«Μπούμερανγκ» γυρίζει η πολιτική της διαρκούς αύξησης των φόρων στον βωμό της κάλυψης του δημοσιονομικού κενού.
Το πάθημα, των προηγούμενων κυβερνήσεων δεν έγινε μάθημα ούτε για την σημερινή αλλά ούτε και για τους Τροϊκανούς, οι οποίοι αν δεν ζητούν αποδέχονται την επιβολή νέων φόρων σε διάφορα προϊόντα και υπηρεσίες, με μεγάλο «χαμένο» την πραγματική οικονομία. Παράγοντες της αγοράς αναφέρουν ότι η συνταγή της υπερφορολόγησης αποδεικνύεται για άλλη μια φορά αποτυχημένη, καθώς σε όποιο κλάδο εφαρμόστηκε οδήγησε σε δραστική μείωση της κατανάλωσης, διόγκωσε τα υπάρχοντα προβλήματα και υπονόμευσε την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις δεν απέφερε τα αναμενόμενα έσοδα στα Δημόσια Ταμεία.
Από τα πιο πρόσφατα χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι της οινοποιίας, όπου για πρώτη φορά στα χρονικά επιβλήθηκε ειδικός φόρος στο κρασί από την 1η Ιανουαρίου. Σύμφωνα με πληροφορίες, το συγκεκριμένο μέτρο όχι μόνο δεν απέδωσε καρπούς για τον κρατικό προϋπολογισμό, (υπολογίζεται πως έχουν εισπραχθεί μόλις 7 με 8 εκατ. ευρώ έναντι στόχου για 55 εκατ. ευρώ), αλλά ακόμη χειρότερα συνέβαλε στην έκρηξη της παράνομης διακίνησης χύμα κρασιού.
Λαθρεμπόριο
«Υπολογίζεται πως το λαθρεμπόριο αντιστοιχεί πλέον στο 60% της νόμιμης αγοράς, προκαλώντας τεράστια ζημιά στα νόμιμα οινοποιία τα οποία δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις του, ακόμη και στην απόδοση του ΕΦΚ», υπογραμμίζει με έμφαση ο πρόεδρος του ΣΕΟ, Γιώργος Σκούρας. Εξίσου ανησυχητικό σύμφωνα με τους οινοποιούς, είναι και το φαινόμενο της απεμφιάλωσης που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα καθώς έτσι, χάνεται η επωνυμότητά του, και μαζί η προστιθέμενη αξία που προκύπτει.
Ανάλογες συνέπειες βιώνει ο χώρος των αλκοολούχων ποτών. Όπως επισημαίνουν άνθρωποι του χώρου, η υπερβολική φορολόγηση των αλκοολούχων ποτών (ΕΦΚ:+125% και ΦΠΑ: από 19% στο 24%) αποδείχτηκε αναποτελεσματική πολιτική επιλογή, καθώς διόγκωσε τις επιπτώσεις της κρίσης, ενώ δεν απέδωσε τα αναμενόμενα δημόσια έσοδα, καθώς «το ενδεδειγμένο ύψος του φορολογικού συντελεστή που μεγιστοποιεί τα δημόσια έσοδα έχει προ πολλού ξεπεραστεί». Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών την περίοδο 2009 - 2014 τα έσοδα από τον ΕΦΚ στα αλκοολούχα ποτά συρρικνώθηκαν από 348,76 εκατ. ευρώ το 2011 σε 272 εκατ. ευρώ το 2015, υποχωρώντας στα επίπεδα του 2009, ενώ σημαντικές απώλειες εσόδων σημειώθηκαν από τον όγκο του παράνομα παραγόμενου και διακινούμενου χύμα τσίπουρου (2 εκατ. 9λιτρα κιβώτια). Την ίδια περίοδο οι νόμιμες πωλήσεις μειώθηκαν σχεδόν στο μισό (-44,7%), με αποτέλεσμα τη δραματική συρρίκνωση του αριθμού των νόμιμων ποτοποιών, από 600 το 2009 σε μόλις 200 το 2014.
«Όχι» άλλους φόρους
Οι ποτοποιοί προειδοποιούν ότι η επιβολή οποιασδήποτε περαιτέρω φορολόγησης στα αλκοολούχα ποτά ως μέτρο για τη συγκέντρωση δημοσίων εσόδων θα επιτείνει τις δυσμενείς συνέπειες, αντίθετα τονίζουν ότι η σταδιακή αποκλιμάκωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα αλκοολούχα ποτά σε ορίζοντα τριετίας, υπό την προϋπόθεση της σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας, αποτελεί την προφανή επιλογή για την ανάπτυξη του κλάδου, την αποδυνάμωση της γενεσιουργού αιτίας του λαθρεμπορίου. Ταυτόχρονα όμως, θεωρείται και το πιο αποτελεσματικό μέσο για την ενίσχυση των δημοσίων εσόδων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε όλο το εύρος της αλυσίδας αξίας του κλάδου, καθώς και καταλύτη για το ξεκλείδωμα παραγωγικών επενδύσεων.
Σε παρόμοια προτροπή, προχωρούν οι παράγοντες της αγοράς των πετρελαιοειδών, η οποία έχει υποστεί τεράστιο πλήγμα από την κρίση και την υπερφολόγηση, με τις πωλήσεις καυσίμων κίνησης και θέρμανσης να μειώνονται την περίοδο 2008 - 2015 σωρευτικά κατά 37%. Οι ίδιοι αναφέρουν ότι οι νέες αυξήσεις των συντελεστών ΕΦΚ θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για τον κλάδο και την οικονομία, θεωρώντας πολύ πιθανό να μην επιτευχθεί ο στόχος των εσόδων, με την υστέρηση να διευρύνεται σημαντικά στις περιπτώσεις αύξησης του λαθρεμπορίου και χαμηλότερης (από την προβλεπόμενη) οικονομικής ανάπτυξης.