Παρά τις πρωτοφανείς συνθήκες που δημιουργήθηκαν στην αγορά, λόγω της πανδημίας, η Παπουτσάνης, -το 30% του τζίρου της οποίας μέχρι και πέρυσι προερχόταν από τον ξενοδοχειακό κλάδο που σήμερα παραμένει επί της ουσίας σε αναστολή-, κατάφερε το πρώτο εξάμηνο του έτους, να αυξήσει 46% τον τζίρο της και κατά 275% τα καθαρά της κέρδη.
Πορεία η οποία οφείλεται, αφ ενός στην αύξηση της κατανάλωσης των προϊόντων που παρήγαγε και πριν την κρίση και αφ ετέρου στην είσοδο της στην κατηγορία των βιοκτόνων και απολυμαντικών, η οποία βοήθησε καταλυτικά την ελληνική βιομηχανία να υπερκεράσει το κενό που δημιουργήθηκε από το "λουκέτο” στον τουριστικό κλάδο.
Η περίπτωση της εταιρείας Παπουτσάνης, που εν μέσω κρίσης επένδυσε σε μια νέα κατηγορία, αύξησε τον τζίρο της και την κερδοφορία της, δεν είναι η μοναδική. Μια ακόμη εταιρεία η οποία, εν μέσω της πανδημίας, αποφάσισε να επενδύσει σημαντικά κεφάλαια για να εισέλθει σε μια νέα κατηγορία προϊόντων που ζητά η παγκόσμια αγορά, είναι η Lariplast.
Βέβαια υπάρχουν και αρκετές άλλες επιχειρήσεις, όχι μόνο ελληνικές, που είτε ανέστειλαν τελείως τα επενδυτικά τους σχέδια, είτε αποφάσισαν να τα παγώσουν, μέχρι νεοτέρας. Όπως η Premier Capital Ελλάς η οποία αναθεώρησε το επενδυτικό της πλάνο για την επέκταση της αλυσίδας McDonald’s στην Ελλάδα.
Δύο αντίρροπες δυνάμεις, σε επενδυτικό επίπεδο, οι οποίες αναδεικνύονται και στην τελευταία ετήσια πανευρωπαϊκή έρευνα της EY.
Ας δούμε όμως τι λέει η ετήσια έρευνα, της EY Attractiveness Survey Europe. Η γενική εικόνα είναι ότι ο COVID-19 έχει επηρεάσει αρνητικά, σε έναν βαθμό, τις διαθέσεις και τα σχέδια των επενδυτών, αλλά δεν έχει οδηγήσει, μέχρι στιγμής, στην απόλυτη περιστολή τους. Την ίδια στιγμή όμως, η πανδημία, δημιουργεί νέα δεδομένα που ενδέχεται να αλλάξουν ριζικά το τοπίο των επενδύσεων στο άμεσο μέλλον.
Ας ξεκινήσουμε με τα αρνητικά, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Σύμφωνα με τη δειγματοληπτική έρευνα της ΕΥ στα τέλη Απριλίου, ένας στους δύο επενδυτές (51%) προγραμματίζει περιορισμένη μείωση των επενδυτικών του σχεδίων για φέτος και το 23% θα τα αναβάλει για το 2021 ή και αργότερα.
Την ίδια στιγμή το 15% απαντά ότι θα προχωρήσει σε μείωση του ύψους της επένδυσης που θα υπερβαίνει το 20%, ενώ το 11% δεν προβλέπει μεταβολή των σχεδίων του. Κανένας από τους ερωτώμενους δεν απάντησε ότι σχεδιάζει, είτε να αυξήσει τα επενδυτικά του σχέδια, είτε να τα ακυρώσει εντελώς.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Τι συμβαίνει όμως στην Ελλάδα; Στην ερώτηση αν τα σχέδιά τους έχουν επηρεαστεί από την εκδήλωση του COVID-19, ένας στους δύο εκπροσώπους επιχειρήσεων που συμμετείχε στην έρευνα, δήλωσε ότι σχεδιάζει να επενδύσει στην Ελλάδα στη διάρκεια του επόμενου δωδεκάμηνου (28% του συνόλου) και ότι δεν υπάρχει κάποια αλλαγή στον σχεδιασμό.
Αντίστοιχο ποσοστό, ανέφερε ότι έχει παγώσει τα σχέδιά του, ενώ το 6% του δείγματος απάντησε ότι τα ακύρωσαν, ενώ ποσοστό 2% ανέφερε ότι σκοπεύει να προχωρήσει σε σημαντική (μεγαλύτερη του 20%) ή περιορισμένη (μικρότερη του 20%) μείωση της σχεδιαζόμενης επένδυσης.
Κι όμως παρά τον δισταγμό που υπάρχει, τόσο σε πανευρωπαϊκό όσο και σε ελληνικό επίπεδο, από την έρευνα αναδεικνύεται και μια άλλη όψη, η οποία υπό προϋποθέσεις, μπορεί να ωφελήσει επενδυτικά, άρα και σε επίπεδο απασχόλησης και σε επίπεδο οικονομίας, την Ελλάδα.
Η πανδημία, σε συνδυασμό με τις εντεινόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, ευαισθητοποίησε το σύνολο των επιχειρήσεων ως προς την ανάγκη οικοδόμησης πιο ευέλικτων, διαφοροποιημένων και ανθεκτικών αλυσίδων εφοδιασμού.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της, τρεις είναι οι κυρίαρχες τάσεις:
μετακίνηση των αλυσίδων εφοδιασμού προς χώρες χαμηλού κόστους στα όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Αφρική (83%),
μετάβαση σε ευέλικτα σχήματα προσθετικής παραγωγής, όπως οι τρισδιάστατες (3D) εκτυπώσεις (77%),
και μείωση της εξάρτησης από μία αποκλειστική ή κυρίαρχη χώρα εφοδιασμού (61%).
Πώς όμως σχεδιάζουν να αλλάξουν το μοντέλο της εφοδιαστικής αλυσίδας τους, στην Ελλάδα, ως απάντηση στον COVID-19; Το 21% των συμμετεχόντων ανέφερε ότι σκοπεύει να μειώσει την εξάρτηση της επιχείρησής του από μια μοναδική ή κυρίαρχη χώρα εφοδιασμού, ενώ ποσοστό 20% απάντησε ότι θα ενισχύσει την παραγωγική παρουσία της εταιρείας του στην Ελλάδα.
Η απάντηση βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με τα ευρήματα της ευρωπαϊκής έρευνας, σύμφωνα με την οποία, 37% των ερωτώμενων σκοπεύουν να ενισχύσουν την παραγωγική παρουσία τους στην Ευρώπη, ενώ σε άλλη ερώτηση της ευρωπαϊκής έρευνας, σχετικά με τις αναδυόμενες τάσεις μετά την πανδημία, 21% των ερωτώμενων προβλέπουν τάση επιστροφής των πηγών εφοδιασμού στις χώρες προορισμού ή κοντά σε αυτές (nearshoring ή reshoring).
Αυτό το εύρημα ίσως να συνδέεται και με τις απαντήσεις που έδωσαν στην ερώτηση αν έχει επηρεάσει την άποψή τους για την ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, η διαχείριση της κρίσης του COVID-19.
Τέσσερις στους 10 ερωτώμενους (ποσοστό 41%) απάντησαν ότι η άποψή τους για τη χώρα βελτιώθηκε, με το ποσοστό να φθάνει το 60% μεταξύ όσων δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, έναντι 18% των υπολοίπων.
Το 51% του δείγματος δήλωσε ότι η άποψή του δεν έχει επηρεασθεί, ενώ 4% ανέφερε ότι έχει τώρα χειρότερη άποψη, ποσοστό που, παραδόξως, φθάνει στο 6% μεταξύ όσων δραστηριοποιούνται στη χώρα.
Τριπλασιάσθηκε το ενδιαφέρον για επενδύσεις στη βιομηχανία
Αν και η Ελλάδα συνεχίζει να κατατάσσεται χαμηλά, όσον αφορά την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και μάλιστα greenfield (άμεσες τοποθετήσεις σε νέες μονάδες και εγκαταστάσεις, εξαιρώντας τις πιθανές εξαγορές), καταφέρνοντας μόλις το 2019 να μπει στην 30άδα (καταλαμβάνοντας την 29η θέση), εν τούτοις η έρευνα παρουσιάζει ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις σε σχέση με πέρσι.
Στην πρώτη θέση παραμένει η δημιουργία γραφείων πωλήσεων ή μάρκετινγκ, με μειωμένο, όμως, ποσοστό (30%) σε σχέση με πέρσι (40%). Στη δεύτερη θέση, βρίσκεται φέτος η βιομηχανία, με ποσοστό 26%, έναντι μόλις 9% πέρσι. Το εύρημα αυτό εφόσον επιβεβαιωθεί, αντανακλά την στροφή των επενδυτών προς έναν τομέα κρίσιμο για την ελληνική οικονομία, καθώς είναι εντάσεως κεφαλαίου και με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Oι δραστηριότητες που σχετίζονται με την εφοδιαστική αλυσίδα και τα logistics, βρίσκονται φέτος στην τρίτη θέση, με σταθερό το ποσοστό προτιμήσεων στο 19%, υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό για το σύνολο της Ευρώπης.
Ακολουθούν οι υπηρεσίες back office με ποσοστό μειωμένο σε σχέση με το 2019 (9% από 13%), στοιχείο αποθαρρυντικό, καθώς επενδύσεις σε shared services centers, data centers, κ.λπ., δημιουργούν σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας.
Η δημιουργία κεντρικών γραφείων (headquarters) και κέντρων εκπαίδευσης, εμφανίζεται ενισχυμένη, με ποσοστό 5% από 1% και 2% πέρσι αντίστοιχα, ενώ η συμμετοχή των κέντρων έρευνας & ανάπτυξης έχει μειωθεί από 8% σε 3%.
Πορεία η οποία οφείλεται, αφ ενός στην αύξηση της κατανάλωσης των προϊόντων που παρήγαγε και πριν την κρίση και αφ ετέρου στην είσοδο της στην κατηγορία των βιοκτόνων και απολυμαντικών, η οποία βοήθησε καταλυτικά την ελληνική βιομηχανία να υπερκεράσει το κενό που δημιουργήθηκε από το "λουκέτο” στον τουριστικό κλάδο.
Η περίπτωση της εταιρείας Παπουτσάνης, που εν μέσω κρίσης επένδυσε σε μια νέα κατηγορία, αύξησε τον τζίρο της και την κερδοφορία της, δεν είναι η μοναδική. Μια ακόμη εταιρεία η οποία, εν μέσω της πανδημίας, αποφάσισε να επενδύσει σημαντικά κεφάλαια για να εισέλθει σε μια νέα κατηγορία προϊόντων που ζητά η παγκόσμια αγορά, είναι η Lariplast.
Βέβαια υπάρχουν και αρκετές άλλες επιχειρήσεις, όχι μόνο ελληνικές, που είτε ανέστειλαν τελείως τα επενδυτικά τους σχέδια, είτε αποφάσισαν να τα παγώσουν, μέχρι νεοτέρας. Όπως η Premier Capital Ελλάς η οποία αναθεώρησε το επενδυτικό της πλάνο για την επέκταση της αλυσίδας McDonald’s στην Ελλάδα.
Δύο αντίρροπες δυνάμεις, σε επενδυτικό επίπεδο, οι οποίες αναδεικνύονται και στην τελευταία ετήσια πανευρωπαϊκή έρευνα της EY.
Ας δούμε όμως τι λέει η ετήσια έρευνα, της EY Attractiveness Survey Europe. Η γενική εικόνα είναι ότι ο COVID-19 έχει επηρεάσει αρνητικά, σε έναν βαθμό, τις διαθέσεις και τα σχέδια των επενδυτών, αλλά δεν έχει οδηγήσει, μέχρι στιγμής, στην απόλυτη περιστολή τους. Την ίδια στιγμή όμως, η πανδημία, δημιουργεί νέα δεδομένα που ενδέχεται να αλλάξουν ριζικά το τοπίο των επενδύσεων στο άμεσο μέλλον.
Ας ξεκινήσουμε με τα αρνητικά, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Σύμφωνα με τη δειγματοληπτική έρευνα της ΕΥ στα τέλη Απριλίου, ένας στους δύο επενδυτές (51%) προγραμματίζει περιορισμένη μείωση των επενδυτικών του σχεδίων για φέτος και το 23% θα τα αναβάλει για το 2021 ή και αργότερα.
Την ίδια στιγμή το 15% απαντά ότι θα προχωρήσει σε μείωση του ύψους της επένδυσης που θα υπερβαίνει το 20%, ενώ το 11% δεν προβλέπει μεταβολή των σχεδίων του. Κανένας από τους ερωτώμενους δεν απάντησε ότι σχεδιάζει, είτε να αυξήσει τα επενδυτικά του σχέδια, είτε να τα ακυρώσει εντελώς.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Τι συμβαίνει όμως στην Ελλάδα; Στην ερώτηση αν τα σχέδιά τους έχουν επηρεαστεί από την εκδήλωση του COVID-19, ένας στους δύο εκπροσώπους επιχειρήσεων που συμμετείχε στην έρευνα, δήλωσε ότι σχεδιάζει να επενδύσει στην Ελλάδα στη διάρκεια του επόμενου δωδεκάμηνου (28% του συνόλου) και ότι δεν υπάρχει κάποια αλλαγή στον σχεδιασμό.
Αντίστοιχο ποσοστό, ανέφερε ότι έχει παγώσει τα σχέδιά του, ενώ το 6% του δείγματος απάντησε ότι τα ακύρωσαν, ενώ ποσοστό 2% ανέφερε ότι σκοπεύει να προχωρήσει σε σημαντική (μεγαλύτερη του 20%) ή περιορισμένη (μικρότερη του 20%) μείωση της σχεδιαζόμενης επένδυσης.
Κι όμως παρά τον δισταγμό που υπάρχει, τόσο σε πανευρωπαϊκό όσο και σε ελληνικό επίπεδο, από την έρευνα αναδεικνύεται και μια άλλη όψη, η οποία υπό προϋποθέσεις, μπορεί να ωφελήσει επενδυτικά, άρα και σε επίπεδο απασχόλησης και σε επίπεδο οικονομίας, την Ελλάδα.
Η πανδημία, σε συνδυασμό με τις εντεινόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, ευαισθητοποίησε το σύνολο των επιχειρήσεων ως προς την ανάγκη οικοδόμησης πιο ευέλικτων, διαφοροποιημένων και ανθεκτικών αλυσίδων εφοδιασμού.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της, τρεις είναι οι κυρίαρχες τάσεις:
μετακίνηση των αλυσίδων εφοδιασμού προς χώρες χαμηλού κόστους στα όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Αφρική (83%),
μετάβαση σε ευέλικτα σχήματα προσθετικής παραγωγής, όπως οι τρισδιάστατες (3D) εκτυπώσεις (77%),
και μείωση της εξάρτησης από μία αποκλειστική ή κυρίαρχη χώρα εφοδιασμού (61%).
Πώς όμως σχεδιάζουν να αλλάξουν το μοντέλο της εφοδιαστικής αλυσίδας τους, στην Ελλάδα, ως απάντηση στον COVID-19; Το 21% των συμμετεχόντων ανέφερε ότι σκοπεύει να μειώσει την εξάρτηση της επιχείρησής του από μια μοναδική ή κυρίαρχη χώρα εφοδιασμού, ενώ ποσοστό 20% απάντησε ότι θα ενισχύσει την παραγωγική παρουσία της εταιρείας του στην Ελλάδα.
Η απάντηση βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με τα ευρήματα της ευρωπαϊκής έρευνας, σύμφωνα με την οποία, 37% των ερωτώμενων σκοπεύουν να ενισχύσουν την παραγωγική παρουσία τους στην Ευρώπη, ενώ σε άλλη ερώτηση της ευρωπαϊκής έρευνας, σχετικά με τις αναδυόμενες τάσεις μετά την πανδημία, 21% των ερωτώμενων προβλέπουν τάση επιστροφής των πηγών εφοδιασμού στις χώρες προορισμού ή κοντά σε αυτές (nearshoring ή reshoring).
Αυτό το εύρημα ίσως να συνδέεται και με τις απαντήσεις που έδωσαν στην ερώτηση αν έχει επηρεάσει την άποψή τους για την ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, η διαχείριση της κρίσης του COVID-19.
Τέσσερις στους 10 ερωτώμενους (ποσοστό 41%) απάντησαν ότι η άποψή τους για τη χώρα βελτιώθηκε, με το ποσοστό να φθάνει το 60% μεταξύ όσων δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, έναντι 18% των υπολοίπων.
Το 51% του δείγματος δήλωσε ότι η άποψή του δεν έχει επηρεασθεί, ενώ 4% ανέφερε ότι έχει τώρα χειρότερη άποψη, ποσοστό που, παραδόξως, φθάνει στο 6% μεταξύ όσων δραστηριοποιούνται στη χώρα.
Τριπλασιάσθηκε το ενδιαφέρον για επενδύσεις στη βιομηχανία
Αν και η Ελλάδα συνεχίζει να κατατάσσεται χαμηλά, όσον αφορά την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και μάλιστα greenfield (άμεσες τοποθετήσεις σε νέες μονάδες και εγκαταστάσεις, εξαιρώντας τις πιθανές εξαγορές), καταφέρνοντας μόλις το 2019 να μπει στην 30άδα (καταλαμβάνοντας την 29η θέση), εν τούτοις η έρευνα παρουσιάζει ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις σε σχέση με πέρσι.
Στην πρώτη θέση παραμένει η δημιουργία γραφείων πωλήσεων ή μάρκετινγκ, με μειωμένο, όμως, ποσοστό (30%) σε σχέση με πέρσι (40%). Στη δεύτερη θέση, βρίσκεται φέτος η βιομηχανία, με ποσοστό 26%, έναντι μόλις 9% πέρσι. Το εύρημα αυτό εφόσον επιβεβαιωθεί, αντανακλά την στροφή των επενδυτών προς έναν τομέα κρίσιμο για την ελληνική οικονομία, καθώς είναι εντάσεως κεφαλαίου και με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Oι δραστηριότητες που σχετίζονται με την εφοδιαστική αλυσίδα και τα logistics, βρίσκονται φέτος στην τρίτη θέση, με σταθερό το ποσοστό προτιμήσεων στο 19%, υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό για το σύνολο της Ευρώπης.
Ακολουθούν οι υπηρεσίες back office με ποσοστό μειωμένο σε σχέση με το 2019 (9% από 13%), στοιχείο αποθαρρυντικό, καθώς επενδύσεις σε shared services centers, data centers, κ.λπ., δημιουργούν σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας.
Η δημιουργία κεντρικών γραφείων (headquarters) και κέντρων εκπαίδευσης, εμφανίζεται ενισχυμένη, με ποσοστό 5% από 1% και 2% πέρσι αντίστοιχα, ενώ η συμμετοχή των κέντρων έρευνας & ανάπτυξης έχει μειωθεί από 8% σε 3%.