Πριν ένα χρόνο δεν υπήρχε αυτό το δεδομένο, όταν η νεοεκλεγείσα τότε Κυβέρνηση, φαινόταν να αγνοεί παντελώς την πραγματικότητα, υποσχόμενη σταδιακή έστω αποκατάσταση των απωλειών και κατάργηση όλων των «μνημονιακών» νόμων.
Σήμερα λοιπόν τα πολιτικά κόμματα στην συντριπτική τους πλειοψηφία, ακόμη όμως και οι κοινωνικοί φορείς, έστω και αν υπάρχουν μεγάλες διαφορές σε ότι αφορά τις επιλογές που θα πρέπει να υιοθετηθούν, αναγνωρίζουν ότι δεν μπορούν να αφεθούν τα πράγματα στην τύχη τους.
Αυτό από μόνο του θα μπορούσε να αποτελέσει ένα θετικό βήμα και μια βάση διαλόγου.
Στην ίδια όμως συζήτηση και συνολικά στο διάλογο που διεξάγεται αυτή την περίοδο απουσιάζουν δύο βασικά στοιχεία, κρίσιμα για την ουσία και την αναζήτηση των τελικών επιλογών. Το πρώτο που λείπει είναι η ποσοτικοποίηση των προτάσεων, όπως αυτές παρουσιάζονται στο σχέδιο της Κυβέρνησης.
Η ποσοτικοποίηση είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου να αξιολογηθούν οι προτάσεις όχι μόνο της Κυβέρνησης αλλά και όλων των πολιτικών και κοινωνικών φορέων. Στην κατεύθυνση αυτή και εφόσον υπήρχαν τα στοιχεία, θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε πολλά χρήσιμα πράγματα.
Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε και θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο, πόσο επηρεάζονται τα οικονομικά των ταμείων με την υλοποίηση της κυβερνητικής πρότασης για σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το εισόδημα. Θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε αντίστοιχα πόσο θα επηρεαστεί το επίπεδο των συντάξεων και πως θα διαμορφωθεί τα επόμενα χρόνια. Θα μπορούσαμε να έχουμε μια σαφή εικόνα για την προοπτική και τη βιωσιμότητα του συστήματος, που είναι και το ζητούμενο.
Για να γνωρίζουμε όλα αυτά απαιτείται βεβαίως μια νέα αναλογιστική μελέτη η οποία θα έπρεπε να συνοδεύει το σχέδιο. Και σήμερα δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Υπάρχει στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή η μελέτη του 2011, όπως επικαιροποιήθηκε το 2013 και το 2014.
Επομένως υπάρχει η βάση με τα απαραίτητα στοιχεία και εκείνο που χρειάζεται είναι να «τρέξει» η νέα μελέτη με τις νέες προτάσεις και τις μακροοικονομικές προβλέψεις.
Τότε μπορείς να έχεις αξιόπιστα στοιχεία και απαντήσεις στα πολλά ερωτήματα που αφορούν το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος στη χώρα μας. Παράλληλα μπορείς να έχεις σαφή εικόνα για την τρέχουσα περίοδο και το κατά πόσο με τις νέες παρεμβάσεις αντιμετωπίζεται το άμεσο πρόβλημα των ελλειμμάτων στα Ταμεία. Αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί μόνο μέσα από την αναλογιστική μελέτη, αλλά με την απαραίτητη εξειδίκευση και ποσοτικοποίηση των στοιχείων που αφορούν το σήμερα.
Εδώ είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη και παράμετροι που επηρεάζουν άμεσα και καθοριστικά τα οικονομικά των ταμείων, όπως η εισφοροδιαφυγή, η εισπραξιμότητα κ.ο.κ. Πόσο επηρεάζει την οικονομία και ποιες θα είναι οι συνέπειες συνολικά από την εφαρμογή του ενός ή του άλλου μέτρου.
Δυστυχώς σε όλα αυτά δεν υπάρχουν σήμερα απαντήσεις οι οποίες να βασίζονται σε στοιχεία που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Ακόμα λοιπόν και τα προφανή, μπορεί να τα αμφισβητεί ο καθένας και αυτό είναι βέβαιο ότι δεν διευκολύνει στην διεξαγωγή ενός ουσιαστικού και ειλικρινούς διαλόγου.
Το δεύτερο μεγάλο θέμα είναι το έλλειμμα ενημέρωσης σε σχέση με την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους «θεσμούς». Από τη στιγμή που είναι προαπαιτούμενο για την αξιολόγηση η συμφωνία και η ψήφιση του ασφαλιστικού, είναι προφανές ότι δεν αποφασίζουμε μόνοι μας.
Οι διαρροές που γίνονται για τις απαιτήσεις των δανειστών, δημιουργούν εύλογη, ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία. Για παράδειγμα έχει αντικείμενο η συζήτηση που διεξάγεται «εντός των τειχών» εάν δεν υπάρχει συμφωνία σε κρίσιμα θέματα όπως το εάν θα χορηγείται χωρίς εισοδηματικά κριτήρια η «εθνική» σύνταξη, εάν οι μειώσεις στις κύριες συντάξεις θα αφορούν μόνο τους νέους ή και τους μέχρι σήμερα συνταξιούχους; Ούτε το ποσό που θα χρειαστεί να καλύψουμε με τις νέες παρεμβάσεις, έστω για το 2016 δεν είναι ακόμη γνωστό.
Με αυτά τα δεδομένα, πόσο ουσιαστικός μπορεί να είναι ένας διάλογος εντός και εκτός Βουλής;
Συζητάμε μια πρόταση της Κυβέρνησης, με την οποία διαφωνεί σύσσωμη η κοινωνία και οι φορείς που έχουν κατέβει στους δρόμους και η οποία πρόταση στην τελική της μορφή μπορεί να περιλαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες ανατροπές.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν οι συνθήκες για ένα ώριμο διάλογο σήμερα και για αποφάσεις που αφορούν τη μακροπρόθεσμη πορεία του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας
Μήπως λοιπόν, θα ήταν προτιμότερο να κλείσει η συμφωνία για την τρέχουσα περίοδο και τις υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει και σε ότι αφορά την όποια αναμόρφωση του ασφαλιστικού που αφορά την αμέσως επόμενη περίοδο και σε βάθος χρόνου, να συνεχιστεί ο διάλογος για λίγους μήνες ακόμη, αλλά με κοστολογημένες προτάσεις και μελέτες έτσι ώστε να καταλήξει στις καλύτερες δυνατές επιλογές;
Έτσι μπορούν ενδεχόμενα να ξεπεραστούν οι προχειρότητες που οδηγούν, όπως φαίνεται και σε...ακρότητες.