Ανεξάρτητα από κομματική τοποθέτηση, απ’ όλους ομολογείται ότι το 2016 είναι η χρονιά που κρίνεται το μέλλον της χώρας, δηλαδή το επίπεδο ευημερίας των σημερινών και αυριανών γενεών.
Τον Γενάρη η ψήφιση του ασφαλιστικού είναι βέβαιο ότι αποτελεί το πλέον κρίσιμο διακύβευμα για το πολιτικό μας σύστημα και την ελληνική κοινωνία συνολικά.
Καθώς όμως οι ημέρες εξαντλούνται, δυστυχώς εξαντλούνται και οι ελπίδες για μια έστω στοιχειώδη συναίνεση, ανάμεσα στην κυβέρνηση και στα κόμματα του λεγόμενου ευρωπαϊκού δημοκρατικού τουλάχιστον τόξου, σε ό,τι αφορά τις βασικές αρχές του νέου ασφαλιστικού νόμου.
Φαίνεται ότι η κυβέρνηση, ως έχουσα την κυρία ευθύνη, αδυνατεί να ενσωματώσει στις δικές της πολιτικές επιλογές τη διερεύνηση μιας προοπτικής σοβαρού εθνικού διαλόγου, που θα διακρίνεται από ειλικρινή διάθεση για τη διεξαγωγή του, στο χρονικό διάστημα που μας απομένει.
Επίσης το σύνολο των υπολοίπων κομμάτων του ευρωπαϊκού δημοκρατικού τόξου και αυτά με τη σειρά τους αποδεικνύονται άτολμα να αναλάβουν πρωτοβουλίες που θα καταδεικνύουν μια ειλικρινή διάθεση πίεσης και διεκδίκησης εθνικής συνεννόησης που ίσως θα μπορούσε είτε να λειάνει τις διαφορές ανάμεσά τους, είτε τις διαφορές ανάμεσα σ’ αυτά και την κυβέρνηση.
Έτσι οδηγούμαστε, στο ξεκίνημα μιας πραγματικά καθοριστικής και κρίσιμης χρονιάς για το μέλλον του τόπου, «αυτοπαγιδευμένοι» στις παραδοσιακές εθνικές μας παθογένειες έτοιμοι να επαναλάβουμε την κακή πλευρά του εαυτού μας.
Αντί να δοκιμάζουμε τις αντοχές και το πολιτικό «δύνασθαι» σύγκλισης των απόψεών μας, προετοιμάζουμε, το κάθε κόμμα ξεχωριστά και η κυβέρνηση πρωτίστως, σχέδιο πολιτικής αναμέτρησης με την προσδοκία ότι αυτή η επιλογή θα επιφέρει οφέλη, είτε στη κυβέρνηση απέναντι στα κόμματα της αντιπολίτευσης, είτε το αντίστροφο.
Ως ένας απλός ενεργός πολίτης που πιστεύω στη κοινοβουλευτική δημοκρατία και σέβομαι απόλυτα την ενεργό συμμετοχή των πολιτών σ’ αυτά, θέλω δημόσια να εκφράσω τη μεγάλη μου αγωνία για το ενδεχόμενο μιας πολιτικής αναμέτρησης παλαιάς κοπής, τον Γενάρη του 2016, με επίκεντρο τον νέο νόμο για την κοινωνική ασφάλιση. Μια τέτοια αναμέτρηση τολμώ να υποστηρίξω ότι θα είναι πραγματικά ανώφελη για όλους και ίσως ιδιαιτέρως επώδυνη και καταστροφική για την ελληνική κοινωνία συνολικά.
Ας αναλογιστούμε τα μεταπολιτευτικά λάθη μας ξεκινώντας από τον Νόμο Σουφλιά, τον Νόμο Σιούφα, το εγχείρημα Γιαννίτση, τον Νόμο Λοβέρδου - Κουτρουμάνη.
Στο σύνολό τους αυτές οι νομοθετικές και πολιτικές πρωτοβουλίες, αν είχαν περιβληθεί με το κύρος μιας στοιχειώδους εθνικής συνεννόησης ανάμεσα στις εκάστοτε κυβερνήσεις και στα κόμματα της αντιπολίτευσης και τα συνδικάτα, θα είχαν σίγουρα οικοδομήσει ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα και ίσως να είχαν αποτρέψει τον αλόγιστο δανεισμό και τη χρεοκοπία της χώρας.
Τότε βέβαια είχαμε την εύκολη επιλογή της αναζήτησης οικονομικών πόρων από τον δανεισμό. Σήμερα, όμως, η επιλογή αυτή προϋποθέτει την ταπεινωτική διαδικασία της αποδοχής των σκληρών όρων των δανειστών.
Στο παρελθόν δεν το πράξαμε, παγιδευμένοι στην προσφιλή μας επιλογή να κρύβουμε τις αδυναμίες μας κάτω από το πολιτικό πέπλο των κομματικών μας σκοπιμοτήτων, σήμερα όμως, κάθε λογικός πολίτης αναρωτιέται γιατί άραγε συνεχίζουμε στον ίδιο αδιέξοδο πολιτικό δρόμο.
Η απάντηση φυσικά δεν αφορά τους πολίτες, η απάντηση αυτή αφορά τον πρωθυπουργό της χώρας και τις ηγεσίες των κομμάτων του ευρωπαϊκού δημοκρατικού τόξου.
Η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά από τα τέλη του περασμένου Νοέμβρη σε ανοιχτή εκδήλωση, με την παρουσία όλων των κοινωνικών φορέων, τόλμησε να καταθέσει μια ολοκληρωμένη σχεδόν πρόταση για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή διαφωνεί η κυβέρνηση με την πρόταση αυτή, είναι απορίας άξιον, γιατί άραγε, δεν την αξιολόγησε ή δεν την αξιοποίησε ως μια ευκαιρία για την έναρξη εθνικού διαλόγου.
Ως στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, προτρέπω την ηγεσία του κόμματός μου, απέναντι σε μια άτολμη κυβέρνηση, να προχωρήσει σε μια ανοιχτή δημόσια πρόταση διεξαγωγής διαλόγου τόσο προς την κυβέρνηση όσο και προς τα άλλα κόμματα του ευρωπαϊκού δημοκρατικού τόξου.
Μια τέτοια πρωτοβουλία είναι όχι μόνο αναγκαία, σ’ αυτή την κρίσιμη περίοδο, μπορεί να είναι κυρίως σωτηρία προκειμένου να αποφευχθούν λανθασμένες επιλογές που ενδεχομένως κυοφορούν δυσάρεστες συνέπειες για το μέλλον της κοινωνικής ασφάλισης και της ελληνικής κοινωνίας συνολικά.