Τη δυνατότητα λήψης μέτρων στήριξης της οικονομίας χωρίς δημοσιονομικούς κανόνες όχι μόνο φέτος αλλά και την προσεχή διετία, δηλαδή και το 2022, περιλαμβάνει η πρόταση που έχει θέσει η Κομισιόν και εξετάζουν σοβαρά οι θεσμοί.
Θα επιτρέψει στην Ελλάδα να λειτουργεί με τους ίδιους όρους που θα ισχύουν σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ αναιρώντας ουσιαστικά την Ενισχυμένη Εποπτεία στο δημοσιονομικό της σκέλος.
Όπως εξελίσσεται δε η κατάσταση στο πεδίο του νέου σχεδίου ανάκαμψης, η εν λόγω πρόταση δημοσιονομικής ευελιξίας χαρακτηρίζεται από διπλωματικές πήγες σαν ένα αντάλλαγμα που χρυσώνει το "χάπι" του συμβιβασμού ανά την ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, εξηγούν, είναι αναγκαία αφού στο πιο καλό σενάριο του σχεδίου ανάκαμψης που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για 750 δισεκατομμύρια ευρώ πακέτου στήριξης (εκ των οποίων τα 500 δισεκατομμύρια ευρώ επιδοτήσεις και τα υπόλοιπα δάνεια) από το οποίο θα αναλογούσαν 32 δις ευρώ στην Ελλάδα (22,5 δις ευρώ επιδοτήσεις και 9,5 δις ευρώ δάνεια), το 2021 θα μπορούσε να έρθει μόνο έως το 10% των κονδυλίων: δηλαδή 50 δισ. ευρώ επιδοτήσεις ανά την ΕΕ και περίπου 3 δις ευρώ στην Ελλάδα.
Στο πεδίο της δημοσιονομικής ευελιξίας το σημείο "κλειδί" πλέον είναι αν υπάρχουν τα ταμειακά διαθέσιμα. Δηλαδή αν η Ελλάδα θα μπορεί με τα χρήματα που θα έρθουν από την ΕΕ από τις δράσεις που έχουν ήδη ενεργοποιηθεί και "αργούν" επίσης , αλλά και μέσα από νέες εξόδους στις αγορές και με συγκράτηση της απώλειας κρατικών εσόδων, να χρηματοδοτεί τα επόμενα μέτρα στήριξης πέραν των 24 δις ευρώ που έχει δρομολογήσει.
Σε επίπεδο ΕΕ η αντίστοιχη δυνατότητα για το 2021 θεωρείται σχεδόν δεδομένη, ενώ οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν επισήμως το φθινόπωρο. Η πρόταση, όπως είχε εκφραστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, περιλαμβάνει τον εξής ορό: η δημοσιονομική ευελιξία να σταματήσει όταν ένα κράτος επιστρέψει στα επίπεδα ΑΕΠ που είχε πριν ξεσπάσει η υγειονομική κρίση, δηλαδή το 2019. Με άλλα λόγια υποθέτει πως, με την πορεία που έχει η υγειονομική κρίση και με την επίπτωσή της στις οικονομίες η επιστροφή αυτή ουσιαστικά δεν θα είναι πλήρως εφικτή ούτε το 2022…
Για την Ελλάδα η πρόταση δημοσιονομικής ευελιξίας και για το 2022 έχει ειδική σημασία: το καλοκαίρι του 2022 λήγει το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας για τη χώρα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι μετά δεν υπάρχουν κανόνες. Με βάση τη συμφωνία που υπεγράφη το 2018 η χώρα έχει συμφωνήσει ότι έως και το 2022 θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ, ενώ στη συνέχεια θα πρέπει να αρχίζει σταδιακά να τα μειώνει στο 3% του ΑΕΠ το 2023, στο 2,5% του ΑΕΠ το 2024 και στο 2,2% του ΑΕΠ από το 2025 και μετά.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη προαναγγείλει πως όταν τελειώσει η πανδημία και η δημοσιονομική ευελιξία θα συζητήσει με τους θεσμούς εκ νέου το ύψος των πλεονασμάτων, δεσμευόμενη βεβαίως ότι θα εφαρμόσει πολιτικές και μεταρρυθμίσεις που θα στηρίζουν το ΑΕΠ και άρα τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους (που είναι και το μεγάλο ζητούμενο για τις αγορές).
Σημειώνεται πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέτος προέβη σε δυο βήματα δημοσιονομικής ευελιξίας. Αρχικά ότι αποφάσισε να επιτρέψει αποκλίσεις από το δημοσιονομικό στόχο αρκεί να διατηρείται η διαρθρωτική δημοσιονομική θέση της χώρας (δηλαδή ένα πλεόνασμα το οποίο θα φτάσει στο στόχο αν προσμετρηθεί η επίπτωση της ύφεσης).
Λίγο αργότερα, ενεργοποίησε για πρώτη φορά τη "ρήτρα γενικής διαφυγής". Δηλαδή τη γενική άρση των δημοσιονομικών κανόνων αρκεί τα μέτρα στήριξης τα οποία λαμβάνονται να συνδέονται με μία σειρά από σχετικές με την πανδημία και με τη στήριξη των οικονομιών δράσεις.
Δεν είναι βέβαιο αν το 2022 θα ισχύει η ευελιξία ως έχει σήμερα (ρήτρα διαφυγής). Αλλά αυτό που θεωρείται δεδομένο αυτή τη στιγμή είναι ότι στην Ελλάδα θα ισχύουν οι ίδιοι δημοσιονομικοί κανόνες με αυτούς που θα ισχύουν για τα υπόλοιπα κράτη μέλη. Δηλαδή δεν θα ισχύει το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας στο δημοσιονομικό πεδίο.
Για το θέμα αυτό μίλησε την προηγούμενη εβδομάδα και ο υπουργός οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας από τη Βουλή. Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα επισήμανε ότι "οι δημοσιονομικοί κανόνες δεν θα ισχύουν μέχρι να επανέλθει η Ευρώπη σε μια σταθεροποίηση". Για το πότε θα γίνει αυτό είπε πως σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, που έγιναν στο τελευταίο Eurogroup και από μια εισήγηση που έγινε από το Fiscal Board, την οποία επικαλέστηκε ο Επίτροπος κ. Τζεντιλόνι "φαίνεται να υπάρχει μια σκέψη στην Ευρώπη, την οποία υποστηρίζουμε, οι δημοσιονομικοί στόχοι να επανέλθουν, όταν το ΑΕΠ στην Ευρώπη φτάσει στο επίπεδο του 2019. Αυτό δεν εκτιμάται να γίνει το 2021 και πιθανόν ούτε το 2022"...
Επίσης, σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroupη Ελλάδα συνεπώς θα αντιμετωπιστεί κατά τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετωπιστούν οι άλλες χώρες της Ευρώπης. Μετά την πανδημία "μπορεί να υπάρχει η αναγκαιότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ευρώπη" .
Θα επιτρέψει στην Ελλάδα να λειτουργεί με τους ίδιους όρους που θα ισχύουν σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ αναιρώντας ουσιαστικά την Ενισχυμένη Εποπτεία στο δημοσιονομικό της σκέλος.
Όπως εξελίσσεται δε η κατάσταση στο πεδίο του νέου σχεδίου ανάκαμψης, η εν λόγω πρόταση δημοσιονομικής ευελιξίας χαρακτηρίζεται από διπλωματικές πήγες σαν ένα αντάλλαγμα που χρυσώνει το "χάπι" του συμβιβασμού ανά την ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, εξηγούν, είναι αναγκαία αφού στο πιο καλό σενάριο του σχεδίου ανάκαμψης που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για 750 δισεκατομμύρια ευρώ πακέτου στήριξης (εκ των οποίων τα 500 δισεκατομμύρια ευρώ επιδοτήσεις και τα υπόλοιπα δάνεια) από το οποίο θα αναλογούσαν 32 δις ευρώ στην Ελλάδα (22,5 δις ευρώ επιδοτήσεις και 9,5 δις ευρώ δάνεια), το 2021 θα μπορούσε να έρθει μόνο έως το 10% των κονδυλίων: δηλαδή 50 δισ. ευρώ επιδοτήσεις ανά την ΕΕ και περίπου 3 δις ευρώ στην Ελλάδα.
Στο πεδίο της δημοσιονομικής ευελιξίας το σημείο "κλειδί" πλέον είναι αν υπάρχουν τα ταμειακά διαθέσιμα. Δηλαδή αν η Ελλάδα θα μπορεί με τα χρήματα που θα έρθουν από την ΕΕ από τις δράσεις που έχουν ήδη ενεργοποιηθεί και "αργούν" επίσης , αλλά και μέσα από νέες εξόδους στις αγορές και με συγκράτηση της απώλειας κρατικών εσόδων, να χρηματοδοτεί τα επόμενα μέτρα στήριξης πέραν των 24 δις ευρώ που έχει δρομολογήσει.
Σε επίπεδο ΕΕ η αντίστοιχη δυνατότητα για το 2021 θεωρείται σχεδόν δεδομένη, ενώ οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν επισήμως το φθινόπωρο. Η πρόταση, όπως είχε εκφραστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, περιλαμβάνει τον εξής ορό: η δημοσιονομική ευελιξία να σταματήσει όταν ένα κράτος επιστρέψει στα επίπεδα ΑΕΠ που είχε πριν ξεσπάσει η υγειονομική κρίση, δηλαδή το 2019. Με άλλα λόγια υποθέτει πως, με την πορεία που έχει η υγειονομική κρίση και με την επίπτωσή της στις οικονομίες η επιστροφή αυτή ουσιαστικά δεν θα είναι πλήρως εφικτή ούτε το 2022…
Για την Ελλάδα η πρόταση δημοσιονομικής ευελιξίας και για το 2022 έχει ειδική σημασία: το καλοκαίρι του 2022 λήγει το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας για τη χώρα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι μετά δεν υπάρχουν κανόνες. Με βάση τη συμφωνία που υπεγράφη το 2018 η χώρα έχει συμφωνήσει ότι έως και το 2022 θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ, ενώ στη συνέχεια θα πρέπει να αρχίζει σταδιακά να τα μειώνει στο 3% του ΑΕΠ το 2023, στο 2,5% του ΑΕΠ το 2024 και στο 2,2% του ΑΕΠ από το 2025 και μετά.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη προαναγγείλει πως όταν τελειώσει η πανδημία και η δημοσιονομική ευελιξία θα συζητήσει με τους θεσμούς εκ νέου το ύψος των πλεονασμάτων, δεσμευόμενη βεβαίως ότι θα εφαρμόσει πολιτικές και μεταρρυθμίσεις που θα στηρίζουν το ΑΕΠ και άρα τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους (που είναι και το μεγάλο ζητούμενο για τις αγορές).
Σημειώνεται πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέτος προέβη σε δυο βήματα δημοσιονομικής ευελιξίας. Αρχικά ότι αποφάσισε να επιτρέψει αποκλίσεις από το δημοσιονομικό στόχο αρκεί να διατηρείται η διαρθρωτική δημοσιονομική θέση της χώρας (δηλαδή ένα πλεόνασμα το οποίο θα φτάσει στο στόχο αν προσμετρηθεί η επίπτωση της ύφεσης).
Λίγο αργότερα, ενεργοποίησε για πρώτη φορά τη "ρήτρα γενικής διαφυγής". Δηλαδή τη γενική άρση των δημοσιονομικών κανόνων αρκεί τα μέτρα στήριξης τα οποία λαμβάνονται να συνδέονται με μία σειρά από σχετικές με την πανδημία και με τη στήριξη των οικονομιών δράσεις.
Δεν είναι βέβαιο αν το 2022 θα ισχύει η ευελιξία ως έχει σήμερα (ρήτρα διαφυγής). Αλλά αυτό που θεωρείται δεδομένο αυτή τη στιγμή είναι ότι στην Ελλάδα θα ισχύουν οι ίδιοι δημοσιονομικοί κανόνες με αυτούς που θα ισχύουν για τα υπόλοιπα κράτη μέλη. Δηλαδή δεν θα ισχύει το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας στο δημοσιονομικό πεδίο.
Για το θέμα αυτό μίλησε την προηγούμενη εβδομάδα και ο υπουργός οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας από τη Βουλή. Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα επισήμανε ότι "οι δημοσιονομικοί κανόνες δεν θα ισχύουν μέχρι να επανέλθει η Ευρώπη σε μια σταθεροποίηση". Για το πότε θα γίνει αυτό είπε πως σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, που έγιναν στο τελευταίο Eurogroup και από μια εισήγηση που έγινε από το Fiscal Board, την οποία επικαλέστηκε ο Επίτροπος κ. Τζεντιλόνι "φαίνεται να υπάρχει μια σκέψη στην Ευρώπη, την οποία υποστηρίζουμε, οι δημοσιονομικοί στόχοι να επανέλθουν, όταν το ΑΕΠ στην Ευρώπη φτάσει στο επίπεδο του 2019. Αυτό δεν εκτιμάται να γίνει το 2021 και πιθανόν ούτε το 2022"...
Επίσης, σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroupη Ελλάδα συνεπώς θα αντιμετωπιστεί κατά τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετωπιστούν οι άλλες χώρες της Ευρώπης. Μετά την πανδημία "μπορεί να υπάρχει η αναγκαιότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ευρώπη" .