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω κορονοϊού έρχεται τη στιγμή που οι ελληνικές τράπεζες έχουν ρυθμίσει δάνεια που ξεπερνούν τα 27 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν το 40% των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους, τα οποία ανέρχονταν σε 68 δισ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου 2019. Ενδεικτική του κύματος νέων ρυθμίσεων που αναμένεται είναι η κατάσταση στον κλάδο του τουρισμού, ο οποίος δέχεται και το μεγαλύτερο πλήγμα από τον κορονοϊό. Ήδη πριν εκσκήψει ο κορονοϊός, ο κλάδος του τουρισμού παρουσίαζε υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων (27,7%), παρά τον εξωστρεφή χαρακτήρα, την ανοδική πορεία του και τη διευρυνόμενη συμβολή του στο ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρονται στην Ετήσια Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, στο τέλος Δεκεμβρίου του 2019, το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων που συνδέονταν με ρυθμίσεις ανερχόταν σε 24,6 δισ. ευρώ (δηλ. 36,2% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων).
Το ποσό των περίπου 25 δισ. ευρώ των ρυθμίσεων στο τέλος του 2019, ξεπέρασε τα 27 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 2020, αφού, με βάση τα στοιχεία που υπέβαλαν στο Υπουργείο Οικονομικών, μέσα στο πρώτο δίμηνο του 2020, οι τράπεζες ρύθμισαν επιπλέον 31.335 δάνεια, ύψους 2,4 δισ. ευρώ, και οι εταιρείες διαχείρισης επιπλέον 6.597 δάνεια, συνολικού ύψους 126 εκατ. ευρώ.
Όπως συνάγεται από τις διαπιστώσεις της ΤτΕ, οι ρυθμίσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα ανέρχονταν, στο τέλος Δεκεμβρίου 2019, στο 58,3% του συνολικού υπολοίπου των ρυθμισθέντων κόκκινων δανείων. Σύμφωνα με την ΤτΕ, ανησυχητικά υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Μάλιστα, στο 37,3% των μακροχρόνιων ρυθμίσεων και στο 66,5% των βραχυχρόνιων ρυθμίσεων, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης. Τα εν λόγω ποσοστά αυξάνονται σε 40,2% και 79,3% αντίστοιχα σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους από την εφαρμογή της ρύθμισης.