Εισφορές 20,2% επί των καθαρών αμοιβών τους θα πρέπει να πληρώσουν εφεξής οι αμειβόμενοι με απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης.
Σύμφωνα με εγκύκλιο την οποία εξέδωσε ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Τάσος Πετρόπουλος - κατ΄εφαρμογή διάταξης που πέρασε η κυβέρνηση τον περασμένο χρόνο - η ισχύς των σχετικών εισφορών ξεκινά αναδρομικά από την 1η του τρέχοντος μηνός.
Πιο αναλυτικά με την εν λόγω εγκύκλιο Πετρόπουλου ξεκαθαρίζονται τα ακόλουθα σημεία σε σχέση με το νέο "καθεστώς" εισφορών για τη σχετική κατηγορία εργαζομένων:
1. Επιβαρύνονται όλοι οι αμειβόμενοι με απόδειξη δαπάνης
Τα πρόσωπα που αμείβονται με παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών (σ.σ. αποδείξεις δαπάνης) υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ (πρώην ΟΑΕΕ).
Η υπαγωγή στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ ισχύουν σε κάθε περίπτωση προσώπου αμειβόμενου με παραστατικό παρεχόμενων υπηρεσιών, ακόμη και εάν για το εν λόγω πρόσωπο προκύπτει υποχρεωτική ασφάλιση σε άλλον πρώην φορέα κύριας ασφάλισης για την ασκούμενη επαγγελματική δραστηριότητα βάσει καταστατικών διατάξεων.
2. Οι εισφορές ανέρχονται σε 20,2%
Τα πρόσωπα που αμείβονται με αποδείξεις δαπάνης καταβάλλουν ασφαλιστική εισφορά ύψους 13,33% για την κύρια σύνταξη και 6,95% για υγειονομική περίθαλψη (6,45% για παροχές σε είδος και 0,45% για παροχές σε χρήμα). Αθροιστικά, δηλαδή, οι εισφορές ανέρχονται περίπου σε 20,2%.
3. Οι εισφορές επιβάλλονται επί των καθαρών αμοιβών
Οι προαναφερθείσες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού, όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου και άλλων επιβαρύνσεων (χαρτόσημο).
4. Δεν ισχύει κατώτατο ασφαλιστέο εισόδημα
Στις περιπτώσεις που η καθαρή αξία του παραστατικού υπολείπεται του βασικού μισθού άγαμου μισθωτού (σήμερα €650,00), οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού και όχι επί του βασικού μισθού άγαμου μισθωτού (σ.σ. όπως ισχύει για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αυταπασχολούμενους και τα μπλοκάκια).
5. Ισχύει ανώτατο ασφαλιστέο εισόδημα
Στις περιπτώσεις που η καθαρή αξία του παραστατικού υπερβαίνει το δεκαπλάσιο του βασικού μισθού άγαμου μισθωτού (σήμερα €6.500,00), οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του δεκαπλάσιου του βασικού μισθού άγαμου μισθωτού.
6. Επιβάλλονται εισφορές για κάθε παραστατικό
Σε περίπτωση που εντός του ίδιου μήνα εκδίδονται για τον ίδιο ασφαλισμένο περισσότερα του ενός παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών, τα παραπάνω (σ.σ. οι εισφορές 20,2% επί των καθαρών αποδοχών κλπ,) εφαρμόζονται αυτοτελώς για κάθε ένα εκδιδόμενο παραστατικό.
7. Ισχύουν εισφορές στο εισόδημα με απόδειξη δαπάνης και για τους παράλληλα απασχολούμενους
Εάν ο αμειβόμενος με παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών ασκεί άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, μισθωτή ή μη μισθωτή χωρίς την υποχρέωση έναρξης επαγγελματικής δραστηριότητας στη Δ.Ο.Υ., για την οποία υπάγεται στην ασφάλιση άλλου - πλην του ΟΑΕΕ - πρώην φορέα κύριας ασφάλισης, έχουν εφαρμογή οι ρυθμίσεις που προβλέπουν καταβολή εισφορών επί κάθε αμοιβής από κάθε επαγγελματική δραστηριότητα.
8. Ισχύουν εισφορές στο εισόδημα με απόδειξη δαπάνης και για τους παράλληλα απασχολούμενους χωρίς υποχρέωση έναρξης επαγγέλματος
Στις περιπτώσεις που για την άλλη ασκούμενη επαγγελματική δραστηριότητα προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης στον πρώην ΟΑΕΕ για άσκηση δραστηριότητας χωρίς υποχρέωση έναρξης επαγγελματικής δραστηριότητας στη Δ.Ο.Υ. (για παράδειγμα ασφάλιση στον ΟΑΕΕ λόγω συμμετοχής σε εταιρεία), ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί εντός του έτους για τα παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών που εκδίδονται, λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία της ετήσιας εκκαθάρισης των ασφαλιστικών εισφορών.
9. Ο χρόνος ασφάλισης καθορίζεται από την ύπαρξη ή μη γραπτής σύμβασης
Για τον καθορισμό του χρόνου ασφάλισης εξετάζεται εάν υφίσταται ή όχι γραπτή σύμβαση μεταξύ ασφαλισμένου και αντισυμβαλλόμενου.
* Στην περίπτωση αυτή ως χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται το πηλίκο της καθαρής αξίας του παραστατικού, επί της οποίας έχουν υπολογιστεί οι ασφαλιστικές εισφορές, δια του βασικού μισθού άγαμου μισθωτού (από 1/2/2019 €650,00), δεδομένου ότι πλέον δεν υφίσταται η διάκριση μεταξύ των μισθωτών άνω και κάτω των 25 ετών. Για τον καθορισμό των ημερών ασφάλισης ως πλήρης μήνας λογίζονται 25 ημέρες ασφάλισης Σε περίπτωση που από την εφαρμογή των ανωτέρω προκύπτει αριθμός ημερών ασφάλισης με δεκαδικό μέρος στρογγυλοποιείται στην αμέσως επόμενη ακέραιη μονάδα. Επισημαίνεται ότι ο χρόνος ασφάλισης που προκύπτει σύμφωνα με τα παραπάνω δεν μπορεί να υπερβαίνει το χρόνο ασφάλισης που προκύπτει από τη σύμβαση. Εάν υπερβαίνει, τότε ο χρόνος ασφάλισης περιορίζεται στο χρόνο ασφάλισης που προκύπτει με βάση τη σύμβαση. Οι ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί για τον πλεονάζοντα χρόνο κατανέμονται ισομερώς στους μήνες ασφάλισης που προκύπτουν βάση της σύμβασης. Εάν μετά τον ανωτέρω επιμερισμό προκύπτει υπέρβαση του ανωτάτου ορίου μηνιαίου εισοδήματος (σήμερα €6.500,00), τότε οι επιπλέον εισφορές επιστρέφονται στον ασφαλισμένο ως αχρεωστήτως καταβληθείσες Ως ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης λαμβάνεται η ημερομηνία που προκύπτει από τη γραπτή σύμβαση. Ως ημερομηνία λήξης της ασφάλισης λαμβάνεται η ημερομηνία που προκύπτει βάσει του χρόνου ασφάλισης σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ή η ημερομηνία λήξης της σύμβασης εάν ο χρόνος ασφάλισης που προκύπτει σύμφωνα με τα ανωτέρω υπερβαίνει την ημερομηνία λήξης της σύμβασης.
* Στην περίπτωση που υπάρχει γραπτή σύμβαση διάρκειας μέχρι έναν μήνα ή 25 ημέρες ασφάλισης, για τον καθορισμό του χρόνου ασφάλισης εξετάζεται εάν το ημερήσιο εισόδημα, όπως προκύπτει από το πηλίκο της καθαρής αξίας του παραστατικού προς τον αριθμό των ημερών απασχόλησης, υπερβαίνει ή όχι το 1/25 του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού, δηλαδή το ποσό των €26,00 (€650,00 / 25 ημέρες ασφάλισης):
- Εάν το ημερήσιο εισόδημα με βάση την καθαρή αξία του παραστατικού υπερβαίνει το 1/25 του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού, δηλαδή το ποσό των €26,00, τότε ως χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται ο χρόνος που καθορίζεται στη σύμβαση. Ο χρόνος έναρξης και λήξης της ασφάλισης καθορίζεται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη γραπτή σύμβαση.
- Εάν το ημερήσιο εισόδημα με βάση την καθαρή αξία του παραστατικού δεν υπερβαίνει το 1/25 του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού, δηλαδή το ποσό των €26,00, τότε ο χρόνος ασφάλισης, η έναρξη και η λήξη της ασφάλισης προκύπτει σύμφωνα με τα προαναφερόμενα για τις περιπτώσεις γραπτής σύμβασης διάρκειας μεγαλύτερης του μήνα.
* Σε περίπτωση που δεν υπάρχει γραπτή σύμβαση ή η συμφωνία είναι προφορική, ο χρόνος ασφάλισης προκύπτει σύμφωνα με τα ανωτέρω για την περίπτωση ύπαρξης σύμβασης με διάρκεια μεγαλύτερη του μήνα. Ως ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης λαμβάνεται η ημερομηνία έκδοσης του παραστατικού και ως ημερομηνία λήξης της ασφάλισης εκείνη που προκύπτει σύμφωνα με τον υπολογισθέντα χρόνο ασφάλισης.
10. Υποχρεωτική η απογραφή του αμειβόμενου με απόδειξη δαπάνης στον ΕΦΚΑ
Προβλέπεται ότι ο ασφαλισμένος θα πρέπει να απογράφεται στον ΕΦΚΑ για την ιδιότητά του ως απασχολούμενου με παραστατικό παρεχόμενων υπηρεσιών πριν από την έκδοση του παραστατικού, και αντίστοιχα ο αντισυμβαλλόμενος – αποδέκτης των υπηρεσιών να έχει απογραφεί ή να απογράφεται ως εργοδότης.
Τα στοιχεία που απαιτούνται για τον καθορισμό του χρόνου ασφάλισης και του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών καταχωρούνται σε σχετική εφαρμογή στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του ΕΦΚΑ, μέχρι το τέλος του μήνα που εκδίδεται το παραστατικό.
Οι ασφαλιστικές εισφορές που προκύπτουν σύμφωνα με την κοινοποιούμενη ρύθμιση, βαρύνουν τον ασφαλισμένο, παρακρατούνται από τον αντισυμβαλλόμενο και καταβάλλονται μέχρι το τέλος της τελευταίας εργάσιμης ημέρας του επόμενου μήνα της έκδοσης του παραστατικού. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής τους επιβαρύνονται με τις προβλεπόμενες προσαυξήσεις και βεβαιώνονται προς είσπραξη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για τις ασφαλιστικές εισφορές. Τα σχετικά ποσά των προσαυξήσεων βαρύνουν τον εκδότη του παραστατικού.
Σύμφωνα με εγκύκλιο την οποία εξέδωσε ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Τάσος Πετρόπουλος - κατ΄εφαρμογή διάταξης που πέρασε η κυβέρνηση τον περασμένο χρόνο - η ισχύς των σχετικών εισφορών ξεκινά αναδρομικά από την 1η του τρέχοντος μηνός.
Πιο αναλυτικά με την εν λόγω εγκύκλιο Πετρόπουλου ξεκαθαρίζονται τα ακόλουθα σημεία σε σχέση με το νέο "καθεστώς" εισφορών για τη σχετική κατηγορία εργαζομένων:
1. Επιβαρύνονται όλοι οι αμειβόμενοι με απόδειξη δαπάνης
Τα πρόσωπα που αμείβονται με παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών (σ.σ. αποδείξεις δαπάνης) υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ (πρώην ΟΑΕΕ).
Η υπαγωγή στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ ισχύουν σε κάθε περίπτωση προσώπου αμειβόμενου με παραστατικό παρεχόμενων υπηρεσιών, ακόμη και εάν για το εν λόγω πρόσωπο προκύπτει υποχρεωτική ασφάλιση σε άλλον πρώην φορέα κύριας ασφάλισης για την ασκούμενη επαγγελματική δραστηριότητα βάσει καταστατικών διατάξεων.
2. Οι εισφορές ανέρχονται σε 20,2%
Τα πρόσωπα που αμείβονται με αποδείξεις δαπάνης καταβάλλουν ασφαλιστική εισφορά ύψους 13,33% για την κύρια σύνταξη και 6,95% για υγειονομική περίθαλψη (6,45% για παροχές σε είδος και 0,45% για παροχές σε χρήμα). Αθροιστικά, δηλαδή, οι εισφορές ανέρχονται περίπου σε 20,2%.
3. Οι εισφορές επιβάλλονται επί των καθαρών αμοιβών
Οι προαναφερθείσες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού, όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου και άλλων επιβαρύνσεων (χαρτόσημο).
4. Δεν ισχύει κατώτατο ασφαλιστέο εισόδημα
Στις περιπτώσεις που η καθαρή αξία του παραστατικού υπολείπεται του βασικού μισθού άγαμου μισθωτού (σήμερα €650,00), οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού και όχι επί του βασικού μισθού άγαμου μισθωτού (σ.σ. όπως ισχύει για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αυταπασχολούμενους και τα μπλοκάκια).
5. Ισχύει ανώτατο ασφαλιστέο εισόδημα
Στις περιπτώσεις που η καθαρή αξία του παραστατικού υπερβαίνει το δεκαπλάσιο του βασικού μισθού άγαμου μισθωτού (σήμερα €6.500,00), οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του δεκαπλάσιου του βασικού μισθού άγαμου μισθωτού.
6. Επιβάλλονται εισφορές για κάθε παραστατικό
Σε περίπτωση που εντός του ίδιου μήνα εκδίδονται για τον ίδιο ασφαλισμένο περισσότερα του ενός παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών, τα παραπάνω (σ.σ. οι εισφορές 20,2% επί των καθαρών αποδοχών κλπ,) εφαρμόζονται αυτοτελώς για κάθε ένα εκδιδόμενο παραστατικό.
7. Ισχύουν εισφορές στο εισόδημα με απόδειξη δαπάνης και για τους παράλληλα απασχολούμενους
Εάν ο αμειβόμενος με παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών ασκεί άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, μισθωτή ή μη μισθωτή χωρίς την υποχρέωση έναρξης επαγγελματικής δραστηριότητας στη Δ.Ο.Υ., για την οποία υπάγεται στην ασφάλιση άλλου - πλην του ΟΑΕΕ - πρώην φορέα κύριας ασφάλισης, έχουν εφαρμογή οι ρυθμίσεις που προβλέπουν καταβολή εισφορών επί κάθε αμοιβής από κάθε επαγγελματική δραστηριότητα.
8. Ισχύουν εισφορές στο εισόδημα με απόδειξη δαπάνης και για τους παράλληλα απασχολούμενους χωρίς υποχρέωση έναρξης επαγγέλματος
Στις περιπτώσεις που για την άλλη ασκούμενη επαγγελματική δραστηριότητα προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης στον πρώην ΟΑΕΕ για άσκηση δραστηριότητας χωρίς υποχρέωση έναρξης επαγγελματικής δραστηριότητας στη Δ.Ο.Υ. (για παράδειγμα ασφάλιση στον ΟΑΕΕ λόγω συμμετοχής σε εταιρεία), ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί εντός του έτους για τα παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών που εκδίδονται, λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία της ετήσιας εκκαθάρισης των ασφαλιστικών εισφορών.
9. Ο χρόνος ασφάλισης καθορίζεται από την ύπαρξη ή μη γραπτής σύμβασης
Για τον καθορισμό του χρόνου ασφάλισης εξετάζεται εάν υφίσταται ή όχι γραπτή σύμβαση μεταξύ ασφαλισμένου και αντισυμβαλλόμενου.
* Στην περίπτωση αυτή ως χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται το πηλίκο της καθαρής αξίας του παραστατικού, επί της οποίας έχουν υπολογιστεί οι ασφαλιστικές εισφορές, δια του βασικού μισθού άγαμου μισθωτού (από 1/2/2019 €650,00), δεδομένου ότι πλέον δεν υφίσταται η διάκριση μεταξύ των μισθωτών άνω και κάτω των 25 ετών. Για τον καθορισμό των ημερών ασφάλισης ως πλήρης μήνας λογίζονται 25 ημέρες ασφάλισης Σε περίπτωση που από την εφαρμογή των ανωτέρω προκύπτει αριθμός ημερών ασφάλισης με δεκαδικό μέρος στρογγυλοποιείται στην αμέσως επόμενη ακέραιη μονάδα. Επισημαίνεται ότι ο χρόνος ασφάλισης που προκύπτει σύμφωνα με τα παραπάνω δεν μπορεί να υπερβαίνει το χρόνο ασφάλισης που προκύπτει από τη σύμβαση. Εάν υπερβαίνει, τότε ο χρόνος ασφάλισης περιορίζεται στο χρόνο ασφάλισης που προκύπτει με βάση τη σύμβαση. Οι ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί για τον πλεονάζοντα χρόνο κατανέμονται ισομερώς στους μήνες ασφάλισης που προκύπτουν βάση της σύμβασης. Εάν μετά τον ανωτέρω επιμερισμό προκύπτει υπέρβαση του ανωτάτου ορίου μηνιαίου εισοδήματος (σήμερα €6.500,00), τότε οι επιπλέον εισφορές επιστρέφονται στον ασφαλισμένο ως αχρεωστήτως καταβληθείσες Ως ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης λαμβάνεται η ημερομηνία που προκύπτει από τη γραπτή σύμβαση. Ως ημερομηνία λήξης της ασφάλισης λαμβάνεται η ημερομηνία που προκύπτει βάσει του χρόνου ασφάλισης σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ή η ημερομηνία λήξης της σύμβασης εάν ο χρόνος ασφάλισης που προκύπτει σύμφωνα με τα ανωτέρω υπερβαίνει την ημερομηνία λήξης της σύμβασης.
* Στην περίπτωση που υπάρχει γραπτή σύμβαση διάρκειας μέχρι έναν μήνα ή 25 ημέρες ασφάλισης, για τον καθορισμό του χρόνου ασφάλισης εξετάζεται εάν το ημερήσιο εισόδημα, όπως προκύπτει από το πηλίκο της καθαρής αξίας του παραστατικού προς τον αριθμό των ημερών απασχόλησης, υπερβαίνει ή όχι το 1/25 του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού, δηλαδή το ποσό των €26,00 (€650,00 / 25 ημέρες ασφάλισης):
- Εάν το ημερήσιο εισόδημα με βάση την καθαρή αξία του παραστατικού υπερβαίνει το 1/25 του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού, δηλαδή το ποσό των €26,00, τότε ως χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται ο χρόνος που καθορίζεται στη σύμβαση. Ο χρόνος έναρξης και λήξης της ασφάλισης καθορίζεται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη γραπτή σύμβαση.
- Εάν το ημερήσιο εισόδημα με βάση την καθαρή αξία του παραστατικού δεν υπερβαίνει το 1/25 του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού, δηλαδή το ποσό των €26,00, τότε ο χρόνος ασφάλισης, η έναρξη και η λήξη της ασφάλισης προκύπτει σύμφωνα με τα προαναφερόμενα για τις περιπτώσεις γραπτής σύμβασης διάρκειας μεγαλύτερης του μήνα.
* Σε περίπτωση που δεν υπάρχει γραπτή σύμβαση ή η συμφωνία είναι προφορική, ο χρόνος ασφάλισης προκύπτει σύμφωνα με τα ανωτέρω για την περίπτωση ύπαρξης σύμβασης με διάρκεια μεγαλύτερη του μήνα. Ως ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης λαμβάνεται η ημερομηνία έκδοσης του παραστατικού και ως ημερομηνία λήξης της ασφάλισης εκείνη που προκύπτει σύμφωνα με τον υπολογισθέντα χρόνο ασφάλισης.
10. Υποχρεωτική η απογραφή του αμειβόμενου με απόδειξη δαπάνης στον ΕΦΚΑ
Προβλέπεται ότι ο ασφαλισμένος θα πρέπει να απογράφεται στον ΕΦΚΑ για την ιδιότητά του ως απασχολούμενου με παραστατικό παρεχόμενων υπηρεσιών πριν από την έκδοση του παραστατικού, και αντίστοιχα ο αντισυμβαλλόμενος – αποδέκτης των υπηρεσιών να έχει απογραφεί ή να απογράφεται ως εργοδότης.
Τα στοιχεία που απαιτούνται για τον καθορισμό του χρόνου ασφάλισης και του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών καταχωρούνται σε σχετική εφαρμογή στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του ΕΦΚΑ, μέχρι το τέλος του μήνα που εκδίδεται το παραστατικό.
Οι ασφαλιστικές εισφορές που προκύπτουν σύμφωνα με την κοινοποιούμενη ρύθμιση, βαρύνουν τον ασφαλισμένο, παρακρατούνται από τον αντισυμβαλλόμενο και καταβάλλονται μέχρι το τέλος της τελευταίας εργάσιμης ημέρας του επόμενου μήνα της έκδοσης του παραστατικού. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής τους επιβαρύνονται με τις προβλεπόμενες προσαυξήσεις και βεβαιώνονται προς είσπραξη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για τις ασφαλιστικές εισφορές. Τα σχετικά ποσά των προσαυξήσεων βαρύνουν τον εκδότη του παραστατικού.