Από καιρό μιλούσαμε για την καταχνιά που απλωνόταν στη χώρα. Αυτή πυκνώνει. Και μάλιστα, παρά τα δεδομένα οικονομικά προβλήματα, εντοπίζεται πρωτίστως στο πολιτικό πεδίο. Εδώ βρίσκεται η μεγαλύτερη απειλή για τη χώρα.
Στο σημείο αυτό, χρήσιμο είναι να θυμηθούμε τον άγαρμπο αστεϊσμό του Σόιμπλε. Αυτός προήλθε από τη διάσημη αποστροφή του James Carville, του επικοινωνιολόγου του Κλίντον στις εκλογές του 1992. Ο Carville είχε χαράξει τη στρατηγική του με βάση το απόφθεγμα «είναι η οικονομία, ανόητε». Όμως, στη χώρα μας πλέον ισχύει κυρίως μια άλλη διατύπωση: «Είναι η πολιτική, ανόητε»! Και ας δούμε το γιατί.
Κατ’ αρχήν, την περασμένη εβδομάδα, είχαμε μια απρόσμενα θετική εξέλιξη σε σχέση με τις διεθνείς αγορές: Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης S&P αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας κατά δύο βαθμούς (από CCC+ σε Β-). Η συλλογιστική του στεκόταν στα εξής σημεία: (α) Η κυβέρνηση συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του προγράμματος, (β) υπάρχουν προοπτικές για συμβιβασμό τον Μάρτιο με τους πιστωτές για το ασφαλιστικό, (γ) γενικότερα, η οικονομία έδειξε απρόβλεπτες αντοχές, ενώ οι εκτιμήσεις του οίκου είναι πως μετά το 2016 υπάρχουν προοπτικές για ανάπτυξη, έστω και με βραδείς ρυθμούς.
Αυτή η ημι-αισιόδοξη εκτίμηση, που αφορά στην πορεία της οικονομίας, προϋποθέτει πως οι εν δυνάμει εστίες πολιτικής αστάθειας δεν θα λειτουργήσουν ως καταστροφικά αναχώματα. Ποιες είναι οι εστίες αυτές; Πρώτον, υπάρχει μια ακραία κομματική πόλωση, που καλλιεργούν οι πάντες. Δεύτερον, υπάρχει μια εύθραυστη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που καλείται να ψηφίσει επώδυνα μέτρα στο πλαίσιο μιας επίσης επώδυνης συμφωνίας. Οι δύο εστίες δεν είναι αποκομμένες η μία από την άλλη, αλλά αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία. Διότι η εύθραυστη κυβέρνηση μπορεί να μην καταφέρει να περάσει κρίσιμα νομοσχέδια από τη Βουλή. Και στην περίπτωση αυτή, σε συνθήκες πόλωσης, η αντιπολίτευση, ακόμη και εκείνη που ψήφισε τη συμφωνία, είναι πιθανότατο να τα καταψηφίσει. Και η κυβέρνηση να πέσει.
Το σενάριο αυτό είναι εφιαλτικό για μια χώρα απαξιωμένη στην Ευρωζώνη, που πάντως βρίσκει πλέον ένα modus vivendi με τους δανειστές. Η Ελλάδα δεν αντέχει νέες εκλογές. Ενώ θα σταλεί ένα καταστροφικό μήνυμα στις αγορές. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση έχουν τεράστιες ευθύνες. Από την πρώτη στιγμή, μετά τις εκλογές, ο Αλέξης Τσίπρας είχε τη μεγάλη ευκαιρία να σχηματίσει κυβέρνηση κεντροαριστερού εύρους. Αυτή θα έπειθε ότι ζητά ευρύτερες συναινέσεις. Θα ήταν πιο σταθερή από τη sui generis συνεργασία με τους «αταίριαστους» ΑΝΕΛ. Τώρα, η πλειοψηφία στη Βουλή είναι οριακή. Παράλληλα, καθώς αυτή φυλλοροεί, η νευρικότητα στην κυβερνητική κορυφή οδηγεί σε ανόητες υστερικές φιέστες ακραίου διχασμού. Υστερίες που αποπνέουν αδυναμία από όλους τους πόρους τους.
Η φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση, και ιδίως η αξιωματική, έχει ήδη πάρει λάθος δρόμο. Η νέα ηγεσία της ΝΔ έχει εγκλωβιστεί σε μια μετωπική σύγκρουση, που πηγάζει από τις άρρωστες εσωκομματικές ισορροπίες στις οποίες ήδη υποτάσσεται. Η «σκιώδης κυβέρνηση» (τομεάρχες) αποπνέει μιζέρια και παρελθόν. Στον οικονομικό τομέα, η αίσθηση γύμνιας είναι επιεικής χαρακτηρισμός. Αν η συγκεκριμένη ομάδα κληθεί να κυβερνήσει, θα αποδειχθεί προβληματική. Είναι επίσης αποκαρδιωτικό, ότι ένα υποτιθέμενο κεντρώο άνοιγμα συνοδεύεται από θωπείες προς υπερδεξιούς. Όλη αυτή η εικόνα θα διώξει ό,τι νέο, φρέσκο και ικανό που θα διανοηθεί να έλθει εντός των κομματικών τειχών. Παράλληλα, τα ψήγματα συναίνεσης στα ανώδυνα μέτρα συνοδεύονται από τυφλή σύγκρουση με τα επώδυνα μέτρα μιας συμφωνίας, που ψήφισε η ΝΔ και το ξέχασε ήδη! Τέλος, η στάση σύσσωμης της αντιπολίτευσης απέναντι στους αγρότες είναι γνήσια παλαιοκομματική. Ψελλίζει διαφωνίες για μεθόδους διαμαρτυρίας. Όμως, δεν κραυγάζει το αυτονόητο: Ότι οι αγρότες πρέπει επιτέλους να φορολογηθούν όπως όλοι άλλοι!
Μέσα σε αυτό το άρρωστο πολιτικό κλίμα, ο Οίκος Morgan Stanley, στη δική του έκθεση, κατά βάσιν συμπλέει με την S&P. Όμως, προσθέτει την κρίσιμη πιθανότητα «ατυχήματος». Αυτό το ατύχημα, προφανώς, θα είναι αμιγώς πολιτικό. Την ίδια ώρα, η Kappa Research δείχνει τα δύο μεγαλύτερα κόμματα να συγκεντρώνουν μόλις 40%. Άλλο ένα 40% δεν επιλέγει κανένα κόμμα! Ταυτόχρονα, στην επιλογή του «καταλληλότερου πρωθυπουργού», Τσίπρας - Μητσοτάκης μοιράζονται έκαστος το ένα τρίτο, με το υπόλοιπο να μην επιλέγει κανέναν. Η απαξίωση του κομματικού συστήματος λοιπόν εκτοξεύεται. Αλλά βεβαίως, το πολιτικό προσωπικό ζει στον κόσμο του. Ενώ η χώρα βιώνει τις συνέπειες του μοιραίου αυτού «κόσμου».