Ένα απίστευτο φορολογικό χάος επικρατεί στην αγορά από τις αρχές του έτους. Πολλές από τις νέες φορολογικές ρυθμίσεις που ενεργοποιήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου βρίσκονται ουσιαστικά στον «αέρα», αφού το υπουργείο Οικονομικών ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει το νέο φορολογικό τοπίο και δεν έχει βρει τις λύσεις που θα επιτρέψουν την εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων.
Πολλές συναλλαγές έχουν «μπλοκάρει», ενώ λογιστές, επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες, συμβολαιογράφοι, επενδυτές, ιδιοκτήτες ακινήτων, μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες βρίσκονται στα όρια νευρικής κρίσης.
Αυτή τη στιγμή έχουν «παγώσει» όλα τα συμβόλαια αγοραπωλησίας ακινήτων καθώς και οι υπόλοιπες μεταβιβάσεις ακινήτων, οι επενδυτές στο Χρηματιστήριο δεν γνωρίζουν πόσο φόρο υπεραξίας θα πληρώσουν για τις συναλλαγές τους, οι λογιστές βρίσκονται «χαμένοι στη μετάφραση των νέων φορολογικών ρυθμίσεων», οι επιχειρηματίες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες «βλέπουν» να τους επιβάλλονται εξοντωτικά πρόστιμα ακόμη και για ένα μικρό λάθος ή απροσεξία, οι αγρότες δεν ξέρουν πώς ακριβώς θα φορολογηθούν, μισθωτοί και συνταξιούχοι δεν γνωρίζουν πόσες και ποιες αποδείξεις θα πρέπει να μαζεύουν φέτος, αφού κάθε μέρα αλλάζουν τα σχέδια και οι ιδιοκτήτες ακινήτων περιμένουν να μάθουν τις λεπτομέρειες του νέου φόρου στα ακίνητα, για να υπολογίσουν τις φορολογικές επιβαρύνσεις τους.
Φορολογικό κομφούζιο με τις νέες ρυθμίσεις. Κανείς δεν γνωρίζει τι θα πληρώσει
Την ίδια ώρα, το υπουργείο Οικονομικών δεν δείχνει να βιάζεται, αφού σε εκκρεμότητα παραμένουν δεκάδες εγκύκλιοι και υπουργικές αποφάσεις που θα διευκρινίζουν τις νέες φορολογικές ρυθμίσεις, πολλές από τις οποίες μάλιστα έχουν νομοθετηθεί από το καλοκαίρι του 2013. Πολλά είναι τα κενά και οι ασάφειες που θα πρέπει να ξεκαθαριστούν, ενώ ακόμη και οι υπηρεσιακοί παράγοντες «σηκώνουν τα χέρια», καθώς αδυνατούν να δώσουν λύσεις σε πολλά προβλήματα που έχουν ανακύψει στην εφαρμογή των νέων διατάξεων.
Αγοραπωλησίες ακινήτων
«Φρένο» από τους συμβολαιογράφους
«Φρένο» στην πώληση ακινήτων έβαλαν οι συμβολαιογράφοι απέχοντας από την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων, λόγω της... εμπλοκής που έχει προκαλέσει ο νέος φόρος υπεραξίας. Οι αγοραπωλησίες ακινήτων έχουν «παγώσει» σε όλη τη χώρα, καθώς η Συντονιστική Επιτροπή Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος αποφάσισε την αποχή των συμβολαιογράφων από τη σύνταξη σχετικών συμβολαίων, μέχρις ότου το υπουργείο Οικονομικών δώσει αποτελεσματική λύση.
Αιτία για την αποχή και το «πάγωμα» της αγοράς ακινήτων είναι τα πολύπλευρα προβλήματα που έχουν ανακύψει με τον υπολογισμό και την παρακράτηση του νέου φόρου υπεραξίας των ακινήτων, για τον οποίο οι συμβολαιογράφοι έχουν «σηκώσει ψηλά τα χέρια», περιμένοντας το υπουργείο Οικονομικών να δώσει λύση το ταχύτερο δυνατό, για να ξεπεραστεί η δυσμενής κατάσταση που έχει δημιουργηθεί για τους πολίτες. Σύμφωνα με τον πρόεδρο των συμβολαιογράφων κ. Κ. Βλαχάκη με τη συγκεκριμένη διαδικασία που θεσμοθετήθηκε, ο φόρος υπεραξίας 15% είναι ανεφάρμοστος στην πράξη, καθώς παρουσιάζει πολλές ατέλειες, ενώ ταυτόχρονα «εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους για τα φορολογικά συμφέροντα του πωλητή-φορολογουμένου».
Πρόκειται για τον «κρυφό» φόρο που επιβάλλεται στους πωλητές των ακινήτων, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις θα κληθούν να πληρώσουν υπέρογκα ποσά, εάν δεν μετακυλίσουν το κόστος στους αγοραστές. Ο φόρος υπεραξίας επιβάλλεται στη διαφορά που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης του ακινήτου. Ωστόσο μέχρι σήμερα το υπουργείο Οικονομικών δεν έχει εκδώσει τη διευκρινιστική εγκύκλιο με την οποία θα ξεκαθαρίζεται το νέο φορολογικό τοπίο στις μεταβιβάσεις ακινήτων με αποτέλεσμα να παραμένουν τα κενά και οι συμβολαιογράφοι να μην μπορούν να προχωρήσουν στη σύνταξη των συμβολαίων.
Σύμφωνα με τον κ. Βλαχάκη για το περίπου 80% των πωλήσεων ακινήτων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η αξία κτήσης τους ώστε να υπολογιστεί η διαφορά με την τιμή πώλησης και να προκύπτει έτσι ο φόρος υπεραξίας. Αποτέλεσμα είναι να επικρατεί σύγχυση και οι πωλητές των ακινήτων να μη γνωρίζουν τι φόρο θα πληρώσουν. Τα περισσότερα προβλήματα εντοπίζονται στις πωλήσεις ακινήτων από αντιπαροχή, στα δομημένα ακίνητα για τα οποία θα πρέπει να αναζητηθεί το πραγματικό κόστος ανέγερσης της οικοδομής αλλά και στα ακίνητα κυρίως της επαρχίας που αποκτήθηκαν μέσω χρησικτησίας.
Την ίδια ώρα «δώρο-άδωρο» αποδεικνύεται το αφορολόγητο όριο των 25.000 ευρώ για πολλούς ιδιοκτήτες ακινήτων που σκοπεύουν να πουλήσουν τα ακίνητά τους, αφού για να έχουν το αφορολόγητο των 25.000 ευρώ θα πρέπει να έχουν διακρατήσει το ακίνητο για πέντε τουλάχιστον έτη και να μην έχουν πραγματοποιήσει άλλη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας (αγοραπωλησία, γονική παροχή ή δωρεά).
Χρηματο-οικονομικές συναλλαγές
Θολό τοπίο στη χρηματο-οικονομική αγορά
Θολό παραμένει το τοπίο στην χρηματιστηριακή αγορά σχετικά με την επιβολή του φόρου υπεραξίας 15% στις μετοχές που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2014. Καμία χρηματιστηριακή εταιρεία δεν προχωρεί στην παρακράτηση του σχετικού φόρου κατά την πώληση μετοχών.
Η διαχείριση του συγκεκριμένου φόρου δεν είναι ανάλογη με τον φόρο επί των πωλήσεων που αφορά την κάθε μία πώληση χωριστά, αλλά απαιτεί συμψηφισμό πολλών χρηματιστηριακών πράξεων που διενεργούνται κατά τη διάρκεια έτους (φορολογική χρήση). Η υπεραξία στις μετοχές φορολογείται μαζί με τα λοιπά εισοδήματα του νομικού ή φυσικού προσώπου. Η υπεραξία «βαρύνει» τον πωλητή και δεν υπάρχει πλέον υποχρέωση για υποβολή δήλωσης υπεραξίας στην εφορία. Ο φορολογούμενος είναι υποχρεωμένος να υπολογίζει μόνος του ή με τη βοήθεια του λογιστή του την υπεραξία που αναλογεί στο χαρτοφυλάκιό του και στη συνέχεια θα πρέπει να την δηλώσει στη φορολογική του δήλωση. Οι χρηματιστηριακές, όπως λένε στελέχη τους, δεν μπορούν να προσδιορίσουν την υπεραξία, καθώς δεν διαθέτουν τα συστήματα προκειμένου να υπολογίζουν συνολικά τα κέρδη και τις ζημιές του χαρτοφυλακίου του πελάτη τους, ο οποίος ενδέχεται:
Να πραγματοποιεί επενδύσεις σε περισσότερες της μιας χρηματιστηριακής ή
να πραγματοποιεί πωλήσεις μετοχών μέσω κάποιας χρηματιστηριακής, τις οποίες όμως τις έχει αγοράσει μέσω άλλης χρηματιστηριακής.
Έτσι ο επενδυτής είναι υποχρεωμένος να πραγματοποιεί τους υπολογισμούς στο χαρτοφυλάκιό του να συμψηφίζει ζημιές και κέρδη από τους πωληθέντες τίτλους κατά έτος, και να δηλώνει την υπεραξία στη φορολογική του δήλωση αναλαμβάνοντας την ευθύνη να την αποδείξει σε περίπτωση που κληθεί για φορολογικό έλεγχο. Βέβαια, όπως επισημαίνουν χρηματιστηριακοί παράγοντες, ο έλεγχος αυτός δεν είναι και τόσο εύκολος, καθώς υπάρχουν επενδυτές που πραγματοποιούν συχνές και πολύπλοκες κινήσεις στο χαρτοφυλάκιό τους.
Νομίσματα
Την ίδια ώρα, το υπουργείο Οικονομικών δεν έχει ξεκαθαρίσει ούτε εάν ο φόρος υπεραξίας θα επιβαρύνει και τις συναλλαγές με νομίσματα, το λεγόμενο trading νομισμάτων, μέσω του οποίου οι επενδυτές επιδιώκουν να αποκομίσουν κέρδη από τις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ο ίδιος ο νέος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος δεν είναι τόσο ξεκάθαρος, με αποτέλεσμα να υπάρχει αυτή τη στιγμή σύγχυση και αβεβαιότητα σε χιλιάδες επενδυτές.
Επαγγελματικές συναλλαγές
Αντιδράσεις για τα πρόστιμα
Οι λογιστές και ο επιχειρηματικός κόσμος θεωρούν εξοντωτικά τα νέα πρόστιμα που επιβάλλονται σε κάθε φορολογική παράβαση και εκτιμούν ότι όχι μόνο δεν θα έχουν αποτέλεσμα στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής, αλλά θα «φουσκώσει» επικίνδυνα η δεξαμενή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, αφού οι φορολογούμενοι δεν θα είναι σε θέση να τα καταβάλλουν. Οι εκπρόσωποι των λογιστών και του επιχειρηματικού κόσμου ζητούν ήδη την εκλογίκευση των προστίμων μέσω νέων νομοθετικών ρυθμίσεων που δεν θα επιτρέπουν την ταυτόχρονη επιβολή τόσο πολλών χρηματικών ποινών. Προειδοποιούν εξάλλου ότι εάν το υπουργείο δεν εκλογικεύσει τα πρόστιμα θα προσφύγουν στη Δικαιοσύνη, ζητώντας την ακύρωση των διατάξεων ως αντισυνταγματικών, καθώς επιβάλλουν διπλή έως και τετραπλή φορολόγηση επί της ίδιας φορολογητέας ύλης και για την ίδια αιτία. Το υπουργείο Οικονομικών δεν έχει απαντήσει επισήμως στις αιτιάσεις αυτές, ούτε έχει ακόμη εκδώσει την αναλυτική διευκρινιστική εγκύκλιο για τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμόζεται το νέο καθεστώς προστίμων, γεγονός που επιτείνει τη σύγχυση.
Προβλήματα δημιουργούνται με τις δυσκολίες εφαρμογής της διάταξης για την πληρωμή συναλλαγών, μεταξύ επιχειρήσεων, άνω των 500 ευρώ μέσω τραπεζικού συστήματος. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως σε επιχειρήσεις με διερχόμενους πελάτες οι οποίοι μπορεί να μη κατέχουν μέσο τραπεζικής πληρωμής, όπως, για παράδειγμα, οδηγοί μεγάλων φορτηγών που εφοδιάζονται με καύσιμα. Σε κάθε περίπτωση, η μη εξόφληση μέσω τραπέζης ελλοχεύει τον κίνδυνο επιβολής φόρου εισοδήματος 26% ή 33%. Και αυτό γιατί επαγγελματική δαπάνη άνω των 500 ευρώ που δεν γίνεται μέσω τραπέζης δεν θα εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα του επιτηδευματία. Οι επιχειρηματίες θεωρούν εξοντωτικό το πρόστιμο των 10.550 ευρώ για την μη αναγραφή εργαζομνου στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (ΑΠΔ) ενώ πρόβλημα δημιουργεί στους λογιστές και η μηνιαία υποβολή των συγκεντρωτικών καταστάσεων.
Σύγχυση με τις αποδείξεις
Ποιες και πόσο θα μετρούν
Σε σύγχυση εξακολουθούν να βρίσκονται οι μισθωτοί και συνταξιούχοι οι οποίοι επιδίδονται στο «κυνήγι» των αποδείξεων, αφού το υπουργείο Οικονομικών δεν έχει ακόμη ανακοινώσει το τελικό σχέδιο για το ποιες αποδείξεις θα «μετράνε» στο 100% της αξίας τους και ποιες στο 50%.
Ωστόσο, φαίνεται να προωθείται η πρόταση που προβλέπει οι αποδείξεις από τα σούπερ μάρκετ και τα πρατήρια καυσίμων να «μετράνε» στο 50% της αξίας τους. Το υπουργείο Οικονομικών μετά τον θόρυβο που δημιουργήθηκε για το θέμα των αποδείξεων, επιχείρησε χθες να δώσει διευκρινίσεις και να καθησυχάσει τους φορολογουμένους. Με ένα non paper υποστηρίζει ότι σε περίπτωση που οι δαπάνες σούπερ μάρκετ και πρατηρίων καυσίμων συνυπολογισθούν μόνο σε ποσοστό 50% επειδή μειώθηκε το ποσοστό των ζητούμενων αποδείξεων δραστικά από το 25% του εισοδήματος στο 10%, δεν θα υπάρχει καμία αρνητική επίπτωση, παραθέτοντας μάλιστα και συγκεκριμένα παραδείγματα. Το μέτρο συλλογής αποδείξεων άλλαξε φέτος.
Μισθωτοί και συνταξιούχοι καλούνται να μαζέψουν αποδείξεις συνολικής αξίας ίσης με το 10% του ετησίου εισοδήματός τους από μισθούς και συντάξεις αντί 25% που ίσχυε πέρυσι. Το ανώτατο απαιτούμενο ποσό αποδείξεων ανέρχεται σε 10.500 ευρώ. Σε περίπτωση μη κάλυψης του απαιτούμενου ποσού αποδείξεων, θα επιβαρύνονται με φόρο 22% επί της διαφοράς για το ποσό που έμεινε ακάλυπτο. Οι κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών, οι αποδείξεις δαπάνης των οποίων μπορούν να προσκομισθούν, δεν προβλέπονται πλέον στον νόμο, αλλά ορίζονται με υπουργική απόφαση (άρθρο 72 παρ. 24 ν. 4172/2013 όπως προστέθηκε με τον ν. 4223/2013). Ωστόσο η υπουργική απόφαση δεν έχει ακόμη εκδοθεί, με αποτέλεσμα οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι να είναι σε στάση αναμονής.