Οι καταναλωτές στη χώρα μας κλήθηκαν, για άλλη μια φορά, να πληρώνουν ακριβότερα αγαθά και υπηρεσίες λόγω των μεταβολών που έγιναν Ιούλιο και Αύγουστο στον ΦΠΑ.
Είναι γνωστό ότι οι μετατάξεις πολλών αγαθών και υπηρεσιών σε υψηλότερους συντελεστές, η ένταξη της ιδιωτικής εκπαίδευσης, που μέχρι σήμερα είχαν απαλλαγή, στον συντελεστή 23% και η κατάργηση του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ των νησιών του Αιγαίου επηρεάζουν δραματικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό και ήταν συνέπεια των προαπαιτούμενων, από τους δανειστές, μέτρων που «έπρεπε» να ληφθούν προκειμένου να επιτευχθεί η συμφωνία για την περαιτέρω δανειοδότηση της χώρας.
Ποιες είναι οι επιπτώσεις από τις μεταβολές αυτές; Πολλές, με κυρίαρχη τον περιορισμό της κατανάλωσης στα άκρως απαραίτητα, που έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση του τζίρου των επιχειρήσεων γενικά. Ως γνωστόν στην αλυσίδα του εμπορίου η μείωση των λιανικών πωλήσεων πυροδοτεί αλυσιδωτές αντιδράσεις οι οποίες οδηγούν σε βαθύτερη από την αναμενόμενη ύφεση. Ειδικά δε για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι μεταβολές αυτές δημιούργησαν ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα επιβίωσης, αν και πολλές από αυτές απορρόφησαν τις αυξήσεις λόγω των μετατάξεων μειώνοντας τα ήδη συρρικνωμένα κέρδη τους, σε μια προσπάθεια να κρατήσουν τον καταναλωτή κοντά τους και να μη στραφεί αυτός στο παραεμπόριο.
Ποιοι κερδίζουν; Μα φυσικά θα κερδίσουν όσοι, ευτυχώς λίγοι, ανέβασαν τις τιμές κατά το δοκούν, με πρόσχημα τον ΦΠΑ, με αποτέλεσμα να κερδοσκοπούν πάλι ασύστολα εκμεταλλευόμενοι τη συγκυρία αυτή.
Περιμένει κανένας ότι θα αυξηθούν παράλληλα και τα δημόσια έσοδα; Όχι, γιατί οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες και αναμένεται να υπάρξει στασιμότητα, ίσως και μείωση, στα δημόσια έσοδα, διότι είναι αποδεδειγμένο ότι όσο αυξάνονται οι φόροι, ειδικά οι έμμεσοι, τόσο αυξάνεται και η φοροδιαφυγή.
Παράλληλα, θα πρέπει να θεωρηθεί σίγουρο ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της κατανάλωσης θα μετακομίσει από τη νόμιμη οικονομία στη «μαύρη» οικονομία, δηλαδή την παραοικονομία, διότι ως γνωστόν ο παραοικονομών έχει πλεονέκτημα έναντι του νόμιμου εμπόρου, πλεονέκτημα το οποίο στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο ότι δεν καταβάλλει φόρους, με αποτέλεσμα να καθίσταται περισσότερο ανταγωνιστικός και να μπορεί να προσφέρει αγαθά και υπηρεσίες, συνήθως αμφιβόλου ποιότητας, σε καλύτερες τιμές για το συρρικνωμένο πορτοφόλι της πλειοψηφίας των καταναλωτών.
Ας θυμηθούμε δε το παλαιότερο παράδειγμα της Γερμανίας, όπου σύμφωνα με έρευνα του καθηγητή κ. Φρίντριχ Σνάιντερ, η παραοικονομία στη χώρα αυτή εμφάνισε ανοδική πορεία το 2007, για πρώτη φορά έπειτα από τρία χρόνια λόγω της αύξησης που έγινε τότε στον ΦΠΑ από 16% στο 19%.
Με τους εφαρμοστικούς νόμους των προηγούμενων δύο μνημονίων επήλθε μείωση των εισοδημάτων κατά συνέπεια και της αγοραστικής δύναμης μεγάλης μερίδας των πολιτών, με αποτέλεσμα ήδη να έχει καταγραφεί μεγάλη μείωση της κατανάλωσης με συνεπακόλουθο να έχουν μειωθεί αντίστοιχα τα φορολογικά έσοδα, κάτι που αναμένεται να ενταθεί όταν θα νομοθετηθούν τα αναμενόμενα φορολογικού περιεχομένου μέτρα του τρίτου μνημονίου.
Οι αυξήσεις στην έμμεση φορολογία, με κυρίαρχη αυτή του ΦΠΑ, οδηγούν σε ακριβώς αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, ειδικά σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε που η χώρα μας βρίσκεται σε βαθιά οικονομική ύφεση, η οποία φαίνεται ότι θα διαρκέσει για πολλά χρόνια ακόμα, διότι γιγαντώνουν την παραοικονομία και συρρικνώνουν τα δημόσια έσοδα. Ας πάψουμε πλέον να εφαρμόζουμε τη λάθος συνταγή.