Η εκτίμηση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης στις επιχειρηματικές δραστηριότητες συνήθως εξαντλείται με τον υπολογισμό του κόστους του συνόλου των φορολογικών επιβαρύνσεων οι οποίες προκύπτουν από τους άμεσους κατά κύριο λόγο φόρους πλέον των έμμεσων μη συμψηφιζόμενων φόρων και των λοιπών επιβαρύνσεων όπως π.χ. τυχόν πρόσθετοι φόροι, προσαυξήσεις κ.λπ.
Πέραν όμως αυτών για να εκτιμηθεί, όσο το δυνατόν με μεγαλύτερη ακρίβεια το ανωτέρω μέγεθος, πρέπει να εκτιμηθεί ένα ακόμα στοιχείο κόστους, το οποίο ως μη συνδεόμενο με συγκεκριμένες επιχειρηματικές δραστηριότητες άρα μη καταγραφόμενο λογιστικά, δημιουργεί πονοκέφαλο ως προς τον προσδιορισμό του ακριβούς μεγέθους του.
Φυσικά μιλάμε για το κόστος φορολογικής συμμόρφωσης, το οποίο λόγω της μη δυνατότητας ακριβούς αποτύπωσής του ποσοστιαία όπως γίνεται με άλλες φορολογικές επιβαρύνσεις, έτσι ώστε να υπάρχει ένα κατ’ αρχήν υπολογιστικό πλαίσιο, αγνοείται από την πλειοψηφία των επιχειρήσεων, ειδικά από αυτές που θεωρούν το μέγεθος αυτό αμελητέο.
Η δυσκολία στην αποτύπωση αυτού του σημαντικού κοστολογικού μεγέθους έγκειται στους πολλούς με διαφορετική μορφή προσδιοριστικούς παράγοντες του οι οποίοι έχουν να κάνουν με μια σειρά εργασιών.
Οι παράγοντες αυτοί, κατά κύριο λόγο, έχουν να κάνουν με το πλήθος των συναλλαγών της επιχείρησης με τις υπηρεσίες της φορολογικής διοίκησης, συναλλαγών οι οποίες απαιτούνται για την ολοκλήρωση εργασιών που αφορούν διάφορες φορολογικές υποθέσεις, με το χρόνο προετοιμασίας και σύνταξης των φορολογικών δηλώσεων και των λοιπών καταστάσεων που υποβάλλονται με αυτές, συνεπώς το κόστος που δημιουργείται για να εκπληρωθούν στο σύνολό τους οι υποχρεώσεις που προβλέπονται από την εν’ ισχύ φορολογική νομοθεσία.
Το ισχύον φορολογικό σύστημα, παρ’ όλες τις προσπάθειες που έχουν γίνει για την ουσιαστική μεταρρύθμισή του, είναι ο παράγοντας εκείνος ο οποίος έχει το σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση του συνολικού ύψους του κόστους αυτού.
Όμως όσο ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας των υφιστάμενων υπηρεσιών της φορολογικής διοίκησης δεν αλλάζει τόσο αυξάνεται σε μεγάλα μεγέθη το κόστος φορολογικής συμμόρφωσης, όσο δεν εισάγονται απλές διαδικασίες και δεν επιλύονται σύντομα τα φορολογικά θέματα, δεν μπορεί να υπάρξει μείωση κόστους. Λιγότερες συναλλαγές για τις οποίες προβλέπεται ταυτόχρονη απασχόληση υπαλλήλων των επιχειρήσεων και του δημοσίου σημαίνει λιγότερες εργατοώρες χαμένες, κατά συνέπεια σημαντικό όφελος αφ’ ενός για τις επιχειρήσεις και αφ’ ετέρου για το ίδιο το δημόσιο.
Ενώ όπως προαναφέρεται, το κόστος φορολογικής συμμόρφωσης δεν απασχολεί στο βαθμό που θα έπρεπε τις επιχειρήσεις παρ’ ότι είναι σημαντικό στοιχείο προσδιορισμού της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης, παρατηρούμε ότι από το Υπουργείο Οικονομικών γίνονται προσπάθειες για την περαιτέρω απλοποίηση του φορολογικού μας συστήματος και την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του. Ο λόγος προφανής, ένα πολύπλοκο και πολλές φορές δυσνόητο φορολογικό σύστημα στηριζόμενο σε ένα κατά κοινή ομολογία γραφειοκρατικό μηχανισμό, μαθηματικά οδηγεί σε απώλεια εσόδων.
Το υψηλό κόστος φορολογικής συμμόρφωσης, προϊόν ενός πολύπλοκου φορολογικού συστήματος, δεν επιβαρύνει μόνο τις επιχειρήσεις αλλά και το ίδιο το κράτος διότι όταν ένα φορολογικό σύστημα παραμένει πολύπλοκο αυτό συνεπάγεται αφ’ ενός υψηλό διαχειριστικό κόστος και αφ’ ετέρου αύξηση της φοροδιαφυγής. Αντίθετα ένα απλό φορολογικό σύστημα, το οποίο θα επιβάλλει τη χρήση των νέων τεχνολογιών για το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών, καθίσταται φιλικό και ανταγωνιστικό και μειώνει το κόστος φορολογικής συμμόρφωσης προς όφελος των επιχειρήσεων και των δημοσίων εσόδων.